Οἱ πολλοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι παραδομένοι στὸν σατανᾶν καὶ κυνηγᾶνε τὰ πλούτη καὶ τ’ ἄλλα καλὰ τῆς ζωῆς τούτης. Ἀμῆ, εἶναι καὶ κάτι, λίγοι ἀπὸ δαύτους, ποὺ πιστεύουνε μὲ ἁπλότητα στὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ.Καὶ πάλιν ἀπὸ δαύτους βρίσκονται λιγοστοί, ποὺ πᾶνε κι ἀσκητεύουνε μακρυὰ ἀπ τὸν κόσμο καὶ περπατᾶνε σ’ ὅλην τὴν ζωὴν τοὺς στὴν στενὴν καὶ στὴν θλιμμένη τὴν γιδόστρατα, πού μᾶς ἔδειξεν ὁ Κύριος. Πᾶνε στὴν ἔρημο καὶ γυρεύουνε νὰ βροῦνε τὴν πόρτα τὴν κρυμμένη τοῦ Παραδείσου. Αὐτοὶ οἱ βλογημένοι δὲν λαθεύουνε. Μόνο γνωρίζουν καλὰ ποὺ βρίσκεται ἡ ἀρχαία Πατρίδα τους.
Ἤτανε μιὰ φορὰ στὴν παλιὰ τὴν Αἴγυπτο δυὸ Ἅγιοι Πατέρες καὶ ἀσκητεύανε μέσα στὴν βαθειὰ τὴν ἔρημο· ὁ ἕνας λεγότανε Ἰωάννης κι ὁ ἄλλος λεγότανε Σεραπίονας. Ἠσυχάζανε εἰς αὐτὸ τὸ μέρος ξεχασμένοι καὶ λογαριάζανε πὼς κανένας ἄλλος ἀσκητὴς δὲν εἶχε ἀποτραβηχτεῖ πιὸ μακρυὰ στὴν ἔρημο καὶ δοξάζανε τὸν θεόν.
Μιὰ νύχτα πλαγιάσανε νὰ κοιμηθοῦνε καὶ βλέπει ὁ Ἅγιος Σεραπίονας στὸν ὕπνο του, πὼς σταθήκανε ἀπὸ πάνω του δυὸ γέροντες, σεβάσμιοι καὶ τοῦ εἴπανε:
Πόσα χρόνια εὑρίσκεσαι σὲ τούτη τὴν ἔρημο καὶ δὲν γνωρίζεις τὴν πάρα μέσα ἔρημο, ποὺ εἶναι ἡ πόρτα τῆς Αἰθιοπίας. Ἐκεῖ πέρα βρίσκεται τὸ βουνὸ τῆς Θράκης, καὶ σὲ δαῦτο ἀγωνίζεται ὁ Ἅγιος Μάρκος, γέροντας, βαθύγερος, ἑκατὸν τριάντα χρόνια. Κὶ’ ἔχει ἐννενήντα χρόνια νὰ δὴ ἄνθρωπο. Καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἀσκητής, ποὺ νάφταξε στὰ μέτρα ποὺ ἔφταξε ἐκεῖνος ὁ Ἅγιος. Καὶ σὲ σαράντα μέρες ἀναπαύεται.
Ο ΑΒΒΑΣ ΣΕΡΑΠΙΩΝ ΙΣΤΟΡΕΙ Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ.
Ξημερώνοντας ἡ μέρα ἰστόρησε τ’ ὄνειρόν του ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας στὸν Ἀββᾶ Ἰωάννη. Κὶ’ ἐκεῖνος τ’ ἀποκρίθη :
Ἀπὸ θεοῦ εἶναι τ’ ὄνειρό σου. Πλήν, ποῦ βρίσκεται τὸ βουνὸ τῆς Θράκης; Κὶ’ ὁ Ἀββας Σεραπίονας τοῦ εἶπε:
Βλόγησε μὲ Γέροντα, καὶ ὁ θεὸς θὰ ἄνοιξη τὸν δρόμο μπροστά μου.
Περπάτησε κατὰ τὴν Ἀλεξάντρεια κι ἔφθασε σ’ ἐκείνη τὴν Μεγαλόπολιν σὲ πέντε μέρες κάνοντας διπλὸ δρόμο, ἀπ’ ὅσο κάμνει τὸ καμήλι, τὸ λεγόμενο χαμζίνι, περπατάμενος μέρα καὶ νύχτα ἤ καλλίτερα πετάμενος ἀπὸ τὴν χαρά του, σὰν τὸ καμηλοπούλι.
ΑΝΤΑΜΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗ.
Στὴν Ἀλεξάντρεια ἀντάμωσε ἕνα πραματευτὴ ἀπ ἐκείνους, ποὺ ταξιδεύουνε στὰ μακρυὰ τὰ μέρη καὶ τὸν ρώτηξε νὰ μάθη, ποὺ βρίσκεται τὸ βουνὸ τῆς Θράκης. Κὶ ὁ πραματευτὴς τ’ ἀποκρίθηκε:
Πολὺς δρόμος εἶναι, Ἀββᾶ Πατέρα μου. Ἀπὸ τὴν μεγάλη τὴ θάλασσα τῶν Χετταίων, γνωρίζω πὼς πηγαίνει κανένας σὲ εἴκοσι μέρες εἰδ’ ἄλλως ἀπὸ στεριᾶς χρειάζονται τριάντα μέρες, καὶ βάλε καὶ περισσότερο.
Ἐπῆρε, λοιπόν, ὁ Ἀββας Σεραπίονας μαζύ του, λιγοστοὺς χουρμάδες καὶ λίγο νερὸ μέσα σ’ ἕνα νεροκολόκυθο, ἔκανε τὴν προσευχή του καὶ τράβηξε τὸν δρόμο του. Περπάτησε σ’ ἐκείνη τὴν πυρωμένη τὴν ἔρημο εἴκοσι μέρες, σὰν νὰ περπατοῦσε ἐπάνω σὲ ἀθράκα. Ἀλλὰ ὁ Κύριος, ποὺ δρόσισε τοὺς τρεῖς παῖδες μέσα στὸ καμίνι, ἀποσκέπαζε καὶ τὸν Ἀββᾶ Σεραπίονα καὶ δὲν τὸν τρυπούσανε οἱ φλογισμένες σαγίτες τοῦ ἥλιου, ποὺ κατακαίει σ’ ἐκεῖνα τὰ μέρη καὶ τῆς γῆς τὸ χῶμα. Δὲν εἶδε μηδ’ ἀγρίμι μηδὲ ὄρνιο, κᾶν μέρμηγκα, κᾶν ἄλλο ζωντανό, εἴτε χορτάρι, ἐπειδὴ ποτὲς δὲν ἔπεσε βροχὴ σ’ ἐκείνη τὴ γῆς.
ΒΛΕΠΕΙ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΓΕΡΟΝΤΑΣ.
Στὶς εἴκοσι μέρες σώθηκε τὸ νερό, ποὺ εἶχε στὸ νεροκολόκυθο, κι’ ἔπεσε σὰν ἀποθαμένος. Ὅπου βλέπει πάλιν τοὺς δυὸ γέροντας καὶ σταθήκανε μπροστά του. Κὶ’ ὁ ἕνας ἀπὸ δαύτους τούδωσε κάποια ρίζα ἀπὸ δένδρο κομίδι καὶ τοῦ εἶπε:
Πάρε τούτη τὴ ρίζα καὶ πήγαινε μὲ τὴν δύναμιν τοῦ θεοῦ. Ὕστερα τοῦ δείξανε τὸν δρόμο καὶ χαθήκανε. Καὶ παρευθὺς ξύπνησε καὶ κίνησε κατὰ τὸ μέρος, ποὺ τοῦ δείξανε.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ.
Περπάτηξε ἑπτὰ μέρες σὲ κάποια ἐρημιὰ ἀκόμη πιὸ τρομερώτερη κι’ ἔγλυφε τὴν ρίζα, ποὺ βαστοῦσε στὸ χέρι του, γιὰ νὰ ξεδιψάση. Ὥσπου ἔφταξε σ’ ἕνα βουνὸ πολὺ ὑψηλό. Κὶ’ ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ βουνὸ εἶδε μιὰ θάλασσα μεγάλη. Κὶ ἔπιασε κι ἀνέβαινε ἄλλες ἑπτὰ μέρες. Καὶ στὶς ἑφτά μέρες νυχτώθηκε μπροστὰ σὲ μιὰ σπηλιά. Καὶ πῆγε μπροστὰ στὸ στόμα τῆς σπηλιᾶς κι ἄκουσε τὸν Ἅγιο Μάρκο, νὰ κάνη τὴν προσευχὴ του μέσα στὴ σπηλιᾶ καὶ νὰ λέγη, ὅτι:
«Χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοίς Σου, Κύριε, ὡς ἡ ἥμερα ἡ ἐχθές. Χίλια χρόνια, Κύριε, εἶναι στὰ μάτια Σου, σὰν τὴν χθεσινὴ ἡμερα».
ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΙ.
Κι ἅμα τελείωσε τὸ ψαλτήρι, ἔπιασε νὰ λέγη :
«Μακάρια εἶναι ἡ ψυχή σου, Ἀββᾶ Μάρκε, γιατί δὲν τὴν λέρωσε ἡ λάσπη ἐτούτου τοῦ κόσμου».
«Μακάριο εἶναι τὸ κορμί σου, γιατί δὲν μολεύθηκε ἀπὸ τὶς αἰσχρὲς ἐπιθυμίες τῆς ἀχόρταγης σάρκας».
«Μακάρια τὰ μάτια σου, γιατί δὲν μπόρεσε ὁ διάβολος νὰ τὰ παλαίψη, γιὰ νὰ κυττάξουν ξένα πρόσωπα».
«Μακάρια τ’ αὐτιά σου, γιατί δὲν ἀκούσανε τὶς γυναῖκες, τὶς σειρῆνες ἐτούτου τοῦ μάταιου κόσμου».
«Μακάρια τὰ χέρια σου, γιατί δὲν πιάσανε καὶ δὲν ψηλαφήσανε τὰ μάταια πράγματα, ποὺ ἀγαπήσανε οἱ ἄνθρωποι».
«Μακάρια ἡ μύτη σου, γιατί δὲν τὴν φράξανε οἱ μυρουδιὲς τοῦ διαβόλου».
«Μακάρια τὰ πόδια σου, ποὺ δὲν περπατήσανε σὲ δρόμο ἁμαρτωλὸ καὶ καταραμένο».
«Μακάρια ἡ καρδιά σου, γιατί δὲν πίκρανες κανένα κι’ οὔτε ἔκλαψε κανένας γιὰ σένα».
Συνεχίζει Τὴν Προσευχήν Του Ὁ Ἀββᾶς Μάρκος.
Κὶ’ ὕστερα πάλιν ἔλεγε: «Δόξαζε ψυχή μου τὸν Κύριον κι’ ὅλα τὰ μέσα μου τ’ Ὄνομα Του τ’ Ἅγιο. Βλογημένος νᾶσαι, Κύριε. Τί θλίβεσαι ψυχή μου; Μὴν φοβᾶσαι. Δὲν θὰ σὲ κρατήσουν τὰ ἐναέρια τελώνια».
Κι’ ὑστέρα ἔπιασε κι ἔλεγε:
«Κύριε μὲ δοκίμασες καὶ μὲ γνώρισες. Ἔνοιωσες τοὺς λογισμούς μου καὶ κατάλαβες ἀπὸ μακρυὰ τὰ ὅσα συλλογίζομαι, κι ἐξιχνίασες τὸν δρόμον ποὺ περπατῶ. Κύριε, Ἐσὺ γνώρισες ὅλα τὰ τελευταῖα καὶ ἀρχαία. Ἐσὺ μ’ ἔπλασες κι ἔβαλες ἐπάνω μου τὸ χέρι Σου.
Τὸ κόκκαλό μου δὲν εἶναι κρυμμένο ἀπὸ Σένα, ποὺ τόπλασες νάναι κρυμμένο μέσα στὶς σάρκες. Καὶ τὰ μάτια Σου εἶδαν ἐμένα τὸν ταπεινό. Ὅλοι θὰ γραφτοῦνε στὸ βιβλίο Σου, κανένας δὲν θὰ ξεχασθῆ.
Κύριε, Ἐσὺ θὰ φωτίσης τὸ λυχνάρι μου. Ἐσὺ θὰ φωτίσης τὸ σκοτάδι μου. Ἔρριξες τὰ μάτια Σου στὴν ταπεινότητά μου, γλύτωσες ἀπὸ ἀνάγκες τὴν ψυχήν μου. Κι ἐγὼ εἶπα: θὰ βαστάξω τὸ δρόμο τοῦ Κυρίου καὶ δὲν θὰ πέσω σὲ ἁμαρτία.
Κύριέ μου, γνώρισες τὸ τέλος μου καὶ πόσες εἶναι οἱ μέρες μου. Ὅλα εἶναι μάταια κι ἀδιαφόρετα, καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ζῆ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Σὰν ζωγραφιὰ περνὰ καὶ σβύνει, ὅποιος δὲν ἀκούμπησε σὲ Σένα Κύριε, ποὺ εἶσαι δοξασμένος στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων».
Ο ΆΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΒΓΑΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΗΛΑΙΟΝ.
Κι’ ἀφοῦ εἶπε κι ἄλλα πολλὰ γράμματα ἀπὸ τὴν Π. Διαθήκην καὶ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιον, ἐβγῆκε στὴν πόρτα τῆς σπηλιᾶς καὶ φώναξε δακρυσμένος:
«Ἀββᾶ Σεραπίονα». Κὶ ὁ Ἀββας Σεραπίονας τ’ ἀποκρίθηκε φοβισμένος:
«Βλόγησε μὲ γέροντα». Καὶ ὁ Ἅγιος Μάρκος εἶπε:
«Ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ νάναι πάνω σου. Ἔλα σίμωσε μέ, τέκνον μου». Καὶ ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας πῆγε κοντὰ τοῦ κι ἔκαμε μετάνοια. Καὶ ὁ Μάρκος τοῦ λέγει:
«Ὁ Κύριος νά σου δώση τὸ μισθό σου, τέκνον μου, τὴν ἡμέραν τῆς Κρίσεως, ἐπειδῆς ἔκαμες πολὺ κόπο νάρθης σὲ τοῦτο τ’άγριο τὸ μέρος, γιὰ μένα, τὸν καταφρονεμένον».
Καὶ μπήκανε μέσα στὴν σπηλιὰ καὶ καθήσανε μέσα στὸ σκοτάδι. Καὶ λέγει πάλιν ὁ Ἅγιος Μάρκος: «Ἐννενηνταπέντε χρόνια ἔχω, ποὺ δὲν εἶδα ἄνθρωπο. Καὶ τώρα βλέπω τὰ’ Ἅγιο τὸ πρόσωπό σου.»
ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ.
Καὶ ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας τὸν ρώτησε: «Πές μου, Ἅγιε Γέροντα, πῶς ἦλθες σὲ τοῦτο τὸ σπήλαιον;». Καὶ ὁ Ἅγιος τ’αποκρίθηκε:
«Ἐγὼ τέκνον μου, γεννήθηκα στὴν Ἀθήνα, Ἕλληνας εἰδωλολάτρης. Οἱ γονιοί μου μὲ βάλανε νὰ σπουδάξω, νὰ γίνω φιλόσοφος, ὅπως γίνονται οἱ μάταιοι ἄνθρωποι τῆς πατρίδας μου. Μὰ ὁ Κύριος μὲ ἐλέησε κι ἔγινα Χριστιανός, κι ἔβγαλα ἀπὸ πάνω μου τὸν παληὸ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως τὸ φίδι βγάζει τὸ δέρμα του. Κὶ ἀποθάνανε οἱ γονιοί μου. Καὶ εἶπα: «θνητὸς ἄνθρωπος εἶμαι κι ἐγὼ σὰν τοὺς πατεράδες μου. Τί ὤφελος θὰ ἀπολάψω ἀπὸ τοῦτον τὸν μάταιο τὸν κόσμο;».
Ἐσηκώθηκα κι ἀπαράτησα τὸν κόσμο σ’ ἐκείνους, ποὺ τὸν ἀγαπᾶνε κι ἐγὼ ἦρθα στὴν Ἀλεξάντρεια. Κὶ’ ἀπὸ τὴν Ἀλεξάντρεια βγῆκα στὸν ἄμμο καὶ περπάτησα πολλὲς μέρες καὶ πολλὲς νύχτες κι ἔφταξα σὲ μιὰν ἄλλη μεγάλη κι ἁμαρτωλὴ πολιτεία. Ἀπὸ κεῖ μείσεψα καὶ πέρασα πολλὴν ἄμμο κι ἔφταξα σ’ ἕνα κτίριο μεγαλώτατο, γεμάτο εἴδωλα, ποὺ τὸ λέγανε Ἀναντά. Ὕστερα περπάτησα κάμποσες μέρες ἀπάνω σὲ γῆς κατάξερη, ποὺ δὲν ἔνοιωσε ποτὲς μυρουδιὰ ἀπὸ νερό. Κι ἔφταξα σ’ ἕνα μέρος ἀπὸ κείνα ποὺ τὰ λένε οἱ ντόπιοι «οὐαχέ» καὶ οἱ Ἕλληνες τὰ λένε «ὄαση», μὲ νερὸ καὶ μὲ δένδρα πολλά. Κι ἐκεῖ ζούσανε ἄνθρωποι ἄγριοι. Εἶδα πὼς ἤμουν ἀκόμη στοὺς ἀνθρώπους, ὅσο ἤμουνα καὶ τότες, ποὺ ζοῦσα στὸν κόσμο. Καὶ περπάτηξα μερόνυχτα πολλὰ μὲ πόθο νὰ φτάξω σὲ μέρος, ποὺ δὲν εἶναι ἄνθρωπος. Περπάτηξα σ’ ἕνα λάκκο μεγάλο κι εἶδα δένδρα πετρωμένα, πλὴν ἄνθρωπον δὲν εἶδα, ὡς ποὺ ἔφταξα στὰ βουνὰ Ζαμπαρὰχ κοντὰ στὴν θάλασσα. Ἀπὸ κεῖ περπάτηξα σαράντα μέρες, ὀδηγούμενος ἀπὸ τὸν θεὸν κι ἔφταξα πιὰ σὲ τοῦτο τὸ μέρος. Καὶ τὰ ποδάρια μου μὲ φέραν ἴσια σὲ τοῦτο τὸ σπήλαιον, δίχως νὰ τὰ κυβερνῶ ἐγώ».
Ο ΆΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΙΣΤΟΡΕΙ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΤΟΥ.
Ἐννενήντα πέντε χρόνια δὲν εἶδα ἄνθρωπο, μήτε ἀγρίμι, μήτε πουλί, μήτε ψωμὶ ἔφαγα, μήτε ντύθηκα μὲ ροῦχο. Τριάντα χρόνια ἔζησα μὲ πολλὴ στενοχώρια, μὲ πείνα καὶ μὲ δίψα καὶ μὲ παγίδες τοῦ διαβόλου. Ἔφαγα, τέκνον μου, χῶμα ἀπὸ τὴν πολλὴν τὴν πείνα, καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴ τὴν δίψα ἤπια νερὸ τῆς θάλασσας. Εἴκοσι χρόνια ἤμουνα γυμνός, ὡς ὁ Ἀδάμ. Τὰ δαιμόνια μὲ σέρνανε νὰ μὲ ρίξουνε στὴ θάλασσα καὶ φωνάζανε: «Φεύγα ἀπὸ τὸν τόπο μας καλόγερε. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου δὲν ἦρθε ἄνθρωπος σὲ τοῦτο τὸ μέρος καὶ σῦ πὼς ἀποκότησες καὶ ἦρθες;». Καὶ ἐγὼ καρτέρησα εἴκοσι χρόνια πεινασμένος καὶ γυμνός. Καὶ ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Κυρίου ἔκανε κι ἀλλάξανε τὰ φυσικὰ τοῦ κορμιοῦ καὶ φυτρώσανε τρίχες σ’ ὅλο τὸ κορμί μου. Κὶ’ ἕνας ἄγγελός μου ἔφερνε νὰ φάγω, κι’ ἔβλεπα τοὺς ἀγγέλους νὰ κατεβαίνουνε κοντά μου, καὶ θωροῦσα τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν καὶ τὰ Μοναστήρια, ποὺ κάθονται οἱ ψυχὲς τῶν Ἁγίων.
Κὶ ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσε ὁ Ἅγιος Μάρκος πέρασε ἡ νύχτα καὶ γλυκοχάραξε ἡ μέρα. Κὶ ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας εἶδε τότε τὸ κορμὶ τ’ Ἁγίου Μάρκου σκεπασμένο ἀπὸ τρίχες πυκνές, σᾶ νάτανε θηρίο, καὶ τὸν ἔπιασε φόβος καὶ τρόμαξε, γιατί δὲν εἶχε ὄψι ἀνθρώπινη, καὶ δὲν ξεχώριζε πὼς ἤτανε ἄνθρωπος, πάρεξ μονάχα ἀπὸ τὴν ὁμιλία ποὺ ἔβγαζε ἀπὸ τὸ στόμα του. Κὶ’ ὁ Ἅγιος Μάρκος εἶπε:
«Μὴ φοβᾶσαι τέκνον μου ἀπὸ τὴν ὄψι ἐτούτου τοῦ κορμιοῦ, γιατί εἶναι πρόσκαιρο. Πλὴν πές μου, στέκεται ὁ κόσμος κι ἀνθίζει κατὰ τὴν ἀρχαία συνήθεια;». Κι ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας τ’ ἀποκρίθηκε:
«Ναὶ Πάτερ, μὲ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ καὶ πιὸ πολὺ ἀκόμα ἀπὸ τὸν πρῶτο καιρὸ στέκεται κι ἀνθίζει ὁ κόσμος σήμερα». Κὶ’ εἶπε πάλιν ὁ Ἀββάς Μάρκος:
«Εἶναι ἀκόμα διωγμὸς κι Ἕλληνες εἰδωλολάτρες;» καὶ ἀποκρίθηκε ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας:
«Ἂς ἔχει δόξαν ὁ θεός. Μὲ τὶς εὐχὲς τῶν Ἁγίων ἔπαψε ὁ διωγμὸς τῶν Χριστιανῶν». Κι’ ὁ Γέροντας χάρηκε καὶ ξαναρώτησε:
«Βρίσκονται κάποιοι Ἅγιοι στὸν κόσμο σήμερα ποὺ νὰ ἐνεργοῦνται δυνάμεις καὶ θαύματα, καὶ ποὺ νὰ ἔχουνε ἔργα κατὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ, ὅπως εἶναι γραμμένο στὸ Εὐαγγέλιο, πὼς ἂν ἔχετε πίστι σὰν τὸ σιναπόσπορο, θὰ πῆτε στὸ βουνὸ τοῦτο: «περπάτα ἀπὸ τὸν τόπον σου καὶ πέσε στὴν θάλασσα καὶ θὰ γίνη;».
Κὶ ἐκεῖ ποὺ τόλεγε αὐτὸ ὁ Ἅγιος Μάρκος, τὸ βουνὸ ποὺ εἴτανε ἀπὸ πάνω τους, σάλεψε καὶ μετατόπισε. Καὶ ὁ Ἅγιος σήκωσε τὸ κεφάλι του καὶ σὰν εἶδε τὸ βουνὸ νὰ σαλεύη, χτύπησε μὲ τὸ χέρι του τὴν πέτρα κι’ εἶπε: «Δὲν εἶπα νὰ μετατοπισθῆς, βουνὸ ἄψυχο, ποὺ εἶσαι πιὸ ὑπάκουο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Στάσου στὸν τόπο σου. Καὶ στάθηκε στὸν τόπο του. Καὶ ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας ἔπεσε χάμω. Καὶ ὁ Ἅγιος Μάρκος τὸν σήκωσε καὶ τὸν ρώτησε:
«Δὲν εἶδες στὶς μέρες σου κανένα τέτοιο θαῦμα». Κι’ ὁ Ἅγιος Σεραπίονας ἀποκρίθηκε:
Ὄχι Γέροντα». Κὶ ὁ Ἅγιος Μάρκος ἀναστέναξε κι ἔκλαψε κι εἶπε:
«Ἄλοιμονον στὸν κόσμο. Γιατί ὑπάρχουν Χριστιανοὶ μονάχα μὲ τ’ ὄνομα κι ὄχι μὲ τὰ ἔργα. Βλογημένος νάναι ὁ θεὸς ποὺ μ’ ἔφερε στὸν τόπον ἐτοῦτον, γιὰ νὰ μὴν πεθάνω στὴν Πατρίδα μου, νὰ θαφτῶ σὲ γῆς μολεμένη μὲ ἁμαρτίες πολλές».
Καὶ βράδυασε ἡ μέρα κι εἶπε ὁ Ἅγιος Μάρκος: «Τέκνον μου, Σεραπίονα, εἶναι καιρὸς νὰ κάνουμε ἀγάπη». Κὶ’ ἄπλωσε τὰ χέρια του καὶ προσευχήθηκε. Καὶ μπήκανε στὴ σπηλιὰ καὶ εἴδανε ἕνα τραπέζι κι ἕνα ψωμὶ π’ ἄχνιζε ἐπάνω στὸ τραπέζι καὶ δυὸ ψητὰ ψάρια καὶ λάχανα τρυφερὰ κι ἐληὲς καὶ χουρμάδες κι ἕναν μαστραπὰ νερὸ καὶ καθίσανε. Κι’ εἶπε ὁ Ἅγιος Μάρκος: «Εὐλόγησον». Καὶ παρευθεῖς φάνηκε ἕνα χέρι, κι εὐλόγησε τὴν τράπεζαν. Καὶ ὁ Ἅγιος Μάρκος εἶπε: «Εὐλόγησον, Κύριε, τὴν βρώσιν καὶ τὴν πόσιν πάντοτε νῦν καὶ ἀεῖ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων».
Καὶ σὰν ἀποφάγανε, ἔκανε τὴν εὐχαριστίαν ὁ Ἅγιος Μάρκος κι εἶπε: «Σ’ εὐχαριστοῦμε Δέσποτα, γιὰ τ’ ἀγαθὰ ποὺ δίνεις στοὺς ἀναξίους δούλους Σου. Πλούσιοι φτωχέψανε καὶ πεινάσανε, πλὴν ὅποιος ζητᾶ ἀπὸ τὸν Κύριον δὲν θὰ στερηθῆ ἀπὸ τίποτα στοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων». Καὶ παρευθὺς ἡ τράπεζα σηκώθηκε, ὅπως στρώθηκε.
Κι’ εἶπε ὁ Ἅγιος Μάρκος στὸν Ἀββᾶ Σεραπίονα: «Εἶδες, τέκνον μου, πόσο ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς τοὺς δούλους Του;» καὶ σώπασε... Μετὰ πολλὴ ὥρα ἄνοιξε τὸ στόμα τοῦ κι εἶπε: «Σήμερον, τέκνον μου, τελειώνει τὸ μέτρον τῆς ζωῆς μου, καὶ ἔστειλεν ὁ Κύριος νὰ κηδέψης μὲ τ’ ἀγιασμένα χέρια σου τὸ καταφρονεμένο κορμί μου. Καὶ δὲν εἶπεν ἄλλον λόγο ὅλην τὴν ἡμέρα. Καὶ πρὸς τὸ βράδυ λέγει στὸν Ἀββᾶ Σεραπείονα:
«Ἀδελφέ, συμπάθησε μὲ νὰ κάνουμε ἀγρυπνία τούτη τὴ νύχτα».
Καὶ ψάλλανε ἀπὸ τὸ ψαλτήρι. Κι ὁ Ἅγιος Μάρκος, σᾶ νάχε βιβλίο μπροστά του, δίχως νὰ μάθη ποτὲς τὰ γράμματα τῆς Ἐκκλησίας.
Κι Ἔψαλλε ὁ Ἅγιος Μάρκος λυπητερὰ καὶ ταπεινά. Κι εἶπε: -Δὲν φυλάξανε τὴν Διαθήκη τοῦ θεοῦ καὶ δὲν θελήσανε νὰ πορευτοῦνε κατὰ τὸν νόμον Του καὶ πειράξανε τὸν θεὸν μέσα στὶς καρδιές τους καὶ ζητήσανε νὰ τοὺς δώση φαγὶ νὰ φᾶνε. Καὶ καταλαλήσανε κατ’ ἐπάνω στὸν θεὸν κι’ εἴπανε: «Μήπως θὰ μπόρεση ὁ θεὸς νὰ στρώση τραπέζι στὴν ἔρημο; Κι’ ἔβρεξε, μάνα, γιὰ νὰ φᾶνε καὶ τοὺς ἔδωσε ψωμὶ τ’ οὐρανοῦ. Ψωμὶ ἀγγελικὸ ἔφαγε ὁ ἄνθρωπος. Τοὺς ἔστειλε τροφὴ νὰ χορτάσουνε».
Καὶ πάλι ἔψαλλε λυπητερά: «Μὴν παραδώσης στὰ θηρία ψυχή, ποὺ ξομολογιέται σὲ Σένα τὰ κρίματά της. Τὶς ψυχὲς τῶν φτωχῶν μὴν τὶς ξεχάσης ὀλότελας.
Καὶ πάλιν ἔψαλλε λυπητερά: «Ὁ θεὸς εἶναι στὸ τόπο Του τὸν ἁγιασμένον. Βάζει νὰ καθήσουνε στὸ σπίτι Του κείνους, ποὺ ζοῦνε ἔρημοι καὶ δίχως συγγενάδια».
Καὶ πάλιν ἔψαλλε λυπητερά: «Ὁ θεὸς ἔσκυψε ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ πάνω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ δὴ ἂν εἶναι κανένας μὲ γνώσι, ποὺ ζητᾶ ἀπὸ τὸν θεὸν νὰ τὸν βοηθήση».
Καὶ πάλιν ἔψαλλε λυπητερά: «Τοῦτο τὸ ἔβαλα μὲ τὸ νοῦ μου, κι ἀνάβρυσε νερὸ δροσερὸ ἡ ψυχή μου, κι ἔνοιωσα πὼς θὰ πάω νὰ ξαποστάσω σὲ σκηνὴ θαυμαστὴ στὸ σπίτι τοῦ θεοῦ. Μὲ φωνὴ ἀναγαλλιασμένη, σᾶ νὰ ἀκούγεται κάποια γιορτὴ χαρούμενη. Γιατί ψυχή μου εἶσαι λυπημένη; Καὶ γιατί μ’ ἀναταράζεις;».
Καὶ πάλιν ἔψαλλε λυπητερά: «Καὶ ἔβαλε στὸ στόμα μου κάποιο καινούργιο τραγούδι, ἕναν ὕμνο στὸ θεό μας».
Καὶ πάλιν ἔψαλλε λυπητερά: «θὰ βλογῶ τὸν Κύριον σὲ κάθε καιρό. Ἡ δοξολογία Του θὲ νάναι πάντα στὸ στόμα μου. Ἀπὸ τὸν Κύριον θὰ παινεφτὴ ἡ ψυχή μου. Ἂς τ’ ἀκούσουνε οἱ πράοι καὶ ἂς εὐφρανθοῦνε».
Καὶ πάλιν ἔψαλλε λυπητερά: «Φωνὴ ἀγαλλιάσεως καὶ σωτηρίας στὶς σκηνὲς τῶν δικαίων. Ἀνοίξετε πόρτες τῆς δικαιοσύνης, γιὰ νὰ μπῶ μέσα καὶ νὰ ἐξομολογηθῶ στὸν Κύριον. Τούτη ἡ πύλη τοῦ Κυρίου. Οἱ δίκαιοι θὰ μποῦνε ἀπὸ δαύτη».
Καὶ σὰν ἀποτελειώσανε τὸ ψαλτήρι, γύρισε ὁ Ἅγιος Μάρκος καὶ εἶπε στὸν Ἀββᾶ Σεραπίονα: «Ἀδελφὲ Σεραπίονα, τὸ σῶμα μου κήδεψέ το μέσα σὲ τοῦτο τὸ σπήλαιο. Κι’ ἄφησέ το μέσα, καὶ φράξε τὸ στόμα του μὲ πέτρες. Κι’ ὕστερα νὰ φύγης, νὰ μὴν μείνης σὲ τοῦτο τὸ μέρος».
Κὶ' ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας ἄρχισε νὰ κλαίη. Καὶ ὁ Ἀββᾶς Μάρκος τοῦ εἶπε: «Μὴν κλαῖς, τέκνον μου, σήμερα ποὺ εἶναι ἡ μέρα τῆς χαρᾶς μου. Ὁ θεός, πού σοῦ ἔδειξε τὸν δρόμο, γιὰ νὰ ἔλθης, θά σοῦ δείξη καὶ τὸ δρόμο γιὰ νὰ γυρίσης πίσω στὴν κέλλα σου. Πλὴν δὲν θὰ γυρίσης ἀπὸ τὸν δρόμο, ποὺ ἦρθες».
Ἀδελφὲ Σεραπίονα, τούτη ἡ μέρα εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη ἀπ ὅλες τὶς μέρες τῆς ζωῆς μου. Σήμερα ἡ ψυχή μου ἀφίνει τὸ παθιασμένο τὸ κορμί μου καὶ πηγαίνει νὰ ξεκουραστὴ ἀπὸ τοὺς κόπους κι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία».
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.
Κὶ’ ἐκεῖ ποὺ τάλεγε αὐτὰ τὰ λόγια, γέμιζε ἡ σπηλιὰ φῶς, πιὸ δυνατὸ κι ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τὸ βουνὸ γέμισε εὐωδία. Κὶ’ ὁ Ἅγιος Μάρκος ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι τὸν Ἀββᾶ Σεραπίονα, κι ἄρχισε νὰ λέγη: «Ἔχε γεια σπηλιά, ποὺ μέσα σου πέρασα τὴν ζωήν μου κι ἔκανα τὴν προσευχή μου, καὶ δάμασα τὸ κορμί μου. Καὶ πάλιν ἐσὺ θὰ τὸ φύλαξης σφαλισμένο, ἴσαμε τὴν φρικτὴ ἡμέρα, ποὺ θαναστηθοῦνε ὅλοι οἱ ἀνθρῶποι.
Ἔχε γεια κι’ ἐσὺ κορμί μου, τὸ σπίτι ποὺ καθόντανε τόσο χρόνια οἱ κόποι κι οἱ πόνοι μου. Κύριε, σὲ Σένα τὸ παραδίνω, γιατί γιὰ Σένα ὑπέφερε τὴν πείνα, τὴν δίψα, τὸ κρύο, τὴ ζέστη καὶ τὴ γύμνια. Ἐσὺ Κύριε, ντύσε τὸ στολὴ ἄφθαρτη καὶ δοξασμένη κατὰ τὴν φοβερὴ ἡμέρα τῆς Παρουσίας Σου.
Ἔχετε γειά μάτια μου, πού σᾶς κούρασα μὲ τὶς ὀλόνυχτες προσευχὲς καὶ μὲ τὶς σκληρὲς ἀγρυπνίες.
Ἔχετε γειά ζῶα καλοκάγαθα, δένδρα καὶ χορτάρια ἀθωότατα, σύννεφα πετούμενα, ἀγέρα ποὺ φυσὰς ἀπὸ τὸ βορριὰ καὶ ἀπὸ τὸ νοτιὰ κι ἀπὸ τὸ πέλαγο κι ἀπὸ τὸν ἄμμο.
Ἔχετε γειά οἱ ἀσκητὲς κι ἀναχωρητὲς κι ἐρημίτες, ποὺ κοιμώσαστε μέσα στὰ φαράγγια τῶν βουνῶν.
Ἔχετε γειά τὰ τέσσαρα καλὰ κι εὐλογημένα σημάδια τοῦ κόσμου.
Ἔχε γειά ἐσὺ βουνό, ποὺ μ’ ἀποσκέπαζες καὶ μ’ ἔκρυβες.
Ἔχε γειά κι ἐσὺ ἔρημος, θηρίο ἄλαλο καὶ σκληρό, ποὺ μὲ προστάτεψες παντοτεινὰ ἀπὸ τὸν ἄγριο τὸν κόσμο.
Χαῖρε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ κι’ ὅλη ἡ Οἰκουμένη».
Καὶ σὰν εἶπε τούτα τὰ λόγια, γονάτισε καὶ σήκωσε τὰ χέρια του κι’ εἶπε: «Κύριε, Κύριε, προστάτεψε κι’ ἀποσκέπασε τὸν Κόσμον Σου, κρύψε ἀπὸ τὰ μάτια Σου τ’ ἁμαρτωλὰ τὰ ἔργα του».
Ὕστερα σηκώθηκε κι ἀσπάσθηκε τὸν Ἀββᾶ Σεραπίονα κι᾿ εἶπε:
«Ἔχε γειά κι ἐσύ, ἀδελφὲ Σεραπίονα. Ὁ Χριστὸς νά σοῦ δώση τὸ μισθό σου, διὰ τοὺς κόπους ποὔκανες γιὰ μένα, τὴν ἡμέρα τῆς Παρουσίας Του.
Σ’ ἐξορκίζω, τέκνον μου, στ’ ὄνομα τοῦ θεοῦ, νὰ μὴν πάρης τίποτε ἀπὸ τὸ κορμί μου, μήτε καὶ μιὰ τρίχα. Μὴν σιμώσης στὰ κορμί μου ροῦχο ἢ πανί, καὶ ἂς εἶναι γιὰ σάβανό μου οἱ τρίχες, ποὺ μ’ ἔντυσε ὁ Κύριος.
Καὶ σὰν ἔπαψε νὰ μίλα ἀκούσθηκε μιὰ φωνὴ ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ κι’ ἔλεγε: «Φέρτε μου τὸν ἀγωνιστὴ τῆς ἐρήμου, τὸ στυλὸ τῆς ὑπομονῆς, τὸν βλογημένο καὶ τὸν πιστὸ τὸ δοῦλο μου. Μάρκε, Μάρκε ἔλα ν’ ἀναπαυτὴς στὴ χώρα τῆς δικαιοσύνης».
Καὶ ὁ Ἅγιος Μάρκος λέγει στὸν Ἀββᾶ Σεραπίονα:
«Ἀδελφέ μου, Σεραπίονα, ἂς γονατίσουμε».
Κι’ ἐκεῖ καθὼς ἦσαν γονατισμένοι ἀκούσθηκε κάποια φωνὴ ποὺ ἔλεγε σὲ κάποιον ἄλλον: «Ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά σου».
Καὶ σηκώθηκε ἀπάνω ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας καὶ γύρισε καὶ εἶδε τὴν ψυχὴν τοῦ Ἁγίου Μάρκου ντυμένη μ’ ἄσπρη στολὴ καὶ τὴν κρατούσανε οἱ Ἄγγελοι καὶ τὴν πηγαίνανε στὸν Οὐρανό. Κι’ ἄνοιξε ἡ σκέπη τ’ Οὐρανοῦ. Κι’ εἶδε τὰ ἐναέρια τελωνεία ποὺ θέλαν ν’ ἀρπάξουν τὴν ψυχὴ τοῦ Ἁγίου Μάρκου. Κι’ ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ τρομερὴ ποὺ ἔλεγε:«Φύγετε πνεύματα τοῦ σκοταδιοῦ μπροστὰ στὸ Φῶς. Καὶ γίνηκε ταραχὴ μεγάλη καὶ μποδίστηκε ἡ ψυχὴ τοῦ Ἁγίου Μάρκου ἴσαμε μία ὥρα. Κι’ ὕστερα ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ κι ἔλεγε:
«Σηκῶστε τὴν ψυχὴ τοῦ δούλου Μου». Καὶ τὰ δαιμόνια παραμερίσανε, κι εἶδε ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας ἕνα χέρι π’ ἄπλωσε ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ καὶ πῆρε τὴν ψυχὴ τ’ Ἅγιου Μάρκου. Καὶ δὲν τὴν ξαναεῖδε κι ἤτανε τρίτη ὥρα τῆς νύχτας.
Κὶ’ ὁ Ἀββᾶς Σεραπίονας προσευχότανε ὅλη τὴν νύχτα. Καὶ σὰν ξημέρωσε ἔψαλλε τὰ νεκρώσιμα ἐπάνω στὸ Ἅγιο λείψανο. Καὶ δὲν τὸ ἄγγιξε, μήτε τὸ μετόπισε, μήτε σίμωσε σὲ δαῦτο ροῦχο, τίποτε.
Κι’ ὕστερα βγῆκε ἔξω καὶ πῆρε πέτρες κι’ ἔφραξε το στόμα τῆς σπηλιᾶς καὶ κατέβηκε ἀπὸ τὸ βουνό. Καὶ παρακαλοῦσε ἀπὸ τὸν θεὸ νὰ τὸν στηρίξη νὰ περάση κείνη τὴν φοβερὴ τὴν ἔρημο. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ βασίλευε ὁ ἥλιος, βλέπει μπροστὰ τοῦ δυὸ γέροντας, ποὺ τοὺς εἶχε εἰδωμένους στ’ ὄνειρό του, καὶ τοῦ εἴπανε: “Κήδεψες λείψανο, ποὺ δὲν τοῦ ἀξίζει ὅλος ὁ κόσμος. Ἔλα μαζύ μας καὶ θὰ περπατήσουμε ὅλη τὴ νύχτα, γιὰ νὰ μὴν χάσης τὴν δύναμίν σου ἀπὸ τὴν κάψα τῆς ἡμέρας».
Καὶ περπατήξανε καὶ οἱ τρεῖς μαζὺ ἴσαμε τὸ πρωί. Καὶ τὸ πρωὶ τοῦ εἴπανε: «Πήγαινε στὴν εὐχὴ τοῦ θεοῦ». Καὶ χαθήκανε ἀπὸ τὰ μάτια του κι εἶδε πὼς στεκόντανε μπροστὰ στὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας, στὸ κελλὶ τῆς μετανοίας του. Καὶ θαύμασε καὶ θυμήθηκε τὰ λόγια, ποὺ εἶχε πεῖ ὁ Ἅγιος Μάρκος, πὼς «δὲν θὰ γυρίσης στὸν τόπο σου ἀπὸ τὴν ἴδια στράτα ποὺ ἦλθες». Κὶ’ ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης ἄκουσε τὴν φωνήν του καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ κελλί του καὶ τοῦ εἶπε:
«Καλῶς ὥρισες Ἀββᾶ Σεραπίονα». Καὶ μπήκανε στὴν Ἐκκλησία καὶ δοξάσανε τὸν θεόν.
Κι’ εἶπε ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης στὸν Ἀββᾶ Σεραπίονα:
«Ἀδελφέ, ἐκεῖνος ἤτανε ἀληθινὸς Χριστιανός. Ἐμεῖς εἴμαστε μὲ τ’ ὄνομα μονάχα Χριστιανοί. Πλὴν μὲ τὰ ἔργα δὲν εἴμαστε καθόλου ὁλότελα. Δόξα στὸ θεὸ πού μας ἀξιώνει νὰ βλέπουμε τοὺς Ἁγίους Του.
Ἀμήν».