Friday, January 8, 2016

Η μετάνοια μάς ανοίγει τον ουρανό και μάς εισάγει στον Παράδεισο. ( Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος )


«Αν έχεις αμαρτίες, να μην απελπιστείς, αυτά δεν παύω να σας τα λέω συνεχώς, και αν κάθε μέρα αμαρτάνεις, να μετανοείς καθημερινά. Γιατί η μετάνοια είναι το φάρμακο κατά των αμαρτημάτων είναι η προς τον Θεόν παρρησία, είναι όπλο κατά του διαβόλου, είναι η μάχαιρα πού του κόβει το κεφάλι, είναι η ελπίδα της σωτηρίας, είναι η αναίρεση της απογνώσεως.

Η μετάνοια μάς ανοίγει τον ουρανό και μάς εισάγει στον Παράδεισο. Γι’ αυτό (σου λέω), είσαι αμαρτωλός; μην απελπίζεσαι. Ίσως βέβαια αναλογιστείς. Μα τόσα έχω ακούσει στην Εκκλησία και δεν τα ετήρησα. Πώς να εισέλθω και πάλι και πώς και πάλι να ακούσω; Μα γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να εισέλθεις επειδή, όσα άκουσες δεν τα ετήρησες. Να τα ξανακούσεις, λοιπόν, και να τα τηρήσεις. Εάν ο ιατρός σου βάλει φάρμακο στην πληγή σου και παρά ταύτα δεν καθαρίσει, την επομένη ημέρα δεν θα σου ξαναβάλει πάλι; Μη ντρέπεσαι, λοιπόν, να ξαναέλθεις στην Εκκλησία. Να ντρέπεσαι όταν πράττεις την αμαρτία. Η αμαρτία είναι το τραύμα και η μετάνοια το φάρμακο.

Αν, λοιπόν, έχεις παλιώσει σήμερα από την αμαρτία, να ανακαινίσεις τον εαυτό σου με τη μετάνοια. Και είναι δυνατό, μπορεί να πει κανείς να σωθώ, αφού μετανοήσω; Και βέβαια είναι. Μα, όλη τη ζωή μου την πέρασα μέσα στις αμαρτίες, και εάν μετανοήσω θα βρω τη σωτηρία; Και βέβαια. Από που γίνεται αυτό φανερό; Από τη φιλανθρωπία του Κυρίου σου… Γιατί η φιλανθρωπία του Θεού δεν έχει μέτρο. Και ούτε μπορεί να ερμηνευτεί με λόγια η πατρική Του αγαθότητα.

Σκέψου μια σπίθα πού έπεσε μέσα στη θάλασσα, μήπως μπορεί να σταθεί εκεί ή να φανεί; Όση σχέση έχει, λοιπόν, μια σπίθα με το πέλαγος, τόση σχέση έχει η αμαρτία σου σε σύγκριση με τη φιλανθρωπία του Θεού. Και καλύτερα, θα έλεγα, όχι τόση, άλλα πιο πολλή. Γιατί το πέλαγος, ακόμη και αν είναι απέραντο, έχει όριο, μέτρο και σύνορα. Η φιλανθρωπία όμως του Θεού είναι απεριόριστη.

Γι’ αυτό σου επαναλαμβάνω. Είσαι αμαρτωλός; Μην απελπίζεσαι».

Περιμένοντας να πεθάνουμε από τη δίψα.( Γεροντικό )


Ένας γέροντας, Νικόλας τ’ όνομα του, έμενε στη μονή του αββά Πέτρου, κοντά στον άγιο Ιορδάνη. Αυτός μας αφηγήθηκε την παρακάτω ιστορία:
» Έμενα κάποτε στην Ραϊθου, όταν τρείς αδελφούς μας έστειλαν στη Θηβαΐδα για διακονία. Καθώς περνούσαμε την έρημο, χάσαμε τον δρόμο και περιπλανιόμασταν πέρα-δώθε. Σαν ξοδέψαμε λοιπόν το νερό μας και για μέρες δεν βρίσκαμε άλλο, οι δυνάμεις μας άρχισαν τότε να μας εγκαταλείπουν από τη δίψα και τον καύσωνα. Τότε μη μπορώντας να συνεχίσουμε το βάδισμα βρήκαμε στην ίδια την έρημο κάτι στεγνούς θάμνους κι εκεί παρατήσαμε τον εαυτό μας, ο καθένας όπου βρήκε σκιά, περιμένοντας πια να πεθάνουμε από τη δίψα.

Για μια στιγμή εγώ ανακάθισα λίγο και πέφτω σε έκσταση. Βλέπω μια κολυμπήθρα γεμάτη νερό, ξεχειλισμένη. Ήταν και δύο άντρες πάνω στο χείλος της κολυμπήθρας κι έπαιρναν νερό μ’ ένα ξύλινο κύπελο.

Άρχισα τότε να παρακαλώ τον ένα λέγοντας:
– Δείξε μου αγάπη, κύριε, δώσ’ μου λίγο νερό, πάω να σβήσω.

Εκείνος όμως δεν ήθελε να μου δώσει. Τότε του λέει ο άλλος:
– Δωσ’ του λιγάκι.

Κι ο πρώτος αποκρίνεται:
– Να μην του δώσουμε, γιατί είναι ράθυμος ( βαριέται και δεν κάνει τις δουλειές που πρέπει) και παραμελεί τον εαυτό του.

Απαντάει ο δεύτερος:
– Ότι είναι ράθυμος , σίγουρα ναι, είναι ράθυμος. Όμως τώρα είναι ξένος, ας του δώσουμε».

Έτσι μου δώσανε νερό και πρόσφερε, λέει, και στους άλλους. Ήπιαμε λοιπόν και κάναμε και άλλες τρείς μέρες δρόμο χωρίς νερό. Και τότε φτάσαμε σε μέρος κατοικημένο.

 Γεροντικό του Σινά