Monday, May 30, 2016

Ταπεινός εἶναι αὐτός πού χαίρεται ὅταν τόν περιφρονοῦν ( Από το Ευεργετινό )


Μετά τη νηστεία το ψωμί είναι γλυκό.

Κάποιος Κωνσταντίνος, άνθρωπος πάρα πολύ ευλαβής, κατοικούσε στην πόλη Αγκώνα της Ιταλίας και υπηρετούσε στο ναό του αγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Κάποτε που τελείωσε το λάδι και επειδή δεν είχε με τι να ανάψει τα κανδήλια, τα γέμισε με νερό, έβαλε το συνηθισμένο φυτίλι στο καθένα απ’ αυτά και τα άναψε σαν να είχαν λάδι. Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος, ενώ έκανε τέτοια θαύματα, ακούστε τι ταπείνωση είχε. Επειδή η φήμη του είχε διαδοθεί σε όλες τις γύρω περιοχές από πολλά θαύματα που έκανε μέσω αυτού ο Άγιος Θεός, πήγαιναν πολλοί για να τον δουν και να πάρουν κάτι από τη Χάρη που είχε η παρουσία του. Κάποια φορά πήγε και ένας γεωργός από μέρος μακρινό για να τον δει. Έτυχε ο Άγιος να είναι ανεβασμένος πάνω σ’ ένα σκαμνί ξύλινο και να ετοιμάζει τα κανδήλια για να τα ανάψει. Ήταν μάλιστα πολύ κοντός στο ανάστημα, με αδύνατο σώμα και άσχημο πρόσωπο. Ο γεωργός λοιπόν ζητούσε επίμονα να του δείξουν ποιός είναι ο ευλαβέστατος άνθρωπος Κωνσταντίνος. Οι παρευρισκόμενοι του έδειξαν τον άνθρωπο εκείνον που ήταν πάνω στο σκαμνί. Ο γεωργός τότε, επειδή έκρινε την αγιότητα του ανθρώπου από την κατασκευή του σώματος, μόλις τον είδε τόσο κοντό και αδύνατο, σκέφθηκε μήπως δεν είναι αυτός για τον οποίο είχε ακούσει ότι κάνει θαύματα και είναι μεγάλος και σπουδαίος. Όταν όμως έμαθε από τους παρευρισκομένους ότι αυτός πραγματικά είναι ο ευλαβής Κωνσταντίνος, τον σιχάθηκε από το σχήμα και τη σωματική του κατασκευή και είπε ειρωνικά: Εγώ περίμενα να δω άνθρωπο. Αυτός όμως δεν έχει καμιά ομοιότητα με άνθρωπο. Μόλις άκουσε τα λόγια αυτά ο άνθρωπος αυτός του Θεού, άφησε τα κονδύλια, έτρεξε γρήγορα, τον αγκάλιασε και του είπε: – Αδελφέ, σου χρωστώ μεγάλη χάρη. Μόνο εσύ έχεις ανοικτά τα μάτια σου. Μόνο εσύ κατάλαβες ποιός πραγματικά είμαι!

Από το Ευεργετινό

Κάποτε ένας Θεοσεβής Ιερέας Λειτουργούσε του Αγίου Δημητρίου... ( Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου )



Κάποτε ένας θεοσεβής ιερεύς, λειτουργούσε του Αγίου Δημητρίου, τον οποίον ευλαβείτο πολύ, λόγω του ότι ήτο μεσοβδόμαδα, οι χριστιανοί στο ναό ήσαν λίγοι. Η λειτουργία προχώρησε και έφθασε η στιγμή του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων. «Τα σά εκ των Σών», έσκυψε βαθιά βαθιά και διάβασε την ευχή, «έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην λατρείαν». Ανορθώθηκε και είπε «και ποίησον τον μεν άρτον τούτον», «τω δε εν τω ποτηρίω τούτο μεταβαλλών» και τα λοιπά, αμήν, αμήν, αμήν, για να μην λέμε όλες τις λέξεις ... Και μια φοβερή άστραπή ήλθε απ' το πουθενά, απ' τον ουρανό ... δεν ξέρει. Απ' την κόχη του Αγίου Βήματος ... δεν ξέρει. Απ' τον τρούλο του ναού; .. τον Παντοκράτορα, τον Κύριο.. δεν ξέρει, δεν κατάλαβε.

Εκείνο που είδε και ένοιωσε είναι ότι η αστραπή ήλθε και κτύπησε πάνω στην Αγία Τράπεζα, χράπ.. και την χώρισε στα δύο, χωρίς να αγγίξει τα Τίμια Δώρα. Και κείνος έμεινε βουβός και άφωνος. Γεμάτος έκπληξη και δέος και φόβο, ιερό φόβο, και τότε τα πάντα περιελούσθησαν από τον ανέσπερον, τον άδυτον ήλιον της Τρισηλίου Θεότητος. Πρωτόγνωρα αισθήματα τον κατέλαβαν, δεν μπορούσε ο καημένος να μου τα περιγράψει. Ήτο εκστατικός για αρκετά λεπτά και άφωνος και ακίνητος. Τι είδους ουράνια αστραπή ήταν αυτή; Και τι ήθελε να δηλώσει, τι να σφραγίσει, τι να επιβεβαιώσει; Και τότε αυθόρμητα, παρά τη βουβαμάρα του, φώναξε από μέσα του, από μέσα του, όμως, από μέσα του βγήκε η δυνατή κραυγή χωρίς να ακουστεί προς τα έξω. «Κύριε είσαι ο αληθινός Θεός, ο Σωτήρας του κόσμου». «Σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν», ξανάλεγε και ξανάλεγε ο ιεροψάλτης αλλά, που να συνέλθει ο ευλογημένος εκείνος παππούλης. Τελικά ο μπάρμπα Γιώργος ο ψάλτης μπήκε στο ιερό να δει τι γίνεται. Και με το «έ παπά», που του είπε, «τι θα γίνει με σένα, ακόμα να συνέλθεις», «τι έπαθες, είσαι καλά;» όλα επανήλθαν στη φυσικότητά τους. Με τις φωνές του ψάλτου συνήλθε ο ιερεύς, σηκώθηκε, πήρε το θυμιατό μόνος του, έβαλε θυμίαμα και, τρεμάμενος, είπε «Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου, Υπερευλογημένης» και τα λοιπά.

Μετά απ' αυτό το συνταρακτικό γεγονός για λίγον καιρό, πριν απ' τον καθαγιασμόν των Τιμίων Δώρων, αν δεν είχε κάποιο παιδάκι μέσ' στο Άγιον Βήμα, έβγαινε στην Ωραία Πύλη και φώναζε «Ε, μπάρμπα Γιώργο, έλα δω, έλα μεσ' στο Ιερό, κάτσε εδώ στην Αγία Τράπεζα, δίπλα και γονάτισε». «Μπάρμπα Νίκο, μπάρμπα Κώστα, μπάρμπα Γιάννη...», τους φώναζε λοιπόν έναν έναν. Του είχε δημιουργηθεί, τρόπον τινά, όπως το διεπίστωσε και ο ίδιος, ένας ιερό φόβος, μη τυχόν ξανασυμβούν τα ίδια φοβερά πράγματα τα οποία, ως άνθρωπος χωμάτινος και αμαρτωλός, δεν μπορούσε πλέον να αντέξει.

Απομαγνητοφωνημένα κηρύγματα του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου