Ἐρώτησαν κάτι καλογριοῦλες καὶ τὸν πατερ-Γεράσιμο, τὸν Ὑμνογράφο.
- Πατερ-Γεράσιμε, τί θὰ πεῖ τυφλὴ ὑπακοή;
- Νὰ σᾶς πῶ, λέει.
- Πατερ-Γεράσιμε, τί θὰ πεῖ τυφλὴ ὑπακοή;
- Νὰ σᾶς πῶ, λέει.
Εἶπε ἡ Ἡγουμένη, φέρε, Εὐπραξία, ἕνα ποτήρι νερό. Τό 'φερες. Χῦσ' το. Τό 'χυσες. Βρὲ παλαβή, γιατί τό 'χυσες τὸ νερό; Εὐλόγησον. Νὰ μὴ δικαιολογηθεῖς, μὰ καλά, ἐσὺ δὲν μοῦ 'πες νὰ τὸ χύσω τὸ νερό; Ὄχι ἔτσι, λέει. Εὐλόγησον, αὐτὴ εἶναι ἡ τυφλὴ ὑπακοή.
Ἂν δὲν κάνεις τυφλὴ ὑπακοή, δὲν ἀνεβαίνεις ἀπάνω σὲ πνευματικὲς σκάλες. Εἶδες αὐτὸ τὸ Γεροντάκι πῶς εἶπε;
Ἂν δὲν κάνεις τυφλὴ ὑπακοή, δὲν ἀνεβαίνεις ἀπάνω σὲ πνευματικὲς σκάλες. Εἶδες αὐτὸ τὸ Γεροντάκι πῶς εἶπε;
Αὐτὴ εἶναι ἡ τυφλὴ ὑπακοή, νὰ μὴ δικαιολογεῖς τὸν ἑαυτό σου. Ὄχι μόνο στὸν Γέροντα, καὶ στὸν ἀδερφό σου. Καὶ στὸν ἀδερφό σου νὰ μὴ δικαιολογεῖς τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ πάντοτε νὰ τὸν ἔχεις τὸν ἑαυτό σου κάτω ἀπὸ ὅλους.
Αγιος Ἐφραίμ Κατουνακιώτης
Αγιος Ἐφραίμ Κατουνακιώτης