Monday, March 9, 2015

Τα Δάκρυα της Μετανοίας


Υπάρχουν κι άλλα δάκρυα, για τα οποία ευρύτατος λόγος γίνεται στην Αγία Γραφή. Είναι τα δάκρυα της μετανοίας.

Χωρίς αυτά θα ήταν αδύνατη η σωτηρία του ανθρώπου. Εύκολα κανείς γλιστράει στο κακό. Σκλαβώνεται από την αμαρτία. Ξεσχίζει την ψυχή του στα θανατηφόρα αγκάθια της. Και τότε ένα μέσο θεραπείας υπάρχει. Τα θερμά δάκρυα της αληθινής μετανοίας. Ο Δαβίδ αμάρτησε τόσο βαριά. Η μετάνοιά του όμως και τα ποτάμια των δακρύων του, τον έφεραν και πάλι στο Θεό. Αστείρευτες είχαν γίνει των ματιών του οι βρύσες. «Λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω»· έλεγε με βαθειά συντριβή (Ψαλμ. στ’, 7). «ἐγενήθη μοι τὰ δάκρυά μου ἄρτος ἡμέρας καὶ νυκτὸς…» (Ψαλμ. μα’, 4). Οι ψαλμοί αυτοί της μετανοίας του «καλλιπενθούς» Δαβίδ έγιναν άριστοι βοηθοί, σωστοί ανελκυστήρες, για να σηκώνονται από τα βάραθρα του κακού τόσες και τόσες πεσμένες ψυχές.

Θυμηθείτε τον Απόστολο Πέτρο. Σε μια στιγμή αδυναμίας αρνήθηκε τρεις φορές τον Θείο Διδάσκαλό του. Συνέρχεται όμως. Μετανοεί. Συντρίβεται η ψυχή του. «…καὶ ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσεν πικρῶς» (Ματθ. κστ᾿, 75). Κλάψε λοιπόν Πέτρε. Κλάψε, αφού ο Θεός σου έδωσε «την χάριν των δακρύων» (Μ. Αθανάσιος). «Ο Απόστολος Πέτρος έκλαψε πικρά για το αμάρτημά του έχυσε περισσότερα δάκρυα από όσα είχε χύσει, αφότου υπήρχε στον κόσμο αυτό», όπως έλεγε ο Μωριάκ. Και ο Παπίνι προσθέτει: «Το κλάμα του Πέτρου ξέπλυνε για πάντα το στόμα, που αρνήθηκε». Αυτό το κλάμα είδε ο Χριστός και τον ανεγνώρισε και πάλι μαθητή Του. Και ρωτάει ένας σύγχρονος εκκλησιαστικός συγγραφέας:» Ποια ήταν η διαφορά του Ιούδα από τον Πέτρο; Ο πρώτος δεν μπόρεσε να κλάψει· και χάθηκε. Ο δεύτερος έκλαψε και σώθηκε».

Το ίδιο και η «αμαρτωλός» γυναίκα, την οποία μας θυμίζει κάθε Μ. Τρίτη η Εκκλησία μας. «…Κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας Αὐτοῦ (του Χριστού) τοῖς δάκρυσι…» (Λουκ. ζ᾿ 38). Με απαράμιλλη τέχνη η Κασσιανή ζωγραφίζει τη μετάνοια της γυναίκας αυτής. Στο στόμα της βάζει τα λόγια εκείνα, που έχουν μείνει πλέον αθάνατα: «Δέξαι μου τας πηγάς τῶν δακρύων…». Και σε ένα άλλο τροπάριο της ακολουθίας της Μ. Τρίτης ακούμε: «μή μου τά δάκρυα παρίδῃς, η χαρά τῶν ’Αγγέλων». Και έτσι η πρώην αμαρτωλή λούζεται στο πνευματικό λουτρό των δακρύων της· σε πνευματικές πηγές. Και γίνεται λευκή σαν το κρίνο. Καθάρια σαν τα γάργαρα νερά.

«Τα δάκρυα της μετανοίας είναι το «δεύτερο βάπτισμα της ψυχής». Διδάσκουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Και μιλάνε για τον «νιπτήρα της αμαρτίας»· που είναι το μυστήριο της μετανοίας και τα δάκρυα. «Καὶ δάκρυον στάξαν ἰσοδυναμεῖ λουτρῷ παλλιγγενεσίας και ἐπανάγει τὴν χάριν…», έγραφε ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Στα δάκρυα καταφεύγουν τόσοι και τόσοι, για να λευκανθούν από το ρύπο της αμαρτίας. «Δακρύων ὄμβρους» «προσάγουν» στο Νυμφίο Χριστό. Και προσπαθούν «…δάκρυσιν ἐξαλεῖψαι…τῶν πταισμάτων το χειρόγραφον…». «Όταν αμαρτήσεις βαριά, στείλε στο Θεό ως μεσιτεία τα καυτά σου δάκρυα» συμβουλεύει ο Άγιος Κυπριανός. Η εκκλησιαστική ιστορία μιλάει για τους «προσκλαίοντας». Για τους χριστιανούς, δηλαδή εκείνους, που όταν έπεφταν σε βαριά αμαρτήματα δεν έμπαιναν μέσα στο ναό. Στεκόντουσαν έξω από την πόρτα και με θερμά δάκρυα παρακαλούσαν, όσους προχωρούσαν μέσα, να προσευχηθούν στο Θεό γι’ αυτούς.

Και πόσα αλήθεια! Πόσα δεν κατορθώνονται με της μετανοίας τα ειλικρινή δάκρυα! Μεγάλη η δύναμή τους. «Παντοκράτορ Κύριε, οἶδα πόσα δύνανται τα δάκρυα» ψάλλει ο υμνωδός. «Οὐδεμία ἐστί κακία, μη διαλυομένη τοῖς σωτηρίοις δάκρυσι τῆς μετανοίας». Γράφει ο όσιος Νείλος. Και ο Στηθάτος προσθέτει: «Τα δάκρυα της μετανοίας είναι σαν ποτάμι, που πλημμυρίζει και ξεθεμελιώνει όλα τα κάστρα της αμαρτίας». Είναι ένα ζεματιστό νερό-ένα άλλο «υγρό πυρ»- που κατακαίει το κακό και καθαρίζει την καρδιά. Ο Σατωβριάνδος παρέτερησε: «Χρειάζονται χρόνια μετανοίας, για να σβήσουμε ένα πταίσμα μας από τη μνήμη των ανθρώπων. Για τον Θεό όμως αρκεί ένα και μόνο δάκρυ». «Πολύ το πύρ τῆς ἁμαρτίας και ὀλίγῳ δακρύῳ σβέννυται». Βεβαιώνει και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Και προσθέτει: Με τα δάκρυα της μετανοίας «…τό ἐκ τῶν ἁμαρτημάτων ἀφανίζεται σκότος…». Και αλλού: «Οὐδέν οὕτω συγκολλᾷ και ἐνοῖ τῷ Θεῷ, ὡς τά τοιαῦτα δάκρυα». Δηλαδή× τίποτε δεν συγκολλάει με το Θεό, όσο της μετανοίας τα δάκρυα. Σε μια άλλη ομιλία του ο ιερός Χρυσόστομος ονομάζει τα δάκρυα της μετανοίας, φιλοσοφίας δάκρυα: «Ταῦτα φιλοσοφίας τά δάκρυα». Με αυτά εξαγιάζεται η ψυχή. Και «αν το δάκρυ είναι δείγμα υγείας για το μάτι, είναι όμως σημείο εξυγιάνσεως για την ψυχή». Και αν τα δάκρυα, που αναφέραμε στην αρχή, ανακουφίζουν τον άνθρωπο, τα δάκρυα της μετανοίας τον λυτρώνουν. Δάκρυα σωτήρια. Έχουν λοιπόν μεγάλη αξία. «Τα βουρκωμένα μάτια είναι τα ωραιότερα για το Χριστό», γράφει κάπου ο Γάλλος ποιητής Ροστάν. Είναι τα ευεργετικότερα για τον άνθρωπο. Και πολύτιμα μπροστά στο Θεό. «Ο ουρανός πανηγυρίζει περισσότερο για το δακρύβρεχτο πρόσωπο ενός αμαρτωλού, παρά για το λευκό ιμάτιο εκατό εναρέτων» λέγει ο Β. Ουγκώ. Και ο θείος Χρυσόστομος κήρυττε: «Οὐδέν ἥδιον ὀφθαλμῶν δεδακρυσμένων».

Μια Περσική παράδοση λέει τα εξής: Κατέβηκε κάποτε ένας Άγγελος στη γη. Για να βρει και να φέρει στον ουρανό ό,τι εκλεκτότερο υπάρχει σ’ αυτή. Πρώτα έφερε μερικές σταγόνες από τον τίμιο ιδρώτα ενός γεωργού. Κατόπιν τα δάκρυα μιας πονεμένης μάνας, που έκλαιγε απαρηγόρητα στ προσκέφαλο του άρρωστου παιδιού της. Τέλος μερικές σταγόνες αίμα από ένα παλικάρι, που ξεψυχούσε στο πεδίο της μάχης. Τα είδε όλα αυτά ο Θεός με συμπάθεια. Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο ακόμη πιο σπουδαίο, λέει στον Άγγελο. Άνοιξε εκείνος τα φτερά του και ξανακατέβηκε στη γη. Και ενώ συλλογιζόταν, ποιο άραγε να είναι το πολυτιμότερο πράγμα, άκουσε κάποιον, που έκλαιγε και έχυνε πυκνά δάκρυα μετανοίας. Γρήγορα τα έφερε στον ουρανό. Α! μάλιστα, είπε ο Θεός. Αυτά τα δάκρυα είναι ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει πάνω στη γη.

Απόσπασμα από το βιβλίο
«Δροσοσταλίδες της καρδιάς»,
επισκόπου Νικηφόρου,
Μητροπολίτου Λευκάδος και Ιθάκης







Θανάσης , ο Ταξιτζής (Αληθινές ιστορίες της Μετάνοιας ) - 2

Θανάσης , ο Ταξιτζής ( Αληθινές ιστορίες της Μετάνοιας ) -1

Το λίπασμα της ψυχής ( Αγιος Παΐσιος )


Ένα δέντρο, αν δεν το περιποιούμαστε στη ρίζα του δεν το σκαλίζουμε, δεν το ποτίζουμε, δε μπορεί να καρπίσει και να προοδεύσει. Έτσι και ο άνθρωπος, αν δεν καθαρισθεί και σκαλιστεί μέσα του, να φύγουν οί αμαρτίες και τα πάθη μέσω του πνευματικού, αν δεν θρέψει την ψυχή του με το λίπασμα του λόγου του Θεού και τη χάρη των Μυστηρίων, δεν θα καρπίσει αρετές.

Αγιος Παΐσιος

"Ἡ χαρμολύπη, ἢ τὸ χαροποιὸν πένθος" (Φώτης Κόντογλου)



Τὸ πένθος σὰν νερὸ σβύνει μὲ τὰ δάκρυα ὅλη τη φλόγα τῶν παθῶν καὶ ξεπλένει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸν μολυσμὸ ποὺ προξενοῦσε στὴν ψυχή.

«Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ ἐν ὑμῖν μείνη καὶ ἡ χαρὰ ὑμῶν πληρωθῆ» (Ἰω. ιε´ 11). «Ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν θὰ γεννήση τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως, διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. Καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν.» (Ἰω. ιστ´ 20).


Ἀληθινὴ κι᾿ ὄχι ψεύτικη χαρὰ νοιώθει μονάχα ὅποιος ἔχει τὸν Χριστὸ μέσα του, κ᾿ εἶναι ταπεινός, πρᾶος, γεμάτος ἀγάπη. Ἀληθινὴ χαρὰ ἔχει μονάχα ἐκεῖνος ποὺ ξαναγεννήθηκε στὴν ἀληθινὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Κι᾿ αὐτὴ ἡ ἀληθινὴ χαρὰ βγαίνει ἀπὸ καρδιὰ ποὺ πονᾶ καὶ θλίβεται γιὰ τὸν Χριστό, καὶ βρέχεται ἀπὸ τὸ παρηγορητικὸ δάκρυο τὸ ὁποῖο δὲν τὸ γνωρίζουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, κατὰ τὸν ἅγιο λόγο ποὺ εἶπε τὸ στόμα τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Ματθ. ε´ 4), «Καλότυχοι ὅσοι εἶναι λυπημένοι, γιατὶ αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦνε.» Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει: «Καλότυχοι ὅσοι κλαῖτε τώρα, γιατὶ θὰ γελάσετε.» (Λουκ. στ´ 21).



Ὅποιος λυπᾶται καὶ ὑποφέρνει γιὰ τὸν Χριστό, πέρνει παρηγοριὰ οὐράνια καὶ εἰρήνη ἀθόλωτη. Παράκληση δὲν θὰ πεῖ παρακάλεσμα, ἀλλὰ παρηγοριά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα λέγεται Παράκλητος, δηλαδὴ Παρηγορητής, ἐπειδὴ ὅποιος τὸ πάρει, παρηγοριέται σὲ κάθε θλίψη του καὶ βεβαιώνεται καὶ δὲν φοβᾶται τίποτα. Κι᾿ αὐτὴ ἡ βεβαιότητα ποὺ δέχεται μυστικά, τὸν κάνει νὰ χαίρεται πνευματικά.


Καὶ πάλι λέγει ὁ Κύριος παρακάτω στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία: «Μακάριοι ἐστὲ ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ,» (Ματθ. ε´ 11).


Καὶ κατὰ τὸν μυστικὸ Δεῖπνο εἶπε στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους: «Ἀμήν, Ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται· ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ᾿ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται.» (Ἰω.ιστ´ 20).


Ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ τὰ λένε χαρὲς οἱ ἄνθρωποι, δὲν εἶναι ἀληθινὲς χαρές· μιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρά, τούτη ἢ ἡ πονεμένη χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ξαγοράζεται μὲ τὴ θλίψη, γιὰ τοῦτο κι᾿ ὁ Κύριος τη λέγει «πεπληρωμένη», δηλ. τέλεια, ἀληθινή, σίγουρη. (Ἰω. ιστ´ 25).


Κι᾿ ὁ ἅγιος Παῦλος στὶς Ἐπιστολές του λέγει πολλὰ γι᾿ αὐτὴ τὴ βλογημένη θλίψη ποὺ εἶναι συμπλεγμένη μὲ τὴ χαρά: «Ἡ λύπη γιὰ τὸν Θεό, λέγει, φέρνει ἀμετάνοιωτη μετάνοια γιὰ τὴ σωτηρία (δηλ. ἡ λύπη ποὺ νοιώθει ὅποιος πιστεύει στὸν Θεό, κάνει ὥστε ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος νὰ μετανοιώσει καὶ νὰ σωθεῖ, χωρὶς νὰ ἀλλάξει γνώμη καὶ νὰ γυρίσει πίσω στὴν ἁμαρτία), ἐνῶ ἡ λύπη τοῦ κόσμου φέρνει τὸν θάνατο.» (Κορινθ. Β´, ζ´ 10).


Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει πὼς οἱ χριστιανοὶ φαίνουνται στοὺς ἀσεβεῖς πὼς εἶναι λυπημένοι, μὰ στ᾿ ἀληθινὰ χαίρουνται: «ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες,» (Κορινθ. Β´, στ´ 10). Ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν παντοτινὴ χαρὰ φτερωμένος ὁ ἅγιος Παῦλος, γράφει ὁλοένα στοὺς μαθητάδες του: «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε!» (Φιλιπ. δ´ 4). «Πάλιν χαρῆτε.» (Φιλιπ. β´ 28). «Πάντοτε χαίρετε.» (Θεσσαλ. ε´ 16). «Λοιπόν, ἀδελφοί, χαίρετε.» (Κορινθ. Β´ ζ´ 16).


Μέσα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ποὺ εἶναι ὁ ἴσκιος τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἶναι παραστημένα ὅλα σὰν σκεπασμένα, συμβολικά, ὅπως εἶναι ἡ θυσία τοῦ Ἀβραάμ, τύπος τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, οἱ δώδεκα γυιοὶ τοῦ Ἰακὼβ τύπος τῶν δώδεκα ἀποστόλων, κλπ. Ἔτσι καὶ τὸ πικρὸ νερὸ τῆς Μερρᾶς ποὺ τὸ ἔκανε γλυκὸ ὁ Μωυσῆς μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, παριστάνει τὴ λύπη τῆς ἁμαρτίας ποὺ τὴν ἄλλαξε ὁ Χριστὸς σὲ χαρά, «εἰς ὕδωρ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον».


Τούτη τὴν πνευματικὴ Χαρὰ ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὰ δάκρυα, ἔνοιωσε μέσα του κι᾿ ὁ Δαυῒδ κ᾿ ἔλεγε: «Κύριε, ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με», «Κύριε, μὲ τὴ λύπη ἄνοιξες τὴν καρδιά μου.»


Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει: «Τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμὸς καὶ εἰς τὸ πρωΐ ἀγαλλίασις.» (Ψαλμ. κθ´) καὶ πάλι λέγει: «Κύριος ἐγεννήθη βοηθός μου. Ἔτρεψας τὸν κοπετόν μου εἰς χαρὰν ἐμοί» (Ψαλμ. κθ´).


Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει: «Γεύσασθε καὶ ἴδατε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος. Μακάριος ἀνὴρ ὁ ἐλπίζων ἐπ᾿ αὐτόν.» (Ψαλμ. λγ´). Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει: «Πολλαὶ αἱ θλίψεις τῶν δικαίων, καὶ ἐκ πασῶν αὐτῶν ρύσεται αὐτοὺς ὁ Κύριος.» (Ψαλμ. λγ´).


Γι᾿ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ χαρὰ ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς σὲ ὅσους τὸν ἀγαποῦνε καὶ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ θλίψη, γράψανε πολλὰ καὶ θαυμαστὰ οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τὴ λέγει Χαροποιὸν πένθος καὶ Χαρμολύπη. «Πένθος γιὰ τὸν Θεό, λέγει, εἶναι τὸ νἆναι σκυθρωπὴ ἡ ψυχή σου, κ᾿ ἡ καρδιά σου νὰ ποθεῖ νὰ πικραίνεται, καὶ ν᾿ ἀποζητᾶ ὁλοένα αὐτὸ ποὺ διψᾶ, κ᾿ ἐπειδὴ δὲν τὸ βρίσκει, νὰ τὸ κυνηγᾶ μὲ πόνο καὶ νὰ τρέχει ξοπίσω του κλαίγοντας ἀπαρηγόρετα».


«Βάστα γερὰ τὴ μακάρια τούτη χαρμολύπη καὶ τὴν ἁγιασμένη κατάνυξη, καὶ μὴν πάψεις νὰ τὴν ἐργάζεσαι μέσα σου, ὡς ποὺ νὰ σὲ κάνει νὰ ὑψωθεῖς ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο, καὶ νὰ σὲ παραστήσει καθαρὸν στὸν Χριστό».


«Ὅποιος πορεύεται ἀδιάκοπα μὲ θλίψη, αὐτὸς γιορτάζει ἀκατάπαυστα· κι᾿ ὅποιος ὁλοένα διασκεδάζει, αὐτὸς μέλλεται νὰ ἀπολάψει θλίψη αἰώνια».


«Ἐγὼ λογιάζοντας τὶ λογῆς εἶναι τούτη ἡ θλιμένη κατάνυξη, ἀπορῶ· πῶς γίνεται, κάποιο πράγμα ποὺ λέγεται κλάψιμο καὶ λύπη, νὰ ἔχει μέσα του τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐφροσύνη περιμπλεγμένα συναμεταξύ τους σὰν τὸ μέλι μὲ τὸ κερὶ».


«Αὐτὴ ἡ οὐράνια παρηγοριὰ εἶναι κάποια ἀνακούφιση καὶ θεϊκὴ ξαλάφρωση ποὺ παρηγορὰ τὴν πονεμένη καὶ λυπημένη ψυχή, ὁποὺ θλίβεται γιατὶ χωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες της. Αὐτὴ ἡ βοήθεια εἶναι μία θεϊκὴ ἐνέργεια ποὺ ξανανηώνει καὶ καινουργιεύει τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς ὁποὺ κατάπεσε στὴν πίκρα καὶ στὴ σκληρὴ λύπη, καὶ στέκεται καταφαρμακωμένη ἀπὸ τὴν ἀμέτρητη πίκρα της, ἀπελπισμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες της. Καὶ τούτη ἡ χαριτωμένη βοήθεια ἀλλάζει τὰ πονεμένα δάκρυά της σὲ κάποια παρηγοριὰ θαυμαστὴ κι᾿ ἀνακουφιστική».


«Κανένα πράγμα δὲν ταιριάζει μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, ὅσο αὐτὸ τὸ χριστιανικὸ πένθος».


«Ὅποια ἐνάρετη ζωὴ κι ἂν κάνουμε, ἂν δὲν ἔχουμε καρδιὰ θλιμένη καὶ πονεμένη, γιὰ μάταιη κι᾿ ἀδιαφόρετη λογαριάζεται. Τοῦτο τὸ βλογημένο καὶ θεάρεστο κλάψιμο εἶναι μία λύπη ἀλησμόνητη τῆς ψυχῆς, μιὰ ὄρεξη πονεμένη τῆς καρδιᾶς, ποὺ ζητᾶ μὲ δάκρυα καὶ μὲ μεγάλον πόθο τὸν Θεό».


Κι᾿ ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέγει: «Σὰν λυτρωθεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της, καὶ σὰν περάσει μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ τὴν πονηρὴ θάλασσα, καὶ βλέπει μπροστά της τοὺς ἐχθρούς της νὰ χάνουνται, στοὺς ὁποίους ἤτανε πρωτήτερα δούλα, ἀναγαλλιάζει μὲ μία χαρὰ ἀνεκλάλητη καὶ δοξασμένη, γιατὶ παρηγοριέται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ξεκουράζεται στὸν Κύριο. Τότε τὸ πνεῦμα ποὺ ἔλαβε, τραγουδᾶ κάποιο καινούριο τραγούδι μὲ τὸ τύμπανο, ἤγουν μὲ τὸ σῶμα, καὶ μὲ τῆς κιθάρας, ἤγουν τῆς ψυχῆς, τὶς λογικὲς κόρδες καὶ τοὺς λεπτότατους λογισμούς, καὶ μὲ τὸ δοξάρι τῆς θείας χάρης, καὶ ψέλνει ὕμνους στὸν ζωοδότη Χριστό».


«Σὲ τοῦτο οἱ χριστιανοὶ εἶναι διαφορετικοὶ ἀπὸ ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, καὶ μεγάλη ἀπόσταση ὑπάρχει ἀνάμεσά τους, γιατὶ ἔχουνε τὸν νοῦ τους καὶ τὴ διάνοιά τους στὸ οὐράνιο φρόνημα, καὶ καθρεφτίζουνε μέσα τους τὰ αἰώνια ἀγαθά, ἐπειδὴς ἔχουνε τὸ ἅγιον Πνεῦμα· γιατὶ γεννηθήκανε ἄνωθεν κι᾿ ἀξιωθήκανε νὰ γίνουνε τέκνα τοῦ Θεοῦ μὲ ἀλήθεια καὶ μὲ δύναμη, καὶ κατασταθήκανε σταθεροὶ καὶ στέρεοι κι᾿ ἀσάλευτοι κι᾿ ἀναπαυμένοι ὕστερα ἀπὸ πολλοὺς ἀγῶνες καὶ κόπους, χωρὶς νὰ ταράζονται πιὰ ἀπὸ ἄστατους καὶ μάταιους λογισμούς. Σ᾿ αὐτὸ εἶναι πιὸ μεγάλοι καὶ πιὸ καλοὶ ἀπὸ τὸν κόσμο, ἐπειδὴς ἔχουνε τὸ νοῦ τους καὶ τὸ φρόνημα τῆς ψυχῆς τους στὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἀγάπη τοῦ ἁγίου Πνεύματος».


Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος γράφει γι᾿ αὐτὰ τὰ βλογημένα δάκρυα: «Ἂν δὲν φτάξεις στὰ δάκρυα, μὴν νομίσεις πὼς ἔφταξες κάπου στὴ διαγωγή σου καὶ στὴν πολιτεία σου, γιατὶ ὡς τὰ τότε, τὸν κόσμο ὑπηρετοῦνε οἱ κρυφοὶ διαλογισμοί σου, δηλαδὴ μὲ τὸν ἔξω ἄνθρωπο κάνεις τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ μέσα ἄνθρωπος εἶναι ἀκόμα ἄκαρπος· ἐπειδὴ ὁ καρπός του ἔρχεται ἀπὸ τὰ δάκρυα. Γιατὶ σὰν φτάσεις στὴ χώρα τους, τότε νὰ ξέρεις πὼς βγῆκε ἡ διάνοιά σου ἀπὸ τὴ φυλακὴ τούτου τοῦ κόσμου κι᾿ ἔβαλε τὸ πόδι της στὴ στράτα τοῦ καινούριου κόσμου, κι᾿ ἄρχισε νὰ μυρίζει ἐκεῖνον τὸν καινούριον ἀέρα τὸν θαυμαστόν. Καὶ τότε ἀρχίζουνε νὰ τρέχουνε τὰ δάκρυα, ἐπειδὴ κοντεύει νὰ γεννηθεῖ τὸ πνευματικὸ νήπιο. Γιατὶ ἡ χάρη, ποὺ εἶναι ἡ μητέρα ὅλων, βιάζεται νὰ γεννήσει στὴν ψυχὴ κάποιον θεϊκὸ τύπο μυστικὰ στὸ φῶς τῆς μέλλουσας ζωῆς. Καὶ σὰν φτάξει ἡ ὥρα νὰ γεννηθεῖ, τότες ὁ νοῦς ἀρχίζει νὰ κινιέται σὲ κάποια πράγματα τοῦ κόσμου, ὅπως ἡ ἀναπνοὴ ποὺ παίρνει τὸ ἀγέννητο μωρὸ μέσα στὴν κοιλιὰ καὶ θρέφεται· κ᾿ ἐπειδὴ δὲ μπορεῖ νὰ βαστάξει σὲ κάποιο πράγμα ποὺ δὲν εἶναι συνηθισμένο, συνειθισμένο, ἄξαφνα ἀρχίζει νὰ σαλεύει τὸ κορμί του σὰν νὰ θέλει νὰ κλάψει μ᾿ ἕνα κλάψιμο ἀνακατεμένο μὲ τὴ γλυκύτητα τοῦ μελιοῦ. Κι᾿ ὅσο θρέφεται τὸ μέσα βρέφος, τόσο περισσότερα δάκρυα ἔρχουνται».


Κι᾿ ἀλλοῦ γράφει ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος: «Πρῶτα δοκιμάζει μὲ πειρασμοὺς ὁ Θεός, ὕστερα δείχνει τὸ χάρισμα. Δόξα στὸν δεσπότη ποὺ μᾶς δίνει τὴν ὑγεία μας μὲ γιατρικὰ στυφά.»


Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει: «Ὅλοι οἱ ἅγιοι θλιμένοι μισέψανε ἀπὸ τούτη τὴ ζωή· κι᾿ ἂν οἱ ἅγιοι πενθούσανε καὶ τὰ μάτια τους γεμίζανε πάντα δάκρυα, ὥσπου φύγανε ἀπὸ τούτη τὴ ζωή, ποιὸς δὲν θὰ κλάψει; Ἡ παρηγοριὰ τοῦ χριστιανοῦ γεννιέται ἀπὸ τὸ κλάψιμο· κι᾿ ἂν οἱ τέλειοι κ᾿ οἱ νικηφόροι κλάψανε ἐδῶ κάτω, πῶς θὰ παραδεχτεῖ νὰ ἡσυχάσει ἀπὸ τὸ κλάψιμο αὐτὸς ποὺ εἶναι γεμάτος πληγές; αὐτὸς ποὺ ἔχει μπροστά του κειτάμενο τὸ κουφάρι του, καὶ ποὺ βλέπει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του νεκρωμένον ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, χρειάζεται καὶ διδασκαλία μὲ ποιὸν λογισμὸ θὰ μεταχειρισθεῖ τὰ δάκρυα;»


Κι᾿ ἀλλοῦ γράφει: «Καλότυχοι ὅσοι εἶναι καθαροὶ στὴν καρδιά, γιατὶ δὲν περνᾶ ὥρα ποὺ δὲν νοιώθουνε τούτη τὴ χαρὰ τῶν δακρύων, καὶ μέσα σ᾿ αὐτὴ βλέπουνε τὸν Κύριο.


Κ᾿ ἐνῶ ἀκόμα τὰ δάκρυα εἶναι στὰ μάτια τους, ἀξιώνουνται νὰ θωροῦνε τὰ μυστήριά του μὲ τὸ ὕψος τῆς προσευχῆς τους, καὶ δὲν κάνουνε ποτὲ προσευχὴ ποὺ νὰ μὴν εἶναι βρεγμένη μὲ δάκρυα. Κι᾿ αὐτὸ εἶναι ποὺ λέγει ὁ Κύριος «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται.» Γιατὶ ἀπὸ τὸ πένθος ἔρχεται κανένας στὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς, γιὰ τοῦτο εἶπε μὲν ὁ Κύριος πὼς αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦνε, μὰ δὲν ἐξήγησε ποιὰ παρηγοριὰ θὰ πάρουνε· γιατὶ σὰν ἀξιωθεῖ ὁ χριστιανὸς μὲ τὰ δάκρυα νὰ περάσει τὴ χώρα τῶν παθῶν καὶ νὰ φτάξει στὸν κάμπο τῆς καθαρότητας τῆς ψυχῆς, τότε τὸν βρίσκει αὐτὴ ἡ παρηγοριὰ ποὺ δὲν βρίσκεται σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, τότε καταλαβαίνει ποιὰ παρηγοριὰ βρίσκει στὸ τέλος τῆς λύπης, ποὺ τὴν δίνει ὁ Θεὸς μὲ τὴν καθαρότητα σ᾿ ὅσους θλίβουνται· γιατὶ δὲν γίνεται νὰ θλίβεται κανένας ἀδιάκοπα καὶ νὰ πειράζεται κι᾿ ἀπὸ τὰ πάθη, ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ χάρισμα δίνεται σὲ κείνους ποὺ δὲν ἔχουνε πάθη, τὸ νὰ κλαῖνε καὶ νὰ θλίβουνται. Τὴ βοήθεια ποὺ γίνεται ἀπὸ τὸ κλάψιμο, κανένας δὲν τὴ γνωρίζει, παρὰ μονάχα ἐκεῖνοι ποὺ παραδώσανε τὶς ψυχές τους σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔργο.»


Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει: «Ὁ πλοῦτος τοῦ χριστιανοῦ εἶναι παρηγοριὰ ποὺ γίνεται ἀπὸ τὸ πένθος, καὶ ἡ χαρὰ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν πίστη καὶ ποὺ λάμπει στὰ κατάβαθα τῆς διανοίας.» Καὶ σὲ ἄλλο μέρος γράφει: «Οἱ καλὲς πράξεις ποὺ γίνουνται χωρὶς τὴ λύπη τῆς διάνοιας, εἶναι σὰν ἕνα σῶμα ἄψυχο».


Κι᾿ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος λέγει: «Καλότυχος ἐκεῖνος ποὺ μὲ γνώση θὰ ἐπιθυμήσει νὰ κλαίγει, καὶ ποὺ θὰ χύσει δάκρυα μὲ κατάνυξη ἀπάνω στὴ γῆ σὰν καλὰ μαργαριτάρια μπροστὰ στὸν Κύριο».


Πολλὰ γράφει γιὰ τὸ χαροποιὸ πένθος κι᾿ ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος: «Ἂς ποθήσουμε, λέγει, μὲ ὅλη τὴν ψυχή μας ἐκεῖνα ποὺ μᾶς προστάζει ὁ Θεός, φτώχια πνευματική, ἤγουν ταπείνωση, παντοτινὴ θλίψη, νύχτα καὶ μέρα, ἀπ᾿ ὅπου ἀναβρύζει κάθε ὥρα ἡ χαρὰ τῆς ψυχῆς κ᾿ ἡ παρηγοριὰ σὲ κείνους ποὺ ἀγαπᾶνε τὸν Θεό. Γιατὶ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ θλίψη ἀποχτιέται κ᾿ ἡ πραότητα σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται ἀληθινά. Ἀπὸ τὸ πένθος «πεινοῦνε καὶ διψοῦνε τὴν δικαιοσύνη», ἤγουν ὅλες τες ἀρετές, καὶ ζητᾶνε πάντα τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ ξεπερνᾶ κάθε νοῦ ἀνθρώπινον. Ἀπὸ τὴν παντοτινὴ θλίψη γίνουνται κ᾿ ἐλεήμονες καὶ καθαροὶ στὴν καρδιὰ καὶ γεμάτοι ἀπὸ εἰρήνη κ᾿ εἰρηνοποιοὶ κι᾿ ἀνδρεῖοι στοὺς πειρασμούς. Ἀπὸ τὸ πένθος μισεῖ κανένας τὰ κακά. Ἀπὸ τὸ πένθος ἀνάβει στὴν ψυχὴ ὁ θεϊκὸς ζῆλος ποὺ δὲν τὴν ἀφήνει πιὰ νὰ ἡσυχάσει ὁλότελα, εἴτε νὰ γυρίσει στὸ κακὸ μαζὶ μὲ τοὺς κακούς. Ἀλλὰ τὴν γεμίζει ἀπὸ ἀνδρεία καὶ δύναμη στὸ νὰ κάνει ὑπομονὴ μέχρι τέλος στοὺς πειρασμούς.»


Καὶ σ᾿ ἄλλο μέρος λέγει: «Πρωτήτερα ἀπὸ τὸ πένθος γιὰ τὸν Θεό, εἶναι ἡ ταπείνωση, κ᾿ ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸ ἀκολουθεῖ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη ἀνέκφραστη. Κι᾿ ὁλόγυρα στὴν ταπείνωση ποὺ γίνεται γιὰ τὸν Θεὸ φυτρώνει ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας· γιατὶ ὅσο νομίζει κανένας μὲ ὅλη τὴν ψυχή του τὸν ἑαυτό του πιὸ ἁμαρτωλὸν ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, τόσο πληθαίνει μαζὶ μὲ τὴν ταπείνωση ἡ ἐλπίδα, κι᾿ ἀνθίζει μέσα στὴν καρδιά του, καὶ τὴν πληροφορεῖ πὼς μέλλει νὰ σωθεῖ μὲ τὴν ταπείνωση.


Ὅσο κατεβαίνει κανένας σὲ βάθος ταπείνωσης καὶ καταδικάζει καὶ κατακρίνει τὸν ἑαυτό του γιὰ ἀνάξιο νὰ σωθεῖ, τόσο πικραίνεται καὶ βγάζει πηγὲς ἀπὸ δάκρυα, καὶ κατ᾿ ἀναλογία μὲ τὰ δάκρυα καὶ μὲ τὴ θλίψη του ἀναβρύζει στὴν καρδιά του ἡ πνευματικὴ χαρά, καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὴ ἀναβρύζει ἡ ἐλπίδα καὶ μεγαλώνει μαζί της καὶ δίνει τὴν πληροφορία βεβαιότερη.»


Κι᾿ ἀλλοῦ γράφει: «Πρέπει κάθε ἕνας νὰ στοχάζεται τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ προσέχει μὲ φρονιμάδα, ὥστε νὰ ἔχει τὸ θάρρος σὲ μονάχη τὴν ἐλπίδα, χωρὶς τὴ λύπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ταπείνωση, οὔτε πάλι νὰ θαρεύεται στὴν ταπεινοφροσύνη καὶ στὰ δάκρυα, χωρὶς τὴν πνευματικὴ ἐλπίδα καὶ χαρὰ ποὺ ἔρχονται μαζὶ μὲ τ᾿ ἄλλα.»


Κι᾿ ἀλλοῦ πάλι γράφει: «Γίνεται καὶ λύπη χωρὶς πνευματικὴ ταπείνωση, κι᾿ ἐκεῖνοι ποὺ θλίβονται ἔτσι, νομίζουνε πὼς αὐτὸ τὸ πένθος καθαρίζει τὶς ἁμαρτίες, ἀλλὰ μάταια πλανιοῦνται, ἐπειδὴς εἶναι στερημένοι ἀπὸ τὴ γλυκύτητα τοῦ πνεύματος ποὺ γίνεται μυστικὰ μέσα στὸ νοερὸ θησαυροφυλάκιο τῆς ψυχῆς καὶ δὲν γεύουνται ἀπὸ τὴ χρηστότητα τοῦ Κυρίου. Γιὰ τοῦτο οἱ τέτοιοι ἄνθρωποι ἀνάβουνε γλήγορα καὶ θυμώνουνε καὶ δὲν μποροῦνε νὰ καταφρονήσουνε ὁλότελα τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου. Μὰ ὅποιος δὲν τὰ καταφρονέσει ὁλότελα τοῦτα, καὶ δὲν ἀποχτήσει μίσος μ᾿ ὅλη τὴν ψυχή του γι᾿ αὐτά, δὲν εἶναι δυνατὸ ν᾿ ἀποχτήσει ποτὲ βέβαιη κι᾿ ἀδίσταχτη ἐλπίδα πὼς θὰ σωθεῖ, ἀλλὰ τριγυρίζει παντοτινὰ μὲ ἀμφιβολία ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, ἐπειδὴ δὲν ἔβαλε θεμέλιο ἀπάνω σὲ πέτρα.»


Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει αὐτὸς ὁ ἅγιος: «Τὸ πένθος εἶναι διπλὸ κατὰ τὶς ἐνέργειες: σὰν νερὸ σβύνει μὲ τὰ δάκρυα ὅλη τη φλόγα τῶν παθῶν, καὶ ξεπλύνει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸν μολυσμὸ ποὺ προξενοῦσε στὴν ψυχή· καὶ πάλι σὰν φωτιὰ ζωοποιεῖ μὲ τὴν παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος κι᾿ ἀνάβει καὶ πυρώνει καὶ ζεσταίνει τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ἀνάβει στὸν ἔρωτα καὶ στὸν πόθο τοῦ Θεοῦ.»


Καὶ σὲ ἄλλο μέρος πάλι γράφει: Ὅποιος συλλογίζεται μὲ αἴσθηση τῆς ψυχῆς πὼς εἶναι ἀνάξιος νὰ δεχτεῖ τὸν Θεὸ καὶ πὼς ἡ πολιτεία του, ὅσο καλὴ κι᾿ ἂν εἶναι, εἶναι τιποτένια μπροστὰ στὴν πολιτεία τῶν ἁγίων, χωρὶς ἄλλο θὰ πενθήσει μὲ κεῖνο τὸ πένθος ποὺ εἶναι ἀληθινὰ μακαριώτατο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔρχεται κι᾿ ἡ παρηγοριά, καὶ κάνει τὴν ψυχὴ πραεία· γιατὶ ἡ χαρὰ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὴ θλίψη εἶναι ὁ ἀρραβώνας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.»


Κι᾿ ἀλλοῦ λέγει: «Ὅπου εἶναι ταπεινοφροσύνη, ἐκεῖ εἶναι κι᾿ ἡ φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι᾿ ὅπου εἶναι φώτιση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐκεῖ εἶναι καὶ φωτοχυσία τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς μὲ σοφία καὶ γνώση τῶν μυστηρίων του. Κι᾿ ὅπου εἶναι αὐτά, ἐκεῖ εἶναι κ᾿ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, κ᾿ ἡ γνώση τῆς βασιλείας, κ᾿ οἱ κρυφοὶ θησαυροὶ τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ, ποὺ μέσα τους εἶναι καὶ τὸ φανέρωμα τῆς πνευματικῆς φτώχιας. Κι᾿ ὅπου εἶναι αἴσθηση πνευματικῆς φτώχιας, ἐκεῖ εἶναι καὶ τὸ χαρούμενο πένθος, ἐκεῖ εἶναι καὶ τὰ παντοτινὰ δάκρυα, ποὺ καθαρίζουνε ἐκείνη τὴν ψυχὴ ποὺ τὰ ἀγαπᾶ καὶ τὴν κάνουνε ὁλόκληρη φωτεινή. Ὤ, δάκρυα ποὺ ἀναβλύζετε ἀπὸ θεϊκὸν φωτισμὸ κι᾿ ἀνοίγετε τὸν οὐρανὸ καὶ μοῦ προξενᾶτε θεϊκὴ παρηγοριά! Γιατὶ ἀπὸ τὴ χαρὰ κι᾿ ἀπὸ τὸν πόθο ποὺ ἔχω, λέγω πάλι καὶ πολλὲς φορὲς τὰ ἴδια; Γιατὶ ὅπου εἶναι πλῆθος δάκρυα μὲ γνώση ἀληθινή, ἐκεῖ εἶναι καὶ λάμψη θείου φωτός, κι᾿ ὅπου εἶναι λάμψη θείου φωτός, ἐκεῖ εἶναι κι᾿ ὅλα τὰ καλά, κ᾿ ἐκεῖ εἶναι τυπωμένη μέσα στὴ καρδιὰ κ᾿ ἡ σφραγίδα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀπ᾿ ὅπου προέρχονται ὅλοι οἱ καρποὶ τῆς ζωῆς. Ἀπὸ τὰ δάκρυα γιὰ τὸν Χριστὸ βγαίνουνε τοῦτοι οἱ καρποί, ἡ πραότητα, ἡ εἰρήνη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ χρηστότητα, ἡ ἀγαθωσύνη, ἡ πίστη, ἡ ἐγκράτεια. Ἀπὸ τὰ δάκρυα βγαίνει τὸ νὰ ἀγαπᾶ κανένας τοὺς ἐχθρούς του καὶ νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ γι᾿ αὐτούς, τὸ νὰ χαίρεται στοὺς πειρασμούς, τὸ νὰ καυχιέται στὶς θλίψεις, τὸ νὰ στοχάζεται σὰν δικές του τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀλλουνῶν καὶ νὰ κλαίγει γι᾿ αὐτές, τὸ νὰ βάζει τὴ ζωή του σὲ θάνατο γιὰ τοὺς ἀδελφούς του μὲ προθυμία».


http://paterikakeimena.blogspot.ca/2015/03/blog-post_82.html#more

Χρεία υπομονής ( Γέρων Ιωσήφ Ησυχαστής )



Η ζωή του ανθρώπου, παιδί μου, είναι θλίψις, διότι είναι στην εξορία. Μη ζητής τελείαν ανάπαυσιν. Ο Χριστός μας σηκωσε τον σταυρόν, και ημείς θα σηκώσωμεν. Όλας τα θλίψεις εαν τας υπομένωμεν ευρίσκωμεν Χάριν παρά Κυρίου. Δι' αυτό μας αφήνει ο Κύριος να πειραζώμεθα. δια να δοκιμάζη τον ζήλον και την αγάπην προς αυτόν όπου έχομεν. Δι' αυτό χρεία υπομονής. Χωρίς υπομονήν δεν γίνεται ο άνθρωπος πρακτικός, δεν μανθάνει τα πνευματικά, δεν φθάνει εις μέτρα αρετής και τελειώσεως.

Γέρων Ιωσήφ Ησυχαστής
 

Και ποιος είναι ο Παράδεισος; ( Αγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης )




Και ποιος είναι ο Παράδεισος; «Ο Χριστός», έλεγε ο Γέροντας. «Όταν αγαπάς τον Χριστό, τότε παρ’ όλη την αίσθηση της αμαρτωλότητος και των αδυναμιών σου έχεις τη βεβαιότητα ότι ξεπέρασες το θάνατο, γιατί βρίσκεσαι στην κοινωνία της αγάπης του Χριστού. Και να μας αξιώσει ο Θεός να δούμε το Πρόσωπο του Κυρίου και απ’ εδώ στη γη και απ’ εκεί, όπου θα πάμε».

Αγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Τι σημαίνει σωτηρία; ( Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ )


Τι σημαίνει σωτηρία; Ο θάνατος του σώματος είναι άραγε η προϋπόθεση για την είσοδο στη Βασιλεία του Χριστού; Πως μπορούμε να αναπτύξουμε την ικανότητά μας να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, σύμφωνα με το Αγιο Πνεύμα; 


Ενα μόνο έχει σημασία: να φυλάξουμε την ένταση της προσευχής και της μετάνοιας. Τότε ο θάνατος δε θα είναι ρήξη, αλλά μετάβαση στη Βασιλεία, για την οποία θα έχουμε ετοιμασθεί με την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, με την προσευχή και την επίκληση του Ονόματός Του: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ο θεός ημών, ελέησον ημάς και τον κόσμον Σου».

Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ

Η Ελλάδα έχασε τον δρόμο της, αλλά μας αγαπά ο Θεός καί περιμένει την μετάνοιά μας ( Αγιος Παΐσιος )

Ο Αγιος Παΐσιος,  αγαπούσε την Πατρίδα καί έλεγε: «Καί η Πατρίδα είναι μια μεγάλη οικογένεια». Δεν επεδίωκε το εθνικό μεγαλείο, την δόξα καί την ισχύ με την κοσμική έννοια, αλλά την ειρήνη, την πνευματική άνοδο και την ηθική ζωή των πολιτών, για να μας βοηθά και ο Θεός. Ούτε επιζητούσε την ασφάλεια για να απολαμβάνουν οι άνθρωποι τις ανέσεις τους. 

Σέ κάποιον Έλληνα θερμό πατριώτη που ζούσε στην Αμερική καί προσπαθούσε να προβάλλει την Ελλάδα, συνέστησε ν’ αγωνισθεί για να αγιάσει καί υστέρα να προβάλλει σωστά καί πνευματικά και την Ελλάδα…


Στά θέματα της Πατρίδος δεν ήθελε οι Χριστιανοί να είναι αδιάφοροι. Πολύ λυπόταν που έβλεπε πνευματικούς ανθρώπους να επιζητούν να βολευθούν οι ίδιοι και να μην ενδιαφέρονται για την Πατρίδα. Έλεγε: «Σέ μια εποχή που ο σατανάς οργιάζει καί οι άνθρωποί του οργανώνονται, οι Έλληνες βρίσκονται σε νάρκη. Τον εαυτό του μόνο κοιτάζει να βολέψει ο καθένας καί τίποτε περισσότερο. Καί ότι να τους κάνεις, όσο κι αν τους κουνήσεις, με τίποτε δεν ξυπνούν». Ο καημός του καί η απορία του ήταν πώς οι υπεύθυνοι δεν αντιλαμβάνονται που οδηγούμαστε. Ο ίδιος από παλαιά διέβλεπε την σημερινή κατάσταση καί ανησυχούσε, αλλά δεν διέσπειρε τις ανησυχίες του στον κόσμο. Έδινε ελπίδα καί αισιοδοξία. Έλεγε: «Από το κακό που επικρατεί σήμερα, θα βγει μεγάλο καλό…»
 

Πονούσε για την πνευματική κατάπτωση των πολιτών. Έλεγε: «Η Ελλάδα έχασε τον δρόμο της. Η αμαρτία καί η ασωτία βασιλεύουν στους ανθρώπους, αλλά μας αγαπά ο Θεός καί περιμένει την μετάνοιά μας». Μιλούσε αυστηρά γι’ αυτούς που ψήφιζαν αντιχριστιανικούς νόμους. Λυπήθηκε για την αλλαγή της γλώσσας και είπε: «Η επόμενη γενεά θα φέρει Γερμανούς να μας μάθουν την γλώσσα μας, καί τα παιδιά μας θα μας φτύνουν»…
Ο Γέροντας ήταν άνθρωπος της ειρήνης καί της ενότητος. Δεν άνηκε σε κανένα κόμμα. Ήταν υπεράνω κομμάτων. Απέρριπτε άθεα πολιτικά κόμματα καί πολιτικούς για την αθεΐα τους καί την πολεμική τους προς την Εκκλησία. Έλεγε: «Τί να το κάνω το δεξί ή το αριστερό χέρι, αν δεν κάνει σταυρό;», απορρίπτοντας έτσι τους άθεους πολιτικούς ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση… Ιδιαίτερα μιλούσε εναντίον της μασονίας. Στο Σινά τον επισκέφθηκε κάποιος από την Ελληνική Παροικία του Καΐρου συνοδευόμενος από Σιναΐτη ιερομόναχο. Ενώ συνομιλούσαν φιλικά, ο συνομιλητής ανέφερε ότι είναι μασόνος. Τότε απότομα ο ήρεμος Γέροντας εξανέστη και του είπε με αγανάκτηση: «Α, να χαθείς» καί αμέσως τον εγκατέλειψε και έφυγε. Ήθελε να δείξει με την συμπεριφορά του τον αποτροπιασμό του προς την μασονική ιδιότητα. Άλλος μασόνος τον επεσκέπτετο καί παρουσιαζόταν σαν γνωστός καί φίλος του. Όταν ο Γέροντας πληροφορήθηκε -καί αφού διασταύρωσε την πληροφορία ότι είναι μασόνος-, τον έλεγξε καί διέκοψε κάθε σχέση μαζί του…
 


Γενικώς συμβούλευε όλους να έχουν σεβασμό καί αγάπη προς την Πατρίδα, να ενεργούν για το κοινό καλό ευσυνείδητα καί να μην παρασύρονται από το γενικό πνεύμα της αδιαφορίας, της ισοπεδώσεως των πάντων, του βολέματος καί της καταχρήσεως.
Κυρίως όμως ο Γέροντας βοήθησε την Πατρίδα αφανώς με την προσευχή του. Αυτό φαίνεται από το τυπικό που αναφέρθηκε, αλλά καί από το ποίημα πού έστειλε στην μητέρα του. Στό τέλος γράφει ότι γίνεται καλόγηρος για να προσεύχεται «καί για όλη την Πολιτεία». Έδινε πρώτος το παράδειγμα καί παρακινούσε, λέγοντας: «Να κάνουμε προσευχή ο Θεός να φωτίζει τους υπευθύνους που έχουν θέσεις μεγάλες στην Πολιτεία, γιατί αυτοί μπορούν να κάνουν μεγάλο καλό»…
 


Κάποτε διηγήθηκε: «…Καθόμουν στο ξυλοκρέβατο στο Αρχονταρίκι καί έλεγα την ευχή. Ξαφνικά παρουσιάστηκε ο διάβολος με την μορφή του... (ανωτάτου πολιτικού προσώπου της εποχής εκείνης του οποίου απεδοκίμαζε ενέργειες καταστρεπτικές) και με απειλούσε. Αλλά δεν μπορούσε να πλησιάσει. Ήταν σαν δεμένος, κάτι τον κρατούσε και σφιγγόταν».
Το ίδιο βράδυ ο Γέροντας παρουσιάσθηκε σ’ έναν έγγαμο ιερέα στον ύπνο του. Του είπε αυστηρά: «Παπα... τι κοιμάσαι; Σήκω να κάνεις προσευχή, γιατί η Πατρίδα κινδυνεύει».
Την σωτηρία του Έθνους την περίμενε από τον Θεό. Έλεγε: «Αν ο Θεός άφηνε την τύχη του Έθνους στους πολιτικούς θα καταστρεφόμασταν. Αλλά αφήνει λίγο τα πράγματα για να φανούν οι διαθέσεις του καθενός».
 


Για τους πολιτικούς που έκαναν κακό στο Έθνος έλεγε: «Με αναπαυμένη συνείδηση παρακαλώ τον Θεό να τους δίνει μετάνοια και να τους παίρνει, για να μην κάνουν μεγαλύτερο κακό, και να αναστήσει Μακκαβαίους».
Πίστευε ότι ένας μοναχός μπορεί να βοηθήσει ολόκληρο το Έθνος. «Άλλον ο Θεός τον κάνει μοναχό για να βοηθήσει μια οικογένεια καί άλλον για να βοηθήσει ολόκληρο Έθνος. Το Άγιον Όρος πολλά μπορεί να προσφέρει. Μπορεί να δημιουργήσει πάλι το Βυζάντιο από το οποίο προήλθε». 


Από το βιβλίο: «Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου» του Ιερομονάχου Μωϋσή


http://agapienxristou.blogspot.ca/2013/04/blog-post_9402.html

Πριν υψώσουμε τα χέρια μας στον ουρανό, ας βάλουμε αρχή μετάνοιας.( Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος )



Πριν υψώσουμε, λοιπόν, ικετευτικά τα χέρια μας στον ουρανό, ας βάλουμε αρχή μετάνοιας. Άλλωστε, επειδή με τα χέρια εκτελούμε πολλές πονηρές πράξεις, γι' αυτό ακριβώς έχει καθιερωθεί να τα υψώνουμε, όταν προσευχόμαστε, ώστε η υπηρεσία που προσφέρουν για την προσευχή, να τα εμποδίζει από την κακία και να τ' απομακρύνει από την αμαρτία.

Έτσι θα θυμάσαι, δηλαδή, όταν πρόκειται ν' αρπάξεις κάτι ή να χτυπήσεις κάποιον, ότι αυτά τα χέρια θα τα υψώσεις στο Θεό ως συνηγόρους σου και ότι μ' αυτά θα Του προσφέρεις την πνευματική θυσία της προσευχής.

Γι' αυτό μην τα μολύνεις, μην τα ντροπιάζεις, μην τα κάνεις ανάξια εμφανίσεως στο Θεό, με την τέλεση οποιασδήποτε ανομίας. Καθάριζέ τα με την ελεημοσύνη, με τη φιλανθρωπία, με την καλοσύνη, κι έτσι καθαρά ύψωνέ τα σε προσευχή.

Αν δεν προσεύχεσαι ποτέ με χέρια λασπωμένα, πολύ περισσότερο μην το κάνεις με χέρια λερωμένα από την αμαρτία. Γιατί κακό δεν είναι το να υψώνεις χέρια άπλυτα προς τον Κύριο· το να υψώνεις, όμως, χέρια καταμολυσμένα από αναρίθμητα αμαρτήματα, αυτό είναι φοβερό και προκαλεί την οργή του Θεού.

Αλλά μόνο έτσι παροργίζουμε τον Πατέρα μας; Με πόσους τρόπους, αλήθεια, αμαρτάνουμε, ακόμα και μέσα στην εκκλησία, την ώρα της λατρείας!

Αναπολόγητοι θα είμαστε, αν ο Θεός λογαριάσει τους αισχρούς λογισμούς που έχουμε στο νου μας, τις πονηρές επιθυμίες που έχουμε στην καρδιά μας, τις κατακρίσεις που ξεστομίζουμε καθημερινά για τον πλησίον μας, τα ψεύδη και τις συκοφαντίες, τις πανουργίες και τις δολοπλοκίες, τις κακότητες και τις αδικίες μας.

Λύπη μας προξενεί η προκοπή των άλλων, ακόμα και των φίλων μας. Ευχαρίστηση δοκιμάζουμε, όταν ο συνάνθρωπός μας υποφέρει, θεωρώντας τη συμφορά εκείνου ως παρηγοριά για τη δική μας δυστυχία.

Ασύνετα ζητάμε από το Θεό πράγματα φθαρτά κι ανώφελα, πράγματα που Εκείνος πρόσταξε να τα περιφρονούμε. Αθεόφοβα καταριόμαστε τους αδελφούς μας, ενώ έχουμε εντολή να δίνουμε ευχές και στους εχθρούς μας.

Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος


http://agapienxristou.blogspot.ca/2014/05/blog-post_6696.html