Τρεις φίλοι νεαροί σε ηλικία, στέκονται έξω από την μεγάλη εξώπορτα του μοναστηριού και δείχνουν αναποφάσιστοι αν θα την διαβούν, ή όχι.
“Ρε Λευτέρη δεν κάνει με τα τσιγάρα στο στόμα να μπούμε μέσα, θα μας διώξουν…”
“Τι είναι αυτά που λες, περπατάτε και στο φινάλε η δικιά μου μάνα είναι άρρωστη, αν δεν μας αφήσουν,
Αυτή δεν θα γίνει καλά …”
Ο Λευτέρης με περίσσεια ειρωνεία και το τσιγάρο στο στόμα ανοίγει την πόρτα, ενώ οι άλλοι δυο φίλοι του κοντοστέκονται πιο πέρα και δείχνουν διστακτικοί …
Κοιτάζει μέσα στο εσωτερικό και βλέπει ένα μοναχό να σκουπίζει λίγα μέτρα πιο πέρα.
“Ανοικτά είναι; να μπούμε;” ρωτάει κρατώντας τώρα το τσιγάρο στο χέρι με θράσος και ειρωνικό χαμόγελο.
Ο μοναχός συνεχίζει να σκουπίζει χωρίς να του απαντήσει …
“Σε σένα μιλάω παπά” και γυρίζοντας στους δυο φίλους του:
“Ρε σεις το μοναστήρι των κουφών είναι αυτό;”
Οι φίλοι του μαζεύονται και διστάζουν να μπουν, ενώ η φωνή του μοναχού που έχει σταματήσει το σκούπισμα και κοιτάζει με τρομερή ηρεμία, αλλά και ένα περίεργο χαμόγελο, αναγκάζει και τους τρεις να μείνουν ακίνητοι:
“Σβήστε τα τσιγάρα και μπείτε, αλλιώς μείνετε έξω γιατί μέσα απαγορεύεται το κάπνισμα.
Ο Λευτέρης κοιτάζει σαστισμένος στην αρχή, αλλά θυμωμένος αργότερα και με περίσσεια αυθάδεια απαντάει στον μοναχό.
“Γιατί αν δεν το σβήσω, τι θα πάθω;”
Ο καλόγερος τον πλησιάζει δείχνοντας ήρεμος και με εκείνο το περίεργο χαμόγελο του λέει:
“Πλησίασε και τράβα μια ρουφηξιά …”
Ο Λευτέρης υπακούει χαμογελώντας ειρωνικά και βάζοντας το τσιγάρο στο στόμα εισπνέει με βαθιά ρουφηξιά, δείχνοντας να το ευχαριστιέται.
Όμως αμέσως διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να εκπνεύσει τον καπνό και αρχίζει να βήχει τόσο έντονα που κινδυνεύει να πνιγεί …
“Αν δεν βγεις έξω από την πόρτα τώρα αμέσως δεν θα μπορέσεις να βγάλεις τον καπνό που έχεις μέσα σου και θα πνιγείς ” λέει ο μοναχός …
Ο λεύτερης βγαίνει γρήγορα έξω και παρατηρεί ότι όντως ο καπνός βγαίνει από τα σωθικά του και συνέρχεται.
Με πείσμα όμως μπαίνει πάλι μέσα και προσπαθεί να βγάλει τον καπνό που ρούφηξε πάλι από το τσιγάρο.
Παθαίνει τα ίδια και αναγνωρίζει ότι πρέπει να το σβήσει …
Το πετάει και κάνοντας νόημα στους δυο φίλους του μπαίνουν στην αυλή όπου ο μοναχός συνέχιζε να σκουπίζει.
Ο λεύτερης είχε μέσα του μια έντονη απορία, αλλά και έναν κρυφό θαυμασμό για την ικανότητα του μοναχού.
Δεν προχώρησε στα ενδότερα της μονής άλλα έρχεται και στέκεται δίπλα του …
“Θα μου πεις το μυστικό του κόλπου που μου έκανες και με ανάγκασες να βήχω;”
Ο μοναχός τον κοιτάζει με σοβαρότητα αλλά και τρυφερότητα τόση που χωρίς να μιλήσει νιώθει τους τρεις φίλους να λιώνουν δίπλα του και να τον κοιτάζουν στα ματιά σαν τον πιο στοργικό πατέρα που δεν γνώρισαν ποτέ …
“Παιδί μου ο Χριστός δεν επιτρέπει να κάνεις κακό στον εαυτό σου”
“Έξω από τη μονή γιατί μου το επιτρέπει πάτερ;”
“Έξω από τη μονή σε αφήνει ελεύθερο να κάνεις ότι θέλει ο σατανάς, όταν έρχεσαι στο σπίτι του όμως, απαιτεί να τηρείς τους δικούς του κανόνες, για το δικό σου καλό
Αλήθεια, γιατί ήρθες σήμερα εδώ;”
“Ήρθα να ανάψω ένα κερί για τη μάνα μου που είναι άρρωστη” …
“Πως το δέχθηκες αυτό και ήρθες, αφού δεν πιστεύεις;”
“Πιστεύω δεν πιστεύω η μάνα μου το είπε και της το υποσχέθηκα”
“Η μάνα σου θέλει να κάνεις και άλλα πράγματα για εκείνην, όπως να είσαι πιο ευγενικός αλλά και λεπτός …
Να αντιδράς πιο ήρεμα και χωρίς φωνές …
Να μην προκαλείς φασαρίες αλλά και να σέβεσαι τους συνανθρώπους σου …
Έτσι δεν σου έλεγε εχθές το βράδυ;”
“Μα πως το ξέρεις αυτό; ποιος είσαι;”
“Σου είπα ο Χριστός δεν θέλει το κακό σου και εσύ οφείλεις να Τον ακούς και να τηρείς τις εντολές Του, αυτό έχει σημασία προς ώρας, γιατί σε λίγο καιρό Εκείνος θα σας προστατεύσει από τα δεινά που έρχονται …
Τι θα κάνεις αν δεν βρεις τσιγάρο να καπνίσεις;”
“Φόνο, γιατί χωρίς φαΐ και νερό ζω,
Χωρίς τσιγάρο, ούτε λεπτό …”
“Στο μυαλό σου μέσα είναι παιδί μου αυτή η ανάγκη και είναι ψεύτικη …
Μια ουτοπία σε κυριαρχεί, αλλά και μια στερητική εξάρτηση που σε κάνει όργανο των παθών σου και δίνει ικανοποίηση στον σατανά …
Ο Χριστός δεν σου δημιουργεί τίποτα από όλα αυτά, το αντίθετο σε προστατεύει και δεν σε αφήνει να γίνεις έρμαιο των κακών τους επιβουλών ….
Σε λίγο καιρό ο κόσμος, και εσύ μαζί, θα στερηθείτε βασικά αγαθά και θα ξεχάσεις τα πάθη σου, γιατί δεν θα έχεις χρόνο και διάθεση να ασχοληθείς με αυτά, δίνοντας αξία σε άλλες προτεραιότητες , πιο ανθρώπινες …
Η πείνα παιδί μου και η δίψα είναι το χειρότερο κακό που μπορεί να πάθει ο άνθρωπος και οδηγεί στον θάνατο …
Αυτό θα γίνει η μάστιγα των ανθρώπων και όχι μόνο, γιατί ο φόβος και οι πράξεις εναντίον σας από τους “εντεταλμένους” αλλοδαπούς θα συμπληρώσουν το κλίμα της εξαθλίωσης που θα υποστείτε …
Τα σύγχρονα μέσα διαβίωσης παιδιά μου θα εκλείψουν και η ζωή σας θα αλλάξει αφήνοντας πίσω της δικαιώματα, ελευθερίες και ανέσεις που μετά από εργασία, αγώνες και διεκδικήσεις κερδίσατε … ”
“Γέροντα πέτυχες να με τρομάξεις , αλλά τι προτείνεις να κάνουμε;”
“Σας προτείνω να είστε κοντά στον Σωτήρα Χριστό”
“Πως θα το πετύχουμε αυτό;”
“Αν είσαι Λευτέρη κοντά στην μητέρα σου και τις δείχνεις ότι είσαι ευγενικός, ήρεμος, υπομονετικός με κατανόηση, τότε είσαι κοντά στον Χριστό»
Και εσείς παιδιά μου, αγαπάτε τον πλησίον σας για να μπορείτε να καμαρώνετε ότι αγαπάτε τον Χριστό …
Να θυμάστε ότι ο κύριος στις δύσκολες στιγμές που θα έρθουν κανέναν δεν θα αφήσει απροστάτευτο …”
Ο μοναχός αφήνει τη σκούπα και απομακρύνεται αμίλητος προς το εσωτερικό της μονής, ενώ τα τρία παλληκάρια προς τον ναό …
Μπαίνουν με ευλάβεια μέσα, μετά τον προβληματισμό των λόγων του καλόγερου και προσκυνούν, δείχνοντας πόσο βαθιά διείσδυσαν τα λόγια του στη ψυχή τους …
Κατά την έξοδο ο Λευτέρης ρωτάει τον μοναδικό μοναχό που βρισκόταν στον ναό και άναβε τα καντήλια:
“Πως λένε τον πατέρα που σκούπιζε πριν από λίγο την αυλή της μονής; μας μίλησε, αλλά δεν ρωτήσαμε Το όνομα του …”
Ο καλόγερος απορημένος απαντάει:
“Όλοι οι μοναχοί που ζουν στη μονή εκτός από εμένα βρίσκονται εδώ και πολλή ώρα με τον ηγούμενο …
“Κανείς από αυτούς δεν είναι δυνατόν να σκούπιζε την ώρα που λέτε …
Για ποιον άλλο μονάχο μου μιλάτε;”
Οι τρεις φίλοι έμειναν άναυδοι, το ίδιο και ο καλόγερος όταν του εξήγησαν τι συνέβη !!!
“Ρε Λευτέρη δεν κάνει με τα τσιγάρα στο στόμα να μπούμε μέσα, θα μας διώξουν…”
“Τι είναι αυτά που λες, περπατάτε και στο φινάλε η δικιά μου μάνα είναι άρρωστη, αν δεν μας αφήσουν,
Αυτή δεν θα γίνει καλά …”
Ο Λευτέρης με περίσσεια ειρωνεία και το τσιγάρο στο στόμα ανοίγει την πόρτα, ενώ οι άλλοι δυο φίλοι του κοντοστέκονται πιο πέρα και δείχνουν διστακτικοί …
Κοιτάζει μέσα στο εσωτερικό και βλέπει ένα μοναχό να σκουπίζει λίγα μέτρα πιο πέρα.
“Ανοικτά είναι; να μπούμε;” ρωτάει κρατώντας τώρα το τσιγάρο στο χέρι με θράσος και ειρωνικό χαμόγελο.
Ο μοναχός συνεχίζει να σκουπίζει χωρίς να του απαντήσει …
“Σε σένα μιλάω παπά” και γυρίζοντας στους δυο φίλους του:
“Ρε σεις το μοναστήρι των κουφών είναι αυτό;”
Οι φίλοι του μαζεύονται και διστάζουν να μπουν, ενώ η φωνή του μοναχού που έχει σταματήσει το σκούπισμα και κοιτάζει με τρομερή ηρεμία, αλλά και ένα περίεργο χαμόγελο, αναγκάζει και τους τρεις να μείνουν ακίνητοι:
“Σβήστε τα τσιγάρα και μπείτε, αλλιώς μείνετε έξω γιατί μέσα απαγορεύεται το κάπνισμα.
Ο Λευτέρης κοιτάζει σαστισμένος στην αρχή, αλλά θυμωμένος αργότερα και με περίσσεια αυθάδεια απαντάει στον μοναχό.
“Γιατί αν δεν το σβήσω, τι θα πάθω;”
Ο καλόγερος τον πλησιάζει δείχνοντας ήρεμος και με εκείνο το περίεργο χαμόγελο του λέει:
“Πλησίασε και τράβα μια ρουφηξιά …”
Ο Λευτέρης υπακούει χαμογελώντας ειρωνικά και βάζοντας το τσιγάρο στο στόμα εισπνέει με βαθιά ρουφηξιά, δείχνοντας να το ευχαριστιέται.
Όμως αμέσως διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να εκπνεύσει τον καπνό και αρχίζει να βήχει τόσο έντονα που κινδυνεύει να πνιγεί …
“Αν δεν βγεις έξω από την πόρτα τώρα αμέσως δεν θα μπορέσεις να βγάλεις τον καπνό που έχεις μέσα σου και θα πνιγείς ” λέει ο μοναχός …
Ο λεύτερης βγαίνει γρήγορα έξω και παρατηρεί ότι όντως ο καπνός βγαίνει από τα σωθικά του και συνέρχεται.
Με πείσμα όμως μπαίνει πάλι μέσα και προσπαθεί να βγάλει τον καπνό που ρούφηξε πάλι από το τσιγάρο.
Παθαίνει τα ίδια και αναγνωρίζει ότι πρέπει να το σβήσει …
Το πετάει και κάνοντας νόημα στους δυο φίλους του μπαίνουν στην αυλή όπου ο μοναχός συνέχιζε να σκουπίζει.
Ο λεύτερης είχε μέσα του μια έντονη απορία, αλλά και έναν κρυφό θαυμασμό για την ικανότητα του μοναχού.
Δεν προχώρησε στα ενδότερα της μονής άλλα έρχεται και στέκεται δίπλα του …
“Θα μου πεις το μυστικό του κόλπου που μου έκανες και με ανάγκασες να βήχω;”
Ο μοναχός τον κοιτάζει με σοβαρότητα αλλά και τρυφερότητα τόση που χωρίς να μιλήσει νιώθει τους τρεις φίλους να λιώνουν δίπλα του και να τον κοιτάζουν στα ματιά σαν τον πιο στοργικό πατέρα που δεν γνώρισαν ποτέ …
“Παιδί μου ο Χριστός δεν επιτρέπει να κάνεις κακό στον εαυτό σου”
“Έξω από τη μονή γιατί μου το επιτρέπει πάτερ;”
“Έξω από τη μονή σε αφήνει ελεύθερο να κάνεις ότι θέλει ο σατανάς, όταν έρχεσαι στο σπίτι του όμως, απαιτεί να τηρείς τους δικούς του κανόνες, για το δικό σου καλό
Αλήθεια, γιατί ήρθες σήμερα εδώ;”
“Ήρθα να ανάψω ένα κερί για τη μάνα μου που είναι άρρωστη” …
“Πως το δέχθηκες αυτό και ήρθες, αφού δεν πιστεύεις;”
“Πιστεύω δεν πιστεύω η μάνα μου το είπε και της το υποσχέθηκα”
“Η μάνα σου θέλει να κάνεις και άλλα πράγματα για εκείνην, όπως να είσαι πιο ευγενικός αλλά και λεπτός …
Να αντιδράς πιο ήρεμα και χωρίς φωνές …
Να μην προκαλείς φασαρίες αλλά και να σέβεσαι τους συνανθρώπους σου …
Έτσι δεν σου έλεγε εχθές το βράδυ;”
“Μα πως το ξέρεις αυτό; ποιος είσαι;”
“Σου είπα ο Χριστός δεν θέλει το κακό σου και εσύ οφείλεις να Τον ακούς και να τηρείς τις εντολές Του, αυτό έχει σημασία προς ώρας, γιατί σε λίγο καιρό Εκείνος θα σας προστατεύσει από τα δεινά που έρχονται …
Τι θα κάνεις αν δεν βρεις τσιγάρο να καπνίσεις;”
“Φόνο, γιατί χωρίς φαΐ και νερό ζω,
Χωρίς τσιγάρο, ούτε λεπτό …”
“Στο μυαλό σου μέσα είναι παιδί μου αυτή η ανάγκη και είναι ψεύτικη …
Μια ουτοπία σε κυριαρχεί, αλλά και μια στερητική εξάρτηση που σε κάνει όργανο των παθών σου και δίνει ικανοποίηση στον σατανά …
Ο Χριστός δεν σου δημιουργεί τίποτα από όλα αυτά, το αντίθετο σε προστατεύει και δεν σε αφήνει να γίνεις έρμαιο των κακών τους επιβουλών ….
Σε λίγο καιρό ο κόσμος, και εσύ μαζί, θα στερηθείτε βασικά αγαθά και θα ξεχάσεις τα πάθη σου, γιατί δεν θα έχεις χρόνο και διάθεση να ασχοληθείς με αυτά, δίνοντας αξία σε άλλες προτεραιότητες , πιο ανθρώπινες …
Η πείνα παιδί μου και η δίψα είναι το χειρότερο κακό που μπορεί να πάθει ο άνθρωπος και οδηγεί στον θάνατο …
Αυτό θα γίνει η μάστιγα των ανθρώπων και όχι μόνο, γιατί ο φόβος και οι πράξεις εναντίον σας από τους “εντεταλμένους” αλλοδαπούς θα συμπληρώσουν το κλίμα της εξαθλίωσης που θα υποστείτε …
Τα σύγχρονα μέσα διαβίωσης παιδιά μου θα εκλείψουν και η ζωή σας θα αλλάξει αφήνοντας πίσω της δικαιώματα, ελευθερίες και ανέσεις που μετά από εργασία, αγώνες και διεκδικήσεις κερδίσατε … ”
“Γέροντα πέτυχες να με τρομάξεις , αλλά τι προτείνεις να κάνουμε;”
“Σας προτείνω να είστε κοντά στον Σωτήρα Χριστό”
“Πως θα το πετύχουμε αυτό;”
“Αν είσαι Λευτέρη κοντά στην μητέρα σου και τις δείχνεις ότι είσαι ευγενικός, ήρεμος, υπομονετικός με κατανόηση, τότε είσαι κοντά στον Χριστό»
Και εσείς παιδιά μου, αγαπάτε τον πλησίον σας για να μπορείτε να καμαρώνετε ότι αγαπάτε τον Χριστό …
Να θυμάστε ότι ο κύριος στις δύσκολες στιγμές που θα έρθουν κανέναν δεν θα αφήσει απροστάτευτο …”
Ο μοναχός αφήνει τη σκούπα και απομακρύνεται αμίλητος προς το εσωτερικό της μονής, ενώ τα τρία παλληκάρια προς τον ναό …
Μπαίνουν με ευλάβεια μέσα, μετά τον προβληματισμό των λόγων του καλόγερου και προσκυνούν, δείχνοντας πόσο βαθιά διείσδυσαν τα λόγια του στη ψυχή τους …
Κατά την έξοδο ο Λευτέρης ρωτάει τον μοναδικό μοναχό που βρισκόταν στον ναό και άναβε τα καντήλια:
“Πως λένε τον πατέρα που σκούπιζε πριν από λίγο την αυλή της μονής; μας μίλησε, αλλά δεν ρωτήσαμε Το όνομα του …”
Ο καλόγερος απορημένος απαντάει:
“Όλοι οι μοναχοί που ζουν στη μονή εκτός από εμένα βρίσκονται εδώ και πολλή ώρα με τον ηγούμενο …
“Κανείς από αυτούς δεν είναι δυνατόν να σκούπιζε την ώρα που λέτε …
Για ποιον άλλο μονάχο μου μιλάτε;”
Οι τρεις φίλοι έμειναν άναυδοι, το ίδιο και ο καλόγερος όταν του εξήγησαν τι συνέβη !!!