Ή μετάνοια είναι τό βάπτισμα τών δακρύων. Με τήν μετάνοια ό άνθρωπος ξαναβαπτίζεται, αναγεννιέται. Ό Απόστολος Πέτρος με τήν άρνηση του πρόδωσε κατά κάποιον τρόπο τόν Χριστό, άλλά, επειδή έκλαυσε πικρως έλαβε τήν άφεση γιά τήν πτώση του. Δηλαδή ή ειλικρινής μετάνοια πού είχε, τόν ξέπλυνε, τόν καθάρισε πάλι. Βλέπεις, ό θεός πρώτα έκανε τήν γη, τήν θάλασσα, όλη τήν δημιουργία, και ύστερα πήρε χώμα και έπλασε τόν άνθρωπο. Ό άνθρωπος πρώτα γεννιέται σαρκικά και μετά, στό Βάπτισμα, αναγεννιέται πνευματικά άπό τό δημιούργημα τοΰ θεού, τό νερό, καί άπό τό Αγιο Πνεύμα, τήν θεία Χάρη, -έξ ύδατος καί
Πνεύματος¯καί γίνεται νέος άνθρωπος.
-Δηλαδή, Γέροντα, ό θεός, όπως τότε πήρε τό χώμα καί έπλασε τόν άνθρωπο, έτσι τώρα στό Βάπτισμα χρησιμοποιεί τό νερό, γιά νά τόν ανάπλαση; -Ναί, τό νερό έχει τό νόημα τοϋ καθαρίσματος, γι' αυτό ό Ιερεύς κατά τό Βάπτισμα βουτάει τόν άνθρωπο στό νερό. Ξεπλένεται ό άνθρωπος άπό τό προπατορικό αμάρτημα, καθαρίζεται άπό τίς αμαρτίες, τόν επισκιάζει ή Χάρις του Θεού, ενδύεται τον Χριστό, και γίνεται νέος, αναγεννημένος, άνθρωπος.
Αυτό είναι τό Έργο τοϋ Βαπτίσματος. Τό είπε ξεκάθαρα ό Χριστός στον Νικόδημο, όταν τόν ρώτησε πώς μπορεί ό άνθρωπος νά ξαναγεννηθή : Αμήν αμήν λέγω σοι, έάν μή τις γεννηθή έξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται είσελθεϊν εις τήν βασιλείαν τοϋ Θεού.Μέ τό Βάπτισμα γίνεται τό νέο τέλειο δημιούργημα τού Θεού μετά τήν πτώση. Γι' αυτό ό άνθρωπος, όταν δέν μολύνη τό Άγιο Βάπτισμα, έχει πολλή θεία Χάρη. Άλλά, και όταν τό μολύνη, υπάρχει τό βάπτισμα της μετανοίας. Άν συναισθανθή τό σφάλμα του και πόνεση γι' αυτό, ξεπλένεται κατά κάποιον τρόπο μέ τά δάκρυα της μετανοίας, και έρχεται πάλι ή Χάρις τού Θεού.
-Γέροντα, εγώ χρόνια τώρα έχω νά κλάψω γιά ένα σφάλμα μου δέν έχω ούτε ένα δάκρυ. Αυτό σημαίνει ότι δέν έχω πραγματική μετάνοια;
-Δέν πονάς γιά ένα σφάλμα πού κάνεις;
-Πονάω, άλλά ϊσως είναι ρηχός ό πόνος.
-Άπό τά δάκρυα μή βγάζης συμπέρασμα. Είναι βέβαια τά δάκρυα ένα χαρακτηριστικό της μετανοίας, άλλά δέν είναι τό μόνο χαρακτηριστικό. Μερικοί εκεί πού κλαίνε, έκεϊ γελάνε. Ό καρδιακός πόνος και ό εσωτερικός αναστεναγμός είναι τά εσωτερικά δάκρυα, πού είναι ανώτερα άπό τά εξωτερικά.
Ένας, ό καημένος, έλεγε: ¨Τί σκληρός πού είμαι, πάτερ! Ούτε ένα δάκρυ! Ή καρδιά μου είναι σάν πέτρα. Τί σκληροκαρδία! Άχ!Ένώ ήταν πολύ ευαίσθητος, αισθανόταν ότι ήταν πολύ σκληρός, γιατί δέν έκλαιγε.
Αναστέναζε όμως βαθιά, βογγούσε ό καημένος, και έβλεπες έναν αναστεναγμό νά βγαίνη άπό τά βάθη της καρδιάς του! Ένώ άλλος κλαίει-γελάει και είναι σάν τόν άνοιξιάτικο καιρό. Βλέπει λ.χ. κάποιον δυστυχισμένο, συγκινείται, κλαίει λίγο, κι ένα κι ένα λέει: ¨ά, εγώ πώς συμμετέχω στον πόνο τοϋ άλλου!.
'Ή, άν προσευχηθή καί χύση λίγα δάκρυα, λέει: ¨ά, ή προσευχή μου εισακούεται, γιατί γίνεται μετά δακρύων!³ καί αναπαύει τόν λογισμό του. Υπάρχουν καί τά απαρηγόρητα δάκρυα. Αυτά είναι ταγκαλίστικα. Δεν έχουν μετάνοια, αλλά θιγμένο εγωισμό. Τότε ό άνθρωπος κλαίει εγωιστικά γιά τήν πτώση του.
Πληγώνεται, γιατί μέ τίς απροσεξίες του ξέπεσε στά μάτια τών άλλων, καί όχι γιατί λύπησε τόν Θεό, καί υποφέρει διπλά. Στον ανταρτοπόλεμο ένας καπετάνιος άπό τούς αντάρτες -ό Θεός νά τοϋ χαρίζη μετάνοια -είχε πιάσει έναν φτωχό οικογενειάρχη πού είχε εννιά παιδιά, τόν έβαλε κάτω καί τόν χτυπούσε αλύπητα, επειδή δεν συμφωνούσε μέ τήν ιδεολογία του.
Αυτός ό άνθρωπος μάλιστα ήταν κάποτε στήν υπηρεσία του. Φώναζε ό καημένος: ¨Καλά, δεν μέ λυπάσαι, εννιά παιδιά έχω δέν θυμάσαι πού σέ κουβαλούσα καί στήν πλάτη μου; Τί σοϋ έκανα ;Κάποιος άπό τούς συντρόφους τοϋ καπετάνιου, όταν τόν είδε νά τσαλαπατά τόσο σκληρά αυτόν τόν άνθρωπο, τοϋ φώναξε: ¨Έ, τί σοϋ έκανε; Δέν τόν λυπάσαι; Οικογενειάρχης άνθρωπος είναι. Αμέσως εκείνος βάζει κάτι κλάματα, επειδή θίχτηκε ό εγωισμός του άπό τήν παρατήρηση τοϋ συντρόφου του!
Αυτά τά κλάματα είναι εγωιστικά είναι σάν τήν μεταμέλεια τοϋ Ιούδα. Παρέδωσε τόν Χριστό καί μετά πήγε στους Φαρισαίους νά πή ήμαρτον¯, άλλά εκείνοι τοϋ είπαν: ¨Τί μάς τό λές ότι αμάρτησες; Όποτε προσεβλήθη, πείσμωσε, τούς πέταξε τά αργύρια καί πήγε καί κρεμάσθηκε άπό εγωισμό.
Ένώ, άν μετανοούσε καί πήγαινε καί έλεγε στον Χριστό ¨εύλόγησον, θά σωζόταν.