Η φιλάνθρωπος θεία Χάρη ενώ είναι μια, ενεργεί με ποικίλους τρόπους στους πιστούς.
Στους εισαγωγικούς για την πραγματική μετάνοια, που δεν έχουν αποβάλει τα πάθη τους, ενεργεί ενθαρρυντικά, ώστε να μην ολιγοψυχήσουν και οπισθοχωρήσουν.
Σε όσους πρόκοψαν και ασκούνται με βία, παρουσιάζεται κατά διαστήματα και τους ενθαρρύνει στη φιλοπονία.
Σ’ αυτούς που προόδευσαν στην «πρακτική» εργασία και δάμασαν τις αισθήσεις, από τα πάθη, προσφέρει το θείο φωτισμό.
Σε όσους προσέχουν με ακρίβεια τις αισθήσεις από την αιχμαλωσία του παράλογου, του εμπαθούς, αυξάνεται ο φωτισμός του νου, διοικεί τα νοήματα και γεννά τις λογικές και θεοφιλείς αποφάσεις.
Το ανέκφραστο και συγκλονιστικό – για τη λογική -, μυστήριο, κατά τους πατέρες μας, είναι το εξής: Όταν ο νους με προσοχή δαμάσει και υποτάξει τις αισθήσεις από τις παράλογες ορμές και κινήσεις, ώστε να αναπαύεται σ’ αυτόν «ο λόγος του πνεύματος της ζωής», τότε υποτάσσεται η Χάρη στην κυριότητα του νου και ενώνονται τα δυο αυτά τέλεια στοιχεία, που αποτελούν τον τέλειο άνθρωπο.
Στην ολοκληρωμένη πραγματική μετάνοια, όταν το «θνητόν καταποθεί υπό της ζωής» και ο νους μαζί με τη θεία Χάρη θα επισφραγίζουν την ανάσταση, αρχίζει η υπέρ τη φύση αίσθηση και πληροφορία και έμπρακτα πλέον αρχίζει η διακονία του πληρώματος της Εκκλησίας.
Αν και η Χάρη είναι μια, μερίζεται με ποικίλους τρόπους στα όργανά της -τις αγιασμένες ψυχές-, και παρέχει «ενί εκάστω κατά το μέτρον της δωρεάς» (Εφ. 4,7).
Σε άλλον δίνει σοφία, σε άλλον γνώση και θεολογία, σε άλλον προφητεία, σε άλλον ιάματα, σε άλλον διακονία, ανάλογα με τις ανάγκες, για τον καταρτισμό του πληρώματος της Εκκλησίας.
Αυτό ακριβώς είναι που, όχι «τω καιρώ εκείνω», αλλά και σήμερα ισχύει, δηλαδή το να παρατείνεται η υπόσχεση του Κυρίου μας, ότι δε θα μας αφήσει ποτέ μόνους.
Οι καταστάσεις αυτές, που είναι ένα είδος προαγωγής σε όσους τηρούν ακρίβεια στη συνείδηση, είναι μόνιμες, αλλά δεν ελέγχονται από αυτούς που τις πάσχουν, «ίνα η υπερβολή της δυνάμεως ή του Θεού και μη εξ ημών» (Β’ Κορ. 4,7).
Σε ορισμένους δίνεται «πληροφορία», όσες φορές η Χάρη κρίνει σκόπιμο.
Και τούτο πάλι δεν ελέγχεται από τον πάσχοντα, πότε, πως και πόσο.
Συνήθως όμως αυτά τα προκαλεί η προσευχή και πάλι όχι όποτε θέλει ο «αιτών», όσο και αν το ζητήσει.
Οι ενέργειες της Χάριτος ουδέποτε ελέγχονται απόλυτα από τον άνθρωπο, όσο κι αν τις ζητά, γιατί οι πανσωστικοί όροι της πρόνοιας του Θεού είναι σχεδόν αμετάβλητοι.
Έχουμε το δικαίωμα να ζητούμε, όχι όμως να διατάζουμε.
Το κατ’ ευδοκία θείο θέλημα είναι η σωτηρία της ψυχής κι αν αυτό εμποδίζεται από κάποια «παρηγοριά», δεν εισακούεται ποτέ.
Συζητήσεις στον Άθωνα
Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού
Ι.Μ. Βατοπαιδίου 2012, σελ. 92-94.
Στους εισαγωγικούς για την πραγματική μετάνοια, που δεν έχουν αποβάλει τα πάθη τους, ενεργεί ενθαρρυντικά, ώστε να μην ολιγοψυχήσουν και οπισθοχωρήσουν.
Σε όσους πρόκοψαν και ασκούνται με βία, παρουσιάζεται κατά διαστήματα και τους ενθαρρύνει στη φιλοπονία.
Σ’ αυτούς που προόδευσαν στην «πρακτική» εργασία και δάμασαν τις αισθήσεις, από τα πάθη, προσφέρει το θείο φωτισμό.
Σε όσους προσέχουν με ακρίβεια τις αισθήσεις από την αιχμαλωσία του παράλογου, του εμπαθούς, αυξάνεται ο φωτισμός του νου, διοικεί τα νοήματα και γεννά τις λογικές και θεοφιλείς αποφάσεις.
Το ανέκφραστο και συγκλονιστικό – για τη λογική -, μυστήριο, κατά τους πατέρες μας, είναι το εξής: Όταν ο νους με προσοχή δαμάσει και υποτάξει τις αισθήσεις από τις παράλογες ορμές και κινήσεις, ώστε να αναπαύεται σ’ αυτόν «ο λόγος του πνεύματος της ζωής», τότε υποτάσσεται η Χάρη στην κυριότητα του νου και ενώνονται τα δυο αυτά τέλεια στοιχεία, που αποτελούν τον τέλειο άνθρωπο.
Στην ολοκληρωμένη πραγματική μετάνοια, όταν το «θνητόν καταποθεί υπό της ζωής» και ο νους μαζί με τη θεία Χάρη θα επισφραγίζουν την ανάσταση, αρχίζει η υπέρ τη φύση αίσθηση και πληροφορία και έμπρακτα πλέον αρχίζει η διακονία του πληρώματος της Εκκλησίας.
Αν και η Χάρη είναι μια, μερίζεται με ποικίλους τρόπους στα όργανά της -τις αγιασμένες ψυχές-, και παρέχει «ενί εκάστω κατά το μέτρον της δωρεάς» (Εφ. 4,7).
Σε άλλον δίνει σοφία, σε άλλον γνώση και θεολογία, σε άλλον προφητεία, σε άλλον ιάματα, σε άλλον διακονία, ανάλογα με τις ανάγκες, για τον καταρτισμό του πληρώματος της Εκκλησίας.
Αυτό ακριβώς είναι που, όχι «τω καιρώ εκείνω», αλλά και σήμερα ισχύει, δηλαδή το να παρατείνεται η υπόσχεση του Κυρίου μας, ότι δε θα μας αφήσει ποτέ μόνους.
Οι καταστάσεις αυτές, που είναι ένα είδος προαγωγής σε όσους τηρούν ακρίβεια στη συνείδηση, είναι μόνιμες, αλλά δεν ελέγχονται από αυτούς που τις πάσχουν, «ίνα η υπερβολή της δυνάμεως ή του Θεού και μη εξ ημών» (Β’ Κορ. 4,7).
Σε ορισμένους δίνεται «πληροφορία», όσες φορές η Χάρη κρίνει σκόπιμο.
Και τούτο πάλι δεν ελέγχεται από τον πάσχοντα, πότε, πως και πόσο.
Συνήθως όμως αυτά τα προκαλεί η προσευχή και πάλι όχι όποτε θέλει ο «αιτών», όσο και αν το ζητήσει.
Οι ενέργειες της Χάριτος ουδέποτε ελέγχονται απόλυτα από τον άνθρωπο, όσο κι αν τις ζητά, γιατί οι πανσωστικοί όροι της πρόνοιας του Θεού είναι σχεδόν αμετάβλητοι.
Έχουμε το δικαίωμα να ζητούμε, όχι όμως να διατάζουμε.
Το κατ’ ευδοκία θείο θέλημα είναι η σωτηρία της ψυχής κι αν αυτό εμποδίζεται από κάποια «παρηγοριά», δεν εισακούεται ποτέ.
Συζητήσεις στον Άθωνα
Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού
Ι.Μ. Βατοπαιδίου 2012, σελ. 92-94.