~ Σπουδαῖος Μοναχός τῆς Ιεράς Μονής Γρηγορίου, μέ παναγιορειτική ἀκτινοβολία καί προσφορά, ἦταν ὁ Γέρο-Βαρλαάμ. Καταγόταν ἀπό τό χωριό Μαυρίκι τῆς Τεγέας Ἀρκαδίας, καί ἦλθε στό Μοναστήρι τό 1901, σέ ἡλικία 19 ἐτῶν.
Στά 23 του χρόνια διορίσθηκε, λόγῳ τῶν μεγάλων προσόντων του, Οἰκονόμος τοῦ Μετοχίου Βούλτσιστα στό Νομό Κατερίνης. Τό 1907 ἀνέλαβε καθήκοντα Β’ Γραμματέως τῆς ῾Ιερᾶς Κοινότητος, ὅπου ἐπί τρία χρόνια, ἀνέπτυξε ἀσυνήθιστη δραστηριότητα. Μορφώθηκε ἀρκετά στά διοικητικά καί νομοθετικά ζητήματα τῆς ῾Ιερᾶς Κοινότητος, καί ἐπηρέαζε πολύ τίς ἀποφάσεις της…
Στήν Μονή ὑπῆρξε τό δεξί χέρι τῶν ἑκάστοτε ῾Ηγουμένων. Ἐφρόντιζε γιά τά Μετόχια, τά ὑλικά ἀγαθά, τήν καλή διαβίωσι καί ἐπαρκῆ συντήρησι τῶν Πατέρων, ἰδιαίτερα τῶν δοκίμων, καί εἶχε σέ μεγάλο βαθμό τόν πατριωτισμό, ὅπως συνέβαινε παλαιότερα σέ ὅλες τίς Μονές τοῦ ῎Ορους.
Λίγο καιρό πρίν πεθάνει, εἶδε στόν ὕπνο του ἕνα ἄγγελο μέ τήν μορφή ἐνόπλου ἀξιωματικοῦ, ὁ ὁποῖος καί τοῦ εἶπε· «Νά ἑτοιμασθείς ἐσύ, ὁ Κασσιανός καί ὁ Ἰωάννης, διότι μετά ἀπό δύο μῆνες θά σᾶς πάρω». Πράγματι μετά ἀπό δύο μῆνες ἔφυγε ὁ Γέρο-Βαρλαάμ. Στό διάστημα αὐτό ἔδειξε βαθειά μετάνοια. ῎Εμενε στά δωμάτια πού εἶναι δίπλα στό παρεκκλήσιο τῶν ῾Αγίων Ἀρχαγγέλων, καί ἐκεῖ συχνά τόν ἄκουγαν οἱ Πατέρες, νά κλαίει μέ στεναγμούς καί νά προσεύχεται δυνατά νά τόν ἐλεήσῃ Θεός.
Ο Γέρο-Κασσιανός, ἐτελειώθει ἀπό κάποιο ἀτύχημα πού τοῦ συνέβη. Ἀνέβη μιά ἡμέρα νά βάψῃ τήν κορνίζα τῆς εἰκόνος τοῦ ῾Αγίου Νιολάου πού εὑρίσκεται πάνω ἀπό τήν εἴσοδο τῆς Μονῆς. ῎Εσπασε ὅμως κάποιο σανίδι τῆς σκαλωσιᾶς καί βρέθηκε στό τσιμεντένιο δάπεδο βαρειά τραυματισμένος. Τόν μετέφεραν στό νοσοκομεῖο καί σέ 15 ἡμέρες ἀπέθανε. ῾Ο δέ Μοναχός Ἰωάννης, πού στήν ζωή του ἦταν σοβαρός καί ἐπίσημος ἄνθρωπος στό ῞Αγιο ῎Ορος, λόγῳ τῆς μορφώσεώς του καί τῆς πολυετοῦς θητείας του, ὡς Γραμματέως στήν ῾Ιερά Κοινότητα, τελειώθηκε εἰρηνικά σέ ἡλικία 70 ἐτῶν.
Τρεῖς Μοναχοί μέσα σέ δύο μῆνες, ἀντήλλαξαν τήν ἐπίγεια κατοικία μέ τήν ἐπουράνια κατά τό καλοκαίρι τοῦ 1948. Αἰωνία των η μνήμη.
από το βιβλίο: «Γρηγοριάτικο Γεροντικό» Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτη (Ι.Μ.Οσίου Γρηγορίου, 2005)
Ή μετάνοια είναι τό βάπτισμα τών δακρύων. Με τήν μετάνοια ό άνθρωπος ξαναβαπτίζεται, αναγεννιέται. Ό Απόστολος Πέτρος με τήν άρνηση του πρόδωσε κατά κάποιον τρόπο τόν Χριστό, άλλά, επειδή έκλαυσε πικρως έλαβε τήν άφεση γιά τήν πτώση του. Δηλαδή ή ειλικρινής μετάνοια πού είχε, τόν ξέπλυνε, τόν καθάρισε πάλι. Βλέπεις, ό θεός πρώτα έκανε τήν γη, τήν θάλασσα, όλη τήν δημιουργία, και ύστερα πήρε χώμα και έπλασε τόν άνθρωπο. Ό άνθρωπος πρώτα γεννιέται σαρκικά και μετά, στό Βάπτισμα, αναγεννιέται πνευματικά άπό τό δημιούργημα τοΰ θεού, τό νερό, καί άπό τό Αγιο Πνεύμα, τήν θεία Χάρη, -έξ ύδατος καί
Πνεύματος¯καί γίνεται νέος άνθρωπος.
-Δηλαδή, Γέροντα, ό θεός, όπως τότε πήρε τό χώμα καί έπλασε τόν άνθρωπο, έτσι τώρα στό Βάπτισμα χρησιμοποιεί τό νερό, γιά νά τόν ανάπλαση; -Ναί, τό νερό έχει τό νόημα τοϋ καθαρίσματος, γι' αυτό ό Ιερεύς κατά τό Βάπτισμα βουτάει τόν άνθρωπο στό νερό. Ξεπλένεται ό άνθρωπος άπό τό προπατορικό αμάρτημα, καθαρίζεται άπό τίς αμαρτίες, τόν επισκιάζει ή Χάρις του Θεού, ενδύεται τον Χριστό, και γίνεται νέος, αναγεννημένος, άνθρωπος.
Αυτό είναι τό Έργο τοϋ Βαπτίσματος. Τό είπε ξεκάθαρα ό Χριστός στον Νικόδημο, όταν τόν ρώτησε πώς μπορεί ό άνθρωπος νά ξαναγεννηθή : Αμήν αμήν λέγω σοι, έάν μή τις γεννηθή έξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται είσελθεϊν εις τήν βασιλείαν τοϋ Θεού.Μέ τό Βάπτισμα γίνεται τό νέο τέλειο δημιούργημα τού Θεού μετά τήν πτώση. Γι' αυτό ό άνθρωπος, όταν δέν μολύνη τό Άγιο Βάπτισμα, έχει πολλή θεία Χάρη. Άλλά, και όταν τό μολύνη, υπάρχει τό βάπτισμα της μετανοίας. Άν συναισθανθή τό σφάλμα του και πόνεση γι' αυτό, ξεπλένεται κατά κάποιον τρόπο μέ τά δάκρυα της μετανοίας, και έρχεται πάλι ή Χάρις τού Θεού.
-Γέροντα, εγώ χρόνια τώρα έχω νά κλάψω γιά ένα σφάλμα μου δέν έχω ούτε ένα δάκρυ. Αυτό σημαίνει ότι δέν έχω πραγματική μετάνοια;
-Δέν πονάς γιά ένα σφάλμα πού κάνεις;
-Πονάω, άλλά ϊσως είναι ρηχός ό πόνος.
-Άπό τά δάκρυα μή βγάζης συμπέρασμα. Είναι βέβαια τά δάκρυα ένα χαρακτηριστικό της μετανοίας, άλλά δέν είναι τό μόνο χαρακτηριστικό. Μερικοί εκεί πού κλαίνε, έκεϊ γελάνε. Ό καρδιακός πόνος και ό εσωτερικός αναστεναγμός είναι τά εσωτερικά δάκρυα, πού είναι ανώτερα άπό τά εξωτερικά.
Ένας, ό καημένος, έλεγε: ¨Τί σκληρός πού είμαι, πάτερ! Ούτε ένα δάκρυ! Ή καρδιά μου είναι σάν πέτρα. Τί σκληροκαρδία! Άχ!Ένώ ήταν πολύ ευαίσθητος, αισθανόταν ότι ήταν πολύ σκληρός, γιατί δέν έκλαιγε.
Αναστέναζε όμως βαθιά, βογγούσε ό καημένος, και έβλεπες έναν αναστεναγμό νά βγαίνη άπό τά βάθη της καρδιάς του! Ένώ άλλος κλαίει-γελάει και είναι σάν τόν άνοιξιάτικο καιρό. Βλέπει λ.χ. κάποιον δυστυχισμένο, συγκινείται, κλαίει λίγο, κι ένα κι ένα λέει: ¨ά, εγώ πώς συμμετέχω στον πόνο τοϋ άλλου!.
'Ή, άν προσευχηθή καί χύση λίγα δάκρυα, λέει: ¨ά, ή προσευχή μου εισακούεται, γιατί γίνεται μετά δακρύων!³ καί αναπαύει τόν λογισμό του. Υπάρχουν καί τά απαρηγόρητα δάκρυα. Αυτά είναι ταγκαλίστικα. Δεν έχουν μετάνοια, αλλά θιγμένο εγωισμό. Τότε ό άνθρωπος κλαίει εγωιστικά γιά τήν πτώση του.
Πληγώνεται, γιατί μέ τίς απροσεξίες του ξέπεσε στά μάτια τών άλλων, καί όχι γιατί λύπησε τόν Θεό, καί υποφέρει διπλά. Στον ανταρτοπόλεμο ένας καπετάνιος άπό τούς αντάρτες -ό Θεός νά τοϋ χαρίζη μετάνοια -είχε πιάσει έναν φτωχό οικογενειάρχη πού είχε εννιά παιδιά, τόν έβαλε κάτω καί τόν χτυπούσε αλύπητα, επειδή δεν συμφωνούσε μέ τήν ιδεολογία του.
Αυτός ό άνθρωπος μάλιστα ήταν κάποτε στήν υπηρεσία του. Φώναζε ό καημένος: ¨Καλά, δεν μέ λυπάσαι, εννιά παιδιά έχω δέν θυμάσαι πού σέ κουβαλούσα καί στήν πλάτη μου; Τί σοϋ έκανα ;Κάποιος άπό τούς συντρόφους τοϋ καπετάνιου, όταν τόν είδε νά τσαλαπατά τόσο σκληρά αυτόν τόν άνθρωπο, τοϋ φώναξε: ¨Έ, τί σοϋ έκανε; Δέν τόν λυπάσαι; Οικογενειάρχης άνθρωπος είναι. Αμέσως εκείνος βάζει κάτι κλάματα, επειδή θίχτηκε ό εγωισμός του άπό τήν παρατήρηση τοϋ συντρόφου του!
Αυτά τά κλάματα είναι εγωιστικά είναι σάν τήν μεταμέλεια τοϋ Ιούδα. Παρέδωσε τόν Χριστό καί μετά πήγε στους Φαρισαίους νά πή ήμαρτον¯, άλλά εκείνοι τοϋ είπαν: ¨Τί μάς τό λές ότι αμάρτησες; Όποτε προσεβλήθη, πείσμωσε, τούς πέταξε τά αργύρια καί πήγε καί κρεμάσθηκε άπό εγωισμό.
Ένώ, άν μετανοούσε καί πήγαινε καί έλεγε στον Χριστό ¨εύλόγησον, θά σωζόταν.