Ἡ μετάνοια ἔχει μεγάλη δύναμι. Παίρνει τὸ κάρβουνο καὶ τὸ κάνει διαμάντι. Παίρνει τὸν λύκο καὶ τὸν κάνει ἀρνί.
Παίρνει τὸν ἄγριο καὶ τὸν κάνει ἅγιο. Παίρνει τὸν αἱματοβαμμένο ληστὴ καὶ τὸν κάνει πρῶτο κάτοικο τοῦ Παραδείσου.
Ἀκριβῶς, ἐπειδὴ ἔχει τέτοια δύναμι ἡ μετάνοια, γι᾿ αὐτὸ ὁ Διάβολος ἀγωνίζεται ν᾿ ἀποτρέψη τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν μετάνοια. Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ ἀντιρρήσεις πολλῶν ἀνθρώπων ὡς πρὸς τὴν μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση.
Γέροντας Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτου
http://tostavroudaki.blogspot.ca/2013/08/blog-post_2121.html#more
Ἡ ἑλληνική λέξη ἀνάθεμα, ἀποτελεῖται ἀπό δύο λέξεις: τήν ἀνά, πού εἶναι μία πρόθεση ἡ ὁποία δεικνύει κίνηση πρός τά ἄνω, καί τό θέμα, πού σημαίνει ἕνα ξεχωριστό τμῆμα ἀπό κάτι. Στή στρατιωτική ὁρολογία θέμα σήμαινε ἕνα ἀπόσπασμα· στήν πολιτική διακυβέρνηση, θέμα σήμαινε μία ἐπαρχία. Τώρα χρησιμοποιοῦμε τή λέξη «theme», πού προέρχεται ἀπό τό θέμα, γιά νά σημάνουμε μία συγκεκριμένη ἐνασχόληση [topic] μιᾶς γραπτῆς καί διανοητικῆς ἐργασίας.
Κυριολεκτικῶς τό ἀνάθεμα σημαίνει τήν ἀνύψωση κάποιου ξεχωριστοῦ πράγματος. Στήν Παλαιά Διαθήκη αὐτή ἡ ἔκφραση ἐχρησιμοποιεῖτο ἐξ ἴσου σέ ἀναφορά πρός αὐτό πού ἦταν ἀποξενωμένο ἐξαιτίας ἁμαρτωλότητος, ἀλλά παρομοίως καί πρός αὐτό πού ἦταν ἀφιερωμένο στό Θεό. Στήν Καινή Διαθήκη, στά κείμενα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου χρησιμοποιεῖται ἅπαξ σέ συνδυασμό μέ τό μαράν ἀθᾶ, πού σημαίνει τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου. Ὁ συνδυασμός αὐτῶν τῶν λέξεων σημαίνει χωρισμό μέχρι τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου· μέ ἄλλες λέξεις - τό νά παραδοθεῖ κάποιος [ὡς ὑπόλογος] σέ Αὐτόν (Α΄ Κορ. 16, 22).
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ τό ἀνάθεμα σέ ἄλλο μέρος χωρίς τήν προσθήκη τοῦ μαράν ἀθᾶ (Γαλ. 1, 8-9). Ἐδῶ τό ἀνάθεμα ἐκφωνεῖται ἐναντίον τῆς διαστρεβλώσεως τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ ὅπως αὐτό κηρυσσόταν ἀπό τόν Ἀπόστολο, ἀνεξαρτήτως ἀπό ποιόν θά μποροῦσε αὐτή [ἡ διαστρέβλωση] νά διαπράττεται, εἴτε ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἀπόστολο εἴτε ἀπό Ἄγγελο ἐξ οὐρανοῦ. Σέ αὐτήν τήν ἴδια ἔκφραση ἐπίσης ὑπονοεῖται: «Ἄς κατακρίνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος», διότι ποιός ἄλλος μπορεῖ νά κατακρίνει τούς Ἀγγέλους;
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στήν Ἀποκάλυψη (22, 3) λέγει ὅτι στή Νέα Ἱερουσαλήμ δέν θά ὑπάρχει ἀνάθεμα· αὐτό μπορεῖ νά κατανοηθεῖ μέ δύο τρόπους, δίνοντας στή λέξη ἀνάθεμα καί τά δύο νοήματα: 1) δέν θά ὑπάρχει καμμία ἀνύψωση στήν κρίση τοῦ Θεοῦ, διότι αὐτή ἡ κρίση ἔχει ἤδη ἔλθει εἰς πέρας· 2) δέν θά ὑπάρχει καμμία ἰδιαίτερη ἀφιέρωση στόν Θεό, διότι ὅλα τά πράγματα θά εἶναι τά ἱερά πράγματα τοῦ Θεοῦ, ἀκριβῶς ὅπως τό φῶς τοῦ Θεοῦ φωτίζει τούς πάντες (Ἀπ. 21, 23).
Στά πρακτικά τῶν Συνόδων καί τήν περαιτέρω πορεία τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ λέξη ἀνάθεμα κατέληξε νά σημαίνει τέλειο διαχωρισμό ἀπό τήν Ἐκκλησία. «Ἡ Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία ἀναθεματίζει», «ἀνάθεμα οὗτος ἔστω», ἤ «ἀνάθεμα τοῦτο ἔστω», σημαίνει τελεία ἀπόσχιση ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἀντιθέτως, σέ περιπτώσεις «διαχωρισμοῦ ἀπό τήν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας» καί ἄλλων ἐπιτιμίων ἤ κανόνων μετανοίας ἐφαρμοσμένων σέ ἕνα πρόσωπο, τό ἴδιο τό πρόσωπο παρέμενε μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἄν καί ἦταν περιορισμένη ἡ συμμετοχή του στήν πλήρη χάριτος ζωή Της. Παρά ταῦτα, αὐτοί πού παρεδίδοντο σέ ἀνάθεμα ἀπεσχίζονταν τελείως ἀπό Αὐτήν, μέχρι τή μετάνοιά τους. Ἡ ἐπί γῆς Ἐκκλησία συνειδητοποιώντας, ἐν ὄψει τῆς ἰσχυρογνωμοσύνης καί σκληροκαρδίας τους, ὅτι δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε γιά τή σωτηρία τους, τούς ἀνυψώνει στήν κρίση τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ κρίση εἶναι ἐλεήμων πάνω στούς μετανοοῦντες ἁμαρτωλούς, ἀλλά φοβερή πρός τούς πείσμονες ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ. «Φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος ... καί γάρ ὁ Θεός ἡμῶν πῦρ καταναλίσκον» (Ἑβρ. 10, 31. 12, 29).
Τό ἀνάθεμα δέν εἶναι τελεία καταδίκη: μέχρι τόν θάνατο εἶναι δυνατή ἡ μετάνοια. Τό ἀνάθεμα δέν εἶναι φοβερό ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία εὔχεται συμφορές γιά ὁποιονδήποτε ἤ ἐπειδή ὀ Θεός ἐπιδιώκει τήν καταδίκη του. Ἐπιθυμοῦν [ὁ Θεός καί ἡ Ἐκκλησία] νά σωθοῦν ὅλοι. Ἀλλά εἶναι φοβερό νά ἵσταται κάποιος ἔμπροσθεν τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ σέ κατάσταση ἀποσκληρυμμμένου κακοῦ: τίποτε δέν εἶναι κρυφό ἀπό Αὐτόν.
«Φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος· οὗτος Κριτής ἐστιν ἐνθυμήσεων καί ἐννοιῶν καρδίας· μηδείς εἰσέλθῃ πειράζων τήν πίστιν τήν ἀμώμητον, ἀλλ' ἐν πραότητι καί φόβῳ Χριστῷ προσέλθωμεν, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καί χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν» (Στιχηρά τῶν Ἀποστίχων, Ἑσπερινός τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων).
[Οἱ λέξεις στίς ἀγκύλες, ὄχι στίς παρενθέσεις, εἶναι προσθήκη τῆς μεταφράσεως]
ὑπό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου (Μαξίμοβιτς),
Ἀρχιεπισκόπου τοῦ Σάν Φρανσίσκο
- Γέροντα, θυμάμαι, μια φορά με είχατε μαλώσει πολύ.
- Αν χρειασθή, πάλι θα σε μαλώσω, για να πάμε όλοι μαζί στον Παράδεισο. Τώρα θα λάβω δρακόντεια μέτρα!…
Κοίταξε, έχω τυπικό πρώτα να δώσω στον άλλον να καταλάβη ότι χρειάζεται το μάλωμα και ύστερα να τον μαλώσω. Καλά δεν κάνω; Εγώ, επειδή μαλώνω τον άλλον, όταν βλέπω να κάνη κάτι βαρύ, γίνομαι κακός.
Αλλά τι να κάνω; να αναπαύω καθέναν στο πάθος του, για να είμαι τάχα καλός μαζί του, και μετά να πάμε όλοι μαζί στην κόλαση; Ποτέ δεν με πειράζει η συνείδηση, όταν μαλώνω κάποιον ή του κάνω παρατήρηση κι εκείνος στενοχωριέται, γιατί από αγάπη το κάνω, για το καλό του.
Βλέπω ότι δεν καταλαβαίνει πόσο πλήγωσε τον Χριστό με αυτό που έκανε, γι’ αυτό τον μαλώνω. Εγώ πονάω, λειώνω εκείνη την ώρα, αλλά δεν με πειράζει η συνείδηση, γιατί τον μάλωσα. Μπορώ να πάω να κοινωνήσω ήσυχος, χωρίς να εξομολογηθώ. Νιώθω μέσα μου μια παρηγοριά, μια χαρά. Γιατί για μένα παρηγοριά και χαρά είναι η σωτηρία της ψυχής.
- Γέροντα, μου περνά ο λογισμός ότι μου μιλάτε παρηγορητικά, ή γιατί δεν σηκώνω την αυστηρότητα ή γιατί μου έχετε πει πολλές φορές να κάνω κάτι και δεν το έκανα, οπότε με αφήνετε.
- Ευλογημένη ψυχή, με την σωτηρία της ψυχής σου θα παίζω; Ο νέος κάνει πρόβες. Ο μεγάλος έχει κρίση και βαδίζει σταθερά. Να νιώθης σιγουριά. Αν δω κάτι στραβό, είτε από μακριά είτε από κοντά, θα σου το πω.
Εσύ έχε εμπιστοσύνη και ειρήνευε. Α, δεν μ’ έχετε καταλάβει εμένα! Έτσι εύκολα θα αναπαύω λογισμούς; Όταν βλέπω ότι η ψυχή είναι ευαίσθητη ή συγκλονίζεται ολόκληρη από την συναίσθηση του σφάλματός της, τι να πω; Τότε την παρηγορώ, για να μην πέση στην απελπισία. Όταν όμως βλέπω πέτρα την καρδιά, τότε μιλώ αυστηρά, για να την ταρακουνήσω.
Αν ένας προχωράη προς τον γκρεμό και του λέω: «προχώρα, πολύ καλά πας», δεν εγκληματώ; Το κακό με μερικούς είναι που δεν πιστεύουν, όταν τους λες να μην ανησυχούν, και βασανίζονται. Αν δω κάτι κακό, πως δεν θα το πω; Πως να αφήσης τον άλλον να πάη στην κόλαση; Όταν έχης ευθύνη, θα βάλης και τις φωνές, όταν χρειάζεται. Για μένα πιο καλά είναι να μη μιλάω, αλλά δεν μπορώ, όταν έχω ευθύνη.
Ύστερα να προσέξη κανείς το εξής: Μου κάνεις λ.χ. ένα κακό· εγώ σε συγχωρώ. Μου ξανακάνεις κάποιο άλλο κακό· πάλι σε συγχωρώ. Εγώ είμαι εντάξει, αλλά, εάν εσύ δεν διορθώνεσαι, επειδή σε συγχωρώ, αυτό είναι πολύ βαρύ.
Άλλο εάν δεν μπορής τελείως να διορθωθής. Να προσπαθήσης όμως να διορθωθής, όσο μπορείς. Όχι να αναπαύης τον λογισμό σου και να λες: «Αφού με συγχωρεί, εντάξει τακτοποιήθηκα και δεν βαριέσαι, δεν χρειάζεται στενοχώρια».
Μπορεί κάποιος να σφάλλη, αλλά αν μετανοή, κλαίη, ζητάη με συστολή συγχώρηση, αγωνίζεται να διορθωθή, τότε υπάρχει η αναγνώριση και πρέπει και ο πνευματικός να συγχωράη. Αν όμως δεν μετανοή και συνεχίζη την τακτική του, δεν μπορεί αυτός που έχει την ευθύνη της ψυχής του να γελάη. Η καλωσύνη τον αμετανόητο τον βλάπτει.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Άσκηση” του Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού
Στην πρακτική των Πατέρων, που αναλύουμε αναφέρονται επτά σωματικές πράξεις στις οποίες στηρίζονται οι τρόποι και τα έργα της μετάνοιας.
Ως πρώτη πράξη στη μετάνοια οι Πατέρες τοποθετούν την η σ υ χ ί α. Είναι η απερίσπαστη διαγωγή. Η απομάκρυνση από τα αίτια, που δημιουργούν τις αφορμές της πτώσης και της ήττας, ειδικά σε όσους είναι ασθενείς χαρακτήρες, αλλά και από αυτόν τον «ὡς λέοντα περιπατοῡντα καί ζητοῡντα νά μάς καταπιή» (“ Πέτρ. ε” 8). Με την ησυχία απέχει ο αγωνιστής από τη μάταιη και άσκοπη μέριμνα και του επιτρέπεται αν θέλει να στρέψει τη σκέψη και ασχολία του προς το Θεό, απ΄όπου φωτιζόμενος από τη θεία Χάρη ανακαλύπτει τον εαυτό του, που είναι απαραίτητο καθήκον.
Δεύτερη πράξη θεωρείται η ν η σ τ ε ί α. Με αυτήν καταβάλλεται και δεσμεύεται ένας από τους γίγαντες της διαστροφής – η γαστριμαργία – ο ακαταγώνιστος σύμμαχος της φύσης και του διαβόλου. Με αυτήν αιχμαλωτίζει ο τελευταίος τα πλείστα των θυμάτων του. Το πόσο απαραίτητη είναι αυτή η πράξη το απέδειξε ο Κύριος μας, όταν ανέλαβε με την παρουσία του την ανάπλασή μας, μετά το θείο βάπτισμα στον Ιορδάνη. Ποιος τώρα μπορεί να αμφισβητήσει το βάθρο αυτό της μετανοίας, της ανάπλασης, της ανάστασης, της σωτηρίας; Εάν ο αναμάρτητος και απαθής νηστεύει – και μάλιστα παρατεταμένα – ποιος θα προφασιστεί αδυναμία ή άρνηση; Αφήνω και την άσκηση της δίψας που οι έμπειροι της εγκρατείας προβάλλουν ως άριστο άθλημα κατά των παράλογων ορέξεων.
Την α γ ρ υ π ν ί α, ως τρίτη πράξη, συνιστούν οι Πατέρες. Είναι το αποτελεσματικότερο μέσο φωτισμού του νου και γεννήτρια της προσευχής. Ο κόρος της υπνηλίας υποβιβάζει άμεσα τη διαύγεια του νου. Μειώνεται η διανοητική ικανότητα της λογικής φύσης να συγκρίνει, διακρίνει, επιλέξει και εφαρμόσει όσα η νόμιμη άσκηση απαιτεί. Η αγρυπνία, ως μέσο της φίλης των Πατέρων μας φιλοπονίας, πάντοτε προηγείτο στους ασκητικούς αγώνες. Και είναι γνωστή η υπερβολική άσκηση των Πατέρων στην αγρυπνία. Επέμεναν στα πολλαπλά οφέλη αυτής της αρετής, επειδή συντελούσε άριστα στη διανοητική εργασία από την οποία εξαρτώνται όλα εφ΄όσον «νοῡς ορᾶ καί νοῦς ακούει» και εκλέγει και εκτελεί.
Τέταρτη και πέμπτη πράξη τοποθετούν οι Πατέρες την π ρ ο σ ε υ χ ή και την ψ α λ μ ω δ ί α. Πράγματι διαιρούσαν την εργασία της προσευχής σε δύο τρόπους, που επικρατούν στην τόσο σημαντική αυτή παναρετή. Στο όνομα της προσευχής χάραξαν την έννοια της εσωστρέφειας και ειδικά της «κατά μόνας» προς το Θεό συνομιλίας. Εκεί ο καθένας επιρρίπτει τον εαυτό του μπροστά στη θεία ευσπλαχνία και αγαθότητα και με επίμονη εξομολόγηση, δέηση, ικεσία, παράκληση ή και ευχαριστία αναφέρει τον πόνο και τον πόθο του προς «τόν δυνάμενον σῴζειν» Χριστό, το Θεό μας. Η ψ α λ μ ω δ ί α χρησιμοποιείται στις ομαδικές συναθροίσεις των πιστών. Με την υμνολογία επιτελείται εορταστικότερα η κοινή προσευχή και αυτό είναι περισσότερο αποδεκτό και εφαρμόσιμο από το λαό.
Έκτη πράξη θεωρούν οι Πατέρες την α ν ά γ ν ω σ η και μελέτη λόγων και παραγγελμάτων που μας κατευθύνουν στην εν Χριστώ πνευματική μας ζωή. Ο λόγος τους Κυρίου μας «ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου» αυτό σημαίνει: Να μάθει και να κατανοήσει τις εντολές μου το θέλημά μου και μετά να γίνει τηρητής (τηρών αυτάς). Και αυτός «ἐστιν ό ἀγαπῶν με». Στο Μωσαϊκό νόμο απαιτητικότερα διέταζε ο Θεός τη μελέτη του θελήματός του και την ενασχόληση με αυτό για να μη παραλείπεται, ως καθήκον, η ακριβής τήρηση και εφαρμογή του. «Ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καί νυκτός» (Ψαλμ α” 2). Μια από τις σπουδαιότερες φροντίδες αυτού που θέλει να απαλλαγεί από τη λύσσα του «ὠρυομένου ὡς λέοντος» εναντίον μας, κατά τον Παύλο, είναι το να «μή ἀγνοώμεν τά νοήματα αὐτοῦ» (πρβλ Β” Πετρ. α” 21). Επειδή οι φίλοι και δούλοι του Θεού «οὐκ ἰδίῳ θελήματι ἀλλά Πνεύματι Ἁγίῳ φερόμενοι ἐλάλησαν καί ἔγραψαν» (πρβλ Β’ Πετρ. α’ 21), είναι πλέον καθήκον η μελέτη και έρευνα των λόγων και των συγγραφών τους προς πλήρη διαφώτιση και μάθηση του αόρατου πολέμου που ασίγαστα διεξάγουμε.
Έβδομη πράξη θεωρούν οι Πατέρες την ε π ε ρ ώ τ η σ η τ ω ν ε μ π ε ί ρ ω ν για κάθε λόγο και πράξη. Με αυτόν τον τρόπο επισφραγίζεται το ταπεινό φρόνημα. Απουσιάζει ή αυταρέσκεια και η απειρία. «Τοῖς ταπεινοῖς» δίνει ο Κύριος το φωτισμό και τη Χάρη του. Το τέλος όλης αυτής της προσπάθειας και ετοιμασίας είναι η υπομονή, ώστε «μήτε θαρρεῖν, μήτε ἀπογιγνώσκειν» απ” όσα συνήθως συμβαίνουν είτε χαροποιά είτε επίπονα.
http://agiameteora.net/index.php/paterika/559-oi-epta-somatikes-prakseis-tis-metanoias