Wednesday, November 30, 2016

Παιδί μου, στην κόλαση θα πάνε και οι τεμπέληδες, όχι μόνο οι αμαρτωλοί .. ( Παπα - Τύχων Αγιορείτης )




Παπα - Τύχων Αγιορείτης

Ο Γέροντας παπα-Τύχων την λέξη «ευλόγησον» την χρησιμοποιούσε πάντα και με τις πολλές καλογερικές έννοιες, όπως το «ευλογείτε» ή «ευλόγησον», όταν ζητούσε ταπεινά την ευλογία του άλλου, και μετά θα έδινε και αυτός την ευλογία του με την ευχή «Ο Κύριος να σε ευλόγηση».

Μετά από τον συνηθισμένο χαιρετισμό οδηγούσε τους επισκέπτες στο Ναό και έψαλλαν μαζί το Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και το Άξιον εστίν και, εάν ήταν καλός καιρός, έβγαιναν έξω, κάτω από την ελιά, και καθόταν μαζί τους πέντε λεπτά, μετά σηκωνόταν με χαρά και έλεγε:

- Εγώ τώρα κεράσματα.

Έβγαζε νερό από την στέρνα και γέμιζε ένα κύπελλο για τον επισκέπτη, έβαζε και στο δικό του τενεκάκι (κονσερβοκούτι, πού το χρησιμοποιούσε και για μπρίκι) και έψαχνε μετά να βρή κανένα λουκούμι, άλλοτε κατάξηρο και άλλοτε μυρμηγκοφαγωμένο, το όποιο, επειδή ήταν ευλογία του Παπα-Τύχωνα, δεν προξενούσε αηδία.

Αφού τα ετοίμαζε, έκανε τον Σταυρό του ο Γέροντας, έπαιρνε το νερό και έλεγε: «Πρώτα εγώ. Ευλογείτε!» και περίμενε να του πή ο επισκέπτης την ευχή «Ο Κύριος να σε ευλόγηση», αλλιώς δεν έπινε νερό. Μετά θα έδινε και αυτός την ευχή του.

Την ευχή από τους άλλους την αισθανόταν ως ανάγκη, όχι μόνο από τους Ιερωμένους ή Μοναχούς αλλά ακόμη και από τους λαϊκούς, μικρούς και μεγάλους στην ηλικία.

Μετά από το κέρασμα περίμενε να ιδή εάν έχουν κανένα θέμα. Όταν έβλεπε ότι είναι αργόσχολος άνθρωπος και ήρθε μόνο για να πέραση την ώρα του, τότε του έλεγε:

- Παιδί μου, στην κόλαση θα πάνε και οι τεμπέληδες, όχι μόνο οι αμαρτωλοί.

Εάν παρέμενε και δεν έφευγε, τον άφηνε ο Γέροντας και έμπαινε στο Ναό και προσευχόταν, και έτσι ο επισκέπτης αναγκαζόταν να φύγη. Όταν πάλι ήθελε να εκμεταλλευθή κανείς την απλότητα του Γέροντα, για να εξυπηρέτηση τον άλφα ή βήτα σκοπό του, το καταλάβαινε με την θεία του φώτιση και του έλεγε:

- Παιδί μου, εγώ Ελληνικά δεν ξέρω. Πήγαινε σε κανέναν Έλληνα, για να συνεννοηθής καλά.

Φυσικά, δεν λυπόταν ποτέ τον κόπο ούτε τον χρόνο, όταν έβλεπε πνευματικά ενδιαφέροντα στους ανθρώπους. Ενώ με το στόμα συμβούλευε, με την καρδιά και τον νου προσευχόταν.

Η προσευχή του ήταν πια αυτοενέργητη, καρδιακή. Οι άνθρωποι, πού τον πλησίαζαν, το αισθάνονταν αυτό, γιατί έφευγαν πολύ δυναμωμένοι. Και ο Γέροντας τους ευλογούσε μέχρι να κρυφτούν πια.


Παπα - Τύχων Αγιορείτης 

Sunday, November 27, 2016

Σὲ κάθε πρᾶγμα ποὺ κάνεις, νὰ πιστεύεις ὅτι ὁ Θεὸς βλέπει κάθε σκέψη σου ( Ἀββᾶς Ἡσαΐας ὁ Ἀναχωρητής )

Θυμήσου τὸν Θεὸ ὅτι εἶναι παρὼν καὶ σὲ προσέχει, καὶ ὅ,τι ἔχεις στὴν καρδιά σου, εἶναι φανερὸ μπροστά Του. Πὲς λοιπὸν στὴν ψυχήν σου. Ἂν φοβᾶσαι ὅμοιούς σου ἀνθρώπους ἁμαρτωλοὺς νὰ μὴ δοῦν τὶς ἁμαρτίες σου, πόσον μᾶλλον τὸν Θεὸ ποὺ τὰ βλέπει ὅλα; Καὶ ἀπὸ αὐτὸ φανερώνεται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχήν σου.
Καὶ ἂν μείνεις μαζί του μένεις ἀκίνητος ὡς πρὸς τὰ πάθη, ὅπως εἶναι γραμμένο «ὅσοι στηρίζονται στὸν Κύριον εἶναι σὰν τὸ Ὄρος Σιών, δὲν θὰ σαλευθεῖ στὸν αἰῶνα ὅποιος κατοικεῖ στὴν Ἱερουσαλήμ.» Καὶ σὲ κάθε πρᾶγμα ποὺ κάνεις, νὰ πιστεύεις ὅτι ὁ Θεὸς βλέπει κάθε σκέψη σου, καὶ δὲν θὰ ἁμαρτήσεις ποτέ. Σ᾿ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν. 



Ἀββᾶς Ἡσαΐας ὁ Ἀναχωρητής

Thursday, November 24, 2016

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος - Τα άγρια θηρία των παθών


Πρέπει να φροντίζουμε για την διόρθωσι των παθών.
Για σκεφθήτε τι άσχημο πράγμα είναι να βλέπη κανείς
το σπίτι του σε κακή κατάστασι και τους τοίχους έτοιμους να πέσουν,
και αντί να το διορθώση, κάθεται και κατασκευάζει αυλές και προαύλια.
Ή να είναι άρρωστο το σώμα και αντί να φροντίζη γι’ αυτό,
κάθεται και υφαίνει χρυσά φορέματα.
Έτσι γίνεται τώρα.
Ενώ η ψυχή μας βρί­σκεται σε κακή και αθλία κατάστασι,
ενώ κυριεύεται από τον θυμό, από την κακολογία, από αισχρές επι­θυμίες,
από επίδειξι και κενοδοξία, από ατίθασες και επαναστα­τικές κινήσεις,
ενώ σύρεται στο χώμα και σπαράζεται από τόσα θηρία,
αντί να κοιτάξουμε να την απαλλάξουμε από τα πάθη,
ασχολούμεθα με σωματικές ανέσεις και καλλωπισμούς.


Όταν μία αρκούδα ξεφύγη από εκεί που την φυλάνε και γυρίζη ελεύθερη στους δρόμους, κλείνουμε τα σπίτια μας και βαδίζουμε από στενά δρομάκια για να μη πέσουμε επάνω σ’ αυτό το θηρίο. Και τώρα που όχι ένα θηρίο, αλλά πολλά σπαράζουν τον ψυχικό μας κόσμο ούτε είδησι παίρνουμε. Για την ασφάλεια της πόλεως φροντίζουμε πολύ και κλεί­νουμε τα θηρία σε απόμερα μέρη και σε σιδερένια κλουβιά. Και τα φυλάμε όχι κοντά στην Βουλή ούτε στα δικαστήρια ούτε στα ανάκτορα, αλλά πολύ μακρυά. Απ’ εναντίας όμως στην ψυχή μας όπου υπάρχουν κάποια άλλη βουλή και κάποια άλλα ανάκτορα και δικαστήρια, αφίνουμε τα θηρία να ανεβαίνουν μέχρι τον νου, δηλαδή τον θρόνο τον βασιλικό, και να ωρύωνται και να θορυβούν. Αυτή είναι η αιτία που όλα γίνονται άνω-κάτω και όλα γεμίζουν από ταραχή και τα εσωτερικά και τα εξωτερικά, και καθόλου δεν διαφέρουμε από πόλι που την αναστήλωσε βαρβα­ρική επιδρομή. Και ομοιάζει η κατάστασις σαν να επετέθη ένας δράκοντας σε φωλιά με νεοσσούς, και οι νεοσσοί με φωνές τρόμου πετούν κατατρομαγμένοι εδώ κι’ εκεί μη ξέροντας πως να απαλλαγούν από την αγωνία τους. Γι’ αυτό σας παρακαλώ, ας φονεύσουμε τον δράκοντα, ας δεσμεύσουμε τα θηρία, ας τα πνίξουμε, ας τα σφάξουμε. Κάθε πονηρία που υπάρχει μέσα στο νου μας ας την εξοντώσουμε με την «μάχαιραν του Πνεύματος». Έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε κι’ εμείς λέοντες που έχουν φοβερά δόντια και όποιος πέσει σ’ αυτά τον κομματιάζουν. Τέ­τοιοι λέοντες είναι ο θυμός, η σαρκική επιθυμία… Κοίταξε λοιπόν να ομοιάσης με τον προφήτη Δανιήλ και μη επιτρέψης σ’ αυτά τα πάθη να εμπήξουν τα δόντια τους μέσα στην ψυχή σου. Μερικά άγρια θηρία, όταν είναι εύσωμα και καλοθρεμμένα, νικούν τους αντιπάλους των. Όταν όμως τα υποβάλη κανείς σε πείνα και τα αδυνατήση, τους εκοίμισε το θυμό και τους αφή­ρεσε την δύναμι, ώστε και ένας ασήμαντος αντίπαλος να τα βάζη μαζί τους. Έτσι ακριβώς συμβαίνει και με τα πάθη της ψυχής. Όποιος τα αδυνατίζει, τα καθιστά υποχείρια στο λογικό. Όποιος τα καλοτρέφει, καθιστά την πάλη μαζί τους δυσκολώτερη, με αποτέλεσμα να τα τρέμη και να καταντήση δούλος των για πάντα. Κάποιος σοφός έλεγε: «Η αμαρτία ξεκινά από την υπε­ρηφάνεια». Δηλαδή η υπερηφάνεια είναι ρίζα και πηγή και μητέρα της αμαρτίας. Εξ αιτίας αυτής ο πρωτόπλαστος έχασε την μακαρία εκείνη ζωή στον παράδεισο, και ο διάβολος που τον εξηπάτησε, έχασε το τόσο υψηλό αξίωμά του. Γνωρίζοντας ο ακάθαρτος διάβολος ότι η υπερηφάνεια μπορεί και από τον ουρανό να γκρεμίζη, την σκέφθηκε ενώ επιχειρούσε να ρίξη κάτω τον Αδάμ από την τιμημένη θέσι του. Αφού τον «εφούσκωσε» με την υπόσχεσι πως θα γίνη ίσος με τον Θεόν, τον συνέτριψε και τον κατέβασε στα βάραθρα του άδη. Τίποτε δεν αποξενώνει από την φιλανθρωπία του Θεού και τίποτε δεν παραδίνει στην φωτιά της κολάσεως, όσο το τυραννικό πάθος της υπερηφάνειας. Όταν υπάρχη μέσα μας αυτή, όλη η ζωή μας είναι ακάθαρτη, έστω και αν διαθέτουμε καθαρότητα ή παρθενία ή νηστεία ή ευχές ή ελεημοσύνη ή ο,τιδήποτε άλλο. Διότι, όπως λέγει η Γραφή, «είναι ακάθαρτος στα μάτια του Κυρίου κάθε υψηλοκάρδιος» (Παροιμ. ιστ’, 5). Όχι μόνο η πορνεία ή η μοιχεία μολύνει τους ανθρώπους, αλλά και η υπερηφάνεια και μάλιστα πολύ περισσότερο από αυ­τές. Γιατί; Διότι η ανηθικότης αν και είναι ασυγχώρητο κακό, άλλ’ όμως ξεκινά από την αιτία της επιθυμίας. Στην αλαζονεία όμως δεν μπορείς να βρης κάποια αιτία ή κάποια πρόφασι, ώστε να έχης κάποιο ίχνος δικαιολογίας και συγγνώμης. Τίποτε άλλο δεν είναι αυτή, παρά διαστρέβλωσις της ψυχής και αρρώστεια βαρύτατη που δεν γεννάται από τίποτε άλλο παρά από την ανοη­σία. Δεν υπάρχει πιο ανόητο πράγμα στον κόσμο από τον αλα­ζονικό άνθρωπο. Οι δόξες και οι λαμπρότητες του κόσμου είναι ασταθείς. Τίποτε δεν διαφέρουν τα λαμπρά πράγματα του κόσμου από τις θεατρικές παραστάσεις και από την ομορφιά των ανοιξιάτικων λουλουδιών. Πριν ακόμα εμφανισθούν, αναχωρούν. Αλλά και αν παραμείνουν λίγο καιρό, αμέσως υποκύπτουν στην φθορά. Αλήθεια, ποιο πράγμα είναι πιο μηδαμινό, από την τιμή και την δόξα που προέρχεται από τους ανθρώπους; Ποιος είναι ο καρπός της; Ποια η ωφέλειά της; Σε ποιο χρήσιμο αποτέλε­σμα καταλήγει; Και είθε να ήταν μόνο αυτό το άσχημο! Αλλά τώρα, εκτός του ότι δεν προσφέρει κέρδος, προξενεί και ζημίες. Όποιος υπακούει σ’ αυτήν την τόσο σκληρή και άσχημη «δέσποινα», είναι υποχρεούμενος να υποφέρη συνεχώς πολλά λυπηρά και επιβλαβή πράγματα. Είναι πράγματι «δέσποινα» σε όσους την έχουν και όσο πιο πολύ κολακεύεται από τους δού­λους της, τόσο περισσότερο σηκώνει το ανάστημά της και τους βασανίζει με σκληρότερες διαταγές. Αντιθέτως, αυτούς που την περιφρονούν και την απορρίπτουν, δεν μπορεί καθόλου να τους αντισταθή.



Είναι δηλαδή χειρότερη και από κάθε τύραννο και από κάθε θηρίο.
Διότι ο τύραννος και τα θηρία, αν τους καλοπιάση και τους θωπεύση κανείς,
πολλές φορές ημερεύουν,
ενώ αυτή όσο περισσότερο πάμε με τα νερά της, τόσο πιο πολύ αγριεύει.
Και όταν βρη κάποιον που υποτάσσεται σε όλα,
τίποτε δεν δι­στάζει να τον διατάξη.
Έχει και κάποια σύμμαχο, που δεν σφάλλουμε αν την ονομάσουμε θυγατέρα της.
Δηλαδή, όταν τραφή και αυξηθή και ριζώση καλά μέσα μας,
γεννά την «απόνοιαν»,
που όχι λιγώτερο από την ίδια
καταστρέφει και κατακρημνίζει την ψυχή τού ανθρώπου.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Tuesday, November 15, 2016

Το σπίτι του Αγίου Εφραίμ στα Τρίκαλα 631 ετών και άνω





Αφιερωμένο στους Τρικαλινούς!! Το σπίτι του Αγίου Εφραίμ στα Τρίκαλα 631 ετών και άνω δίπλα στον Ληθαίο στην Λάκμωνος. Εύχομαι ο Άγιος να προστατεύει πάντα την γενέτειρα πατρίδα του. Όμορφη πόλη όμορφοι άνθρωποι με δυνατή πίστη να είστε καλά. Επιθυμία μου είναι σε αυτό το σπίτι να μεριμνήσουν οι αρμόδιοι να χτιστεί η εκκλησία του ως ευλογία της πόλης σας που έγινε και δικιά μου πόλη!!!

https://www.youtube.com/watch?v=cxkpSWNZthY

Sunday, November 13, 2016

Διήγημα φοβερόν εκ του Γεροντικού ...

Διηγήσατο ἡμῖν ὁ Ἀββᾶς Παφνούτιος, ὄτι: ὅταν ἤμην νεώτερος ἡσύχαζον πλησίον τοῦ Ἀββᾶ Ἀπολλῶ· ὅταν ἦλθεν ἡ Κυριακὴ τῶν Βαΐων ἐπῆγον εἰς τὸν Γέροντα λίαν πρωῒ καὶ ἀσπασάμενος αὐτὸν καὶ εὐλογηθείς, ἐκάθισα πλησίον του, καὶ παρεκάλουν αὐτόν, ὅπως δεχθῇ με νὰ κατοικήσω μετ᾿ αὐτοῦ διότι καθ᾿ ὅλην τὴν ἁγίαν Τεσσαρακαστὴν μόνος μου κατοικῶν, πολὺ ἐπολεμήθην ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας, ἀλλ᾿ ὁ Γέρων δὲν συγκατετίθετο. Παραμείνας μέχρι τῆς ἕκτης ὥρας (μεσημβρίας) ὡς ἀνεχώρησα κατερχόμενος τοῦ Ὄρους, εἰς τὸν δρόμον συνήντησα τὸν ὑπηρέτην αὐτοῦ τοῦ Γέροντος, πηγαίνοντα εἰς αὐτόν, κτυπῶντα τὸ πρόσωπόν του καὶ μαδῶντα τὰς τρίχας τοῦ γενείου του, καὶ ἰδόντος με παρεβιάσατο νὰ ἐπανέλθω εἰς τὸν Γέροντα· ὡς δὲ ὑπήγομεν, προσπεσὼν ἐδιηγήθη πρὸς αὐτὸν λέγων· Περιπατοῦντες μετὰ τοῦ μικροτέρου ἀδελφοῦ μου, ἐπεράσαμεν ἀπὸ τὸν τάφον τοῦ Ὑπάτου, μὴ γνωρίζοντες ὅτι κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ περάσῃ τὴν νύκτα ἀπὸ αὐτὸν τὸν δρόμον. Ἐνῷ περιεπάτουμεν, ἐξ αἴφνης φαντασία δαιμονικὴ ἐλθοῦσα ἐκ τοῦ μνήματος, ἥρπασέ μου τὸν ἀδελφόν. Ὡς ἤκουσε τοῦτο ὁ Γέρων, βοήσας πρὸς τὸν Θεὸν εἶπε· Κύριε ὁ Θεὸς τῶν Δυνάμεων, παρακαλῶ σε βοήθησόν με. Καὶ προσευχηθεὶς ὁ Γέρων, λαβὼν καὶ ἐμὲ μαζί του ἐπηγαίνομεν.

Περιπατήσαντες οὖν ἀπὸ ἐνάτης ὥρας τῆς ἡμέρας καὶ δι᾿ ὅλης τῆς νυκτός, περὶ τὰ χαράγματα τῆς ἡμέρας, ἐφθάσαμεν εἰς τὸν τόπον ἐν ᾧ ἡρπάγη ὁ ἀνθρωιτος. Πρασευχηθέντες ἐπὶ ὥραν πολλήν, ἐξεκίνησεν ὁ Γέρων νὰ πηγαίνῃ πρὸς τὸν τάφον τοῦ Ὑπάτου, ἀκολουθοῦντες καὶ ἡμεῖς αὐτόν. Πλησιαζόντων ἡμῶν εἰς τὸν τάφον, φοβεραί τινες καὶ καταπληκτικαὶ φαντασίαι ἐγίνοντο, μορφαὶ διάφοροι καὶ ἐξηλλαγμέναι ἐφαίνοντο, ἀνθρώπων, κτηνῶν, δρακόντων καὶ θηρίων πυῤῥοειδῶν καὶ καπνῶν ἐρευγομένων, περικυκλωσάντων ἡμᾶς καὶ ἐγγίζοντα ἡμῖν καὶ βλεπόμενα καὶ ἀκουόμενα καὶ ἐφαπτόμενα ὡς καὶ τῇ πνοῇ ἡμᾶς συνέχεσθαι. Ὁ δὲ Γέρων καὶ ἑαυτὸν καὶ ἡμᾶς τῇ σφραγῖδι τοῦ Σταυροῦ σημειωσάμενος, καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπικαλούμενος, καὶ ἡμᾶς προστάξαντος νὰ λέγωμεν τὴν ἀρχὴν τοῦ ἑξηκοστοῦ ἑβδόμου ψαλμοῦ «Ἀναστήτω ὁ Θεός, καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ αὐτοῦ, καὶ φυγέτωσαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ οἱ μισοῦντες αὐτόν· ὡς ἐκλείπει καπνὸς ἐκλιπέτωσαν, ὡς τήκεται κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρός...» ἐπροχώρει ἐμπρὸς πλησιέστερον τοῦ τάφου γενόμενος. Ὅσον δὲ ἐπλησίαζε τοσοῦτον καὶ αἱ δαιμονικαὶ φαντασίαι φοβερώτεραι ἐγένοντο.

Σεισμὸς καὶ κλόνος συνεχὴς ἐγένετο τοῦ ἐδάφους, καὶ μέγα χάσμα ἠνοίχθη ἔμπροσθεν ἡμῶν, ὥστε καὶ τὴν ἄβυσσον νὰ βλέπωμεν καὶ δράκοντας ἐξ αὐτῆς ἀνερχομένους καὶ ἡμᾶς ἐκφοβίζοντας, ὡς τοὺς ὀδόντας αὐτῶν τρίζοντας καὶ φλόγας πυρὸς ἐξακοντίζοντας. Ὁ δὲ Γέρων τὰ γόνατα κλίνας καὶ τὸν νοῦν καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς οὐρανὸν ὑψώσας, καὶ μὲ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα ἑαυτὸν καθοπλίσας, εἰς τὸ σπηλαιῶδες κτίσμα εἰσῆλθεν ἐν ᾧ ἡ λάρναξ ἔκειτο· καὶ πάλιν μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ σημειωθείς, ἐρευνῶν εὗρε τὸν ἀδελφὸν τοῦ διακονητοῦ (τοῦ ὑπηρετοῦντος αὐτῷ) ἡμιθανῆ ὑπάρχοντα, μηδόλως τρίχας ἔχοντα, οὔτε εἰς τὴν κεφαλήν, οὔτε εἰς τὸ γένειον, οὔτε εἰς τὰ βλέφαρα, οὐδὲ εἰς τοὺς ὀφθαλμούς. Καὶ ἀποστείλας τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ εἰς τὸ πλησίον χωρίον νὰ φέρῃ ἔλαιον, καὶ προσευχηθείς, ἔχρισε τὸν ἡμιθανῆ τοῦτον ὑπάρχοντα ἀπὸ κορυφῆς ἕως τῶν ὀνύχων, καὶ τῷ τύπῳ τοῦ τιμίου Σταυροῦ σφραγισάμενος αὐτόν, ὑγιῆ τελείως ἀποκατέστησεν.

Εἶχε δὲ ἡ λάρναξ ταύτην τὴν ἐπιγραφήν, Σωματοθήκη Ὑπάτου τοῦ ἀνεψιοῦ Διοκλητιανοῦ τοῦ Βασιλέως, τοῦ κατὰ παντὸς τόπου τοὺς τοῦ ἐσταυρωμένου ὑπασπιστὰς βασανίσαντος. Ἀναγνοὺς ὁ Γέρων τὴν ἐπιγραφὴν ἤρξατο θνηνεῖν καὶ λέγειν ποῦ νῦν τῆς ὑπατείας ἡ λαμπρὰ περιβολή; ποῦ οἱ κρότοι καὶ αἱ πανηγύρεις; πάντα ἐξηφανίσθη· πάντα παρέδραμε καὶ ὡς σκιὰ καὶ καπνὸς διελύθησαν. Εὐλογητὸς καὶ δεδοξασμένος εἷς μόνον, ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ Θεός, οὗ ἡ βασιλεία, βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων, καὶ ἡ Δεσποτεία αὐτοῦ ἐν πάσῃ γενεᾷ καὶ γενεᾷ.

Ἔγιναν δὲ ταῦτα, γνωστὰ εἰς ὅλα τὰ περίχωρα, καὶ ἐφεξῆς πάντες διήρχοντο ἀφόβως ἐκ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης καὶ τὴν ἡμέραν καὶ τὴν νύκτα δοξάζοντες τὸν πανάγαθον Θεόν, καὶ τὸν αὐτοῦ δοῦλον Ἀββᾶν Ἀπολλώ, ὅστις ἀποφεύγων τὴν τῶν ἀνθρώπων τιμὴν καταλιπὼν τὸ κελλίον του μετῴκησεν εἰς Θηβαΐδα, οὗ ταῖς πρεσβείαις ῥύσαιτο καὶ ἡμᾶς ὁ Κύριος τῶν δαιμονικῶν φαντασιῶν. Ἀμήν.

Ἐκ τοῦ περιοδικοῦ Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη, ἔτος κζ´ (1962), τεῦχος 2ον, σελ. 123-124 

Friday, November 11, 2016

«Μα είμαι αμαρτωλός και δεν τολμώ ν’ αντικρίσω τον Αγιο»… ( Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου )

Ακριβώς επειδή είσαι αμαρτωλός, έλα εδώ, για να γίνεις δίκαιος«Μα είμαι αμαρτωλός», λες, «και δεν τολμώ ν’ αντικρύσω τον άγιο». Ακριβώς επειδή είσαι αμαρτωλός, έλα εδώ, για να γίνεις δίκαιος. Ή μήπως δεν γνωρίζεις, ότι και αυτοί που στέκονται μπροστά στο ιερό Θυσιαστήριο, έχουν διαπράξει αμαρτίες;


Γι’ αυτό οικονόμησε ο Θεός να υποφέρουν και οι ιερείς από κάποια πάθη, ώστε να κατανοούν την ανθρώπινη αδυναμία και να συγχωρούν τους άλλους.

«Αφού όμως δεν τήρησα όσα άκουσα στην εκκλησία», θα μου πει κάποιος, «πως μπορώ να έρθω πάλι;». Έλα να ξανακούσεις τον θείο λόγο. Και προσπάθησε τώρα να τον εφαρμόσεις. Αν βάλεις φάρμακο πάνω στο τραύμα σου και δεν το επουλώσει την ίδια μέρα, δεν θα ξαναβάλεις και την επόμενη; Αν ο ξυλοκόπος, που θέλει να κόψει μια βελανιδιά, δεν κατορθώσει να τη ρίξει με την πρώτη τσεκουριά, δεν τη χτυπάει και δεύτερη και Πέμπτη και δέκατη φορά; Κάνε κι εσύ το ίδιο.

Αλλά, θα μου πεις, σ’ εμποδίζουν να εκκλησιαστείς η φτώχεια και η ανάγκη να εργαστείς. Δεν είναι εύλογη ούτε τούτη η πρόφαση. Εφτά μέρες έχει η εβδομάδα. Αυτές τις εφτά μέρες τις μοιράστηκε ο Θεός μαζί μας. Και σ’ εμάς έδωσε έξι, ενώ για τον εαυτό Του κράτησε μόνο μία. Αυτή τη μοναδική μέρα, λοιπόν, δεν δέχεσαι να σταματήσεις τις εργασίες;
Και γιατί λέω για ολόκληρη μέρα; Εκείνο που έκανε στην περίπτωση της ελεημοσύνης η χήρα του Ευαγγελίου, το ίδιο κάνε κι εσύ στη διάρκεια αυτής της μιας μέρας. Έδωσε εκείνη δυο λεπτά και πήρε πολλή χάρη από το Θεό.

Δάνεισε κι εσύ δυο ώρες στο Θεό, πηγαίνοντας στην εκκλησία, και θα φέρεις στο σπίτι σου κέρδη αμέτρητων ημερών.
Αν όμως δεν δέχεσαι να κάνεις κάτι τέτοιο, σκέψου μήπως μ’ αυτή σου τη στάση χάσεις τους κόπους πολλών ετών. Γιατί ο Θεός, όταν περιφρονείται, γνωρίζει να σκορπίζει τα χρήματα που συγκεντρώνεις με την εργασία της Κυριακής.

Μα κι αν ακόμα έβρισκες ολόκληρο θησαυροφυλάκιο γεμάτο από χρυσάφι και εξ αιτίας του απουσίαζες από το ναό, θα ήταν πολύ μεγαλύτερη η ζημιά σου, και τόσο μεγαλύτερη, όσο ανώτερα είναι τα πνευματικά από τα υλικά.

Γιατί τα υλικά πράγματα, κι αν ακόμα είναι πολλά και τρέχουν άφθονα από παντού, δεν τα παίρνουμε στην άλλη ζωή, δεν μεταφέρονται μαζί μας στον ουρανό, δεν παρουσιάζονται στο φοβερό εκείνο βήμα του Κυρίου. Αλλά πολλές φορές, και πριν ακόμα πεθάνουμε, μας εγκαταλείπουν. Αντίθετα, ο πνευματικός θησαυρός που αποκτούμε στην εκκλησία, είναι κτήμα αναφαίρετο και μας ακολουθεί παντού.

«Ναι, αλλά μπορώ», λέει κάποιος άλλος, «να προσευχηθώ και στο σπίτι μου». Απατάς τον εαυτό σου, άνθρωπε. Βεβαίως, είναι δυνατό να προσευχηθείς και στο σπίτι σου, είναι αδύνατον όμως να προσευχηθείς έτσι, όπως προσεύχεσαι στην εκκλησία, όπου υπάρχει το πλήθος των πατέρων και όπου ομόφωνη κραυγή ικεσίας αναπέμπεται στο Θεό.
Δεν σε ακούει τόσο πολύ ο Κύριος όταν Τον παρακαλείς μόνος σου, όσο όταν Τον παρακαλείς ενωμένος με τους αδελφούς σου. Γιατί στην εκκλησία υπάρχουν περισσότερες πνευματικές προϋποθέσεις απ’ όσες στο σπίτι. Υπάρχουν η ομόνοια, η συμφωνία των πιστών, ο σύνδεσμος της αγάπης, οι ευχές των ιερέων.

Γι’ αυτό, άλλωστε, οι ιερείς προΐστανται των ακολουθιών, για να ενισχύονται με τις δυνατότερες ευχές τους οι ασθενέστερες ευχές του λαού, κι έτσι όλες μαζί ν’ ανεβαίνουν στον ουρανό. Όταν προσευχόμαστε ο καθένας χωριστά, είμαστε ανίσχυροι, όταν όμως συγκεντρωνόμαστε όλοι μαζί, τότε γινόμαστε πιο δυνατοί και εκλύουμε σε μεγαλύτερο βαθμό την ευσπλαχνία του Θεού.

Κάποτε ο απόστολος Πέτρος βρισκόταν αλυσοδεμένος στη φυλακή. Έγινε όμως θερμή προσευχή από τους συναγμένους πιστούς, κι αμέσως ελευθερώθηκε. Τι θα μπορούσε, επομένως, να είναι πιο δυνατό από την κοινή προσευχή, που ωφέλησε κι αυτούς ακόμα τους στύλους της Εκκλησίας;

Sunday, November 6, 2016

Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! ( Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς )


Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι. Οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔχουν ὁδηγήσει μέσα στὴν ἀγκάλη Σου περισσότερο ἀπὸ ὅτι οἱ φίλοι μου. Οἱ φίλοι μὲ ἔχουν προσδέσει στὴν γῆ, ἐνῷ οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔχουν λύσει ἀπὸ τὴν γῆ καὶ ἔχουν συντρίψει ὅλες τὶς φιλοδοξίες μου στὸν κόσμο. Οἱ ἐχθροὶ μὲ ἀποξένωσαν ἀπὸ τὶς ἐγκόσμιες πραγματικότητες καὶ μὲ ἔκαναν ἕναν ξένο καὶ ἄσχετο κάτοικο τοῦ κόσμου. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα κυνηγημένο ζῷο βρίσκει ἀσφαλέστερο καταφύγιο ἀπὸ ἕνα μὴ κυνηγημένο, ἔτσι καὶ ἐγὼ καταδιωγμένος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἔχω εὔρει τὸ ἀσφαλέστερο καταφύγιο προφυλασσόμενος ὑπὸ τὸ σκήνωμά Σου, ὁποῦ οὔτε φίλοι, οὔτε ἐχθροὶ μποροῦν ν᾿ ἀπωλέσουν τὴν ψυχή μου.

Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι. Λυτοὶ μᾶλλον παρὰ ἐγώ, ἔχουν ὁμολογήσει τὶς ἁμαρτίες μου ἐνώπιον τοῦ κόσμου. Αὐτοὶ μὲ ἔχουν μαστιγώσει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα διστάσει νὰ μαστιγωθῶ. Μὲ ἔχουν βασανίσει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα προσπαθήσει ν᾿ ἀποφύγω τὰ βάσανα. Αὐτοὶ μὲ ἔχουν ἐπιπλήξει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα κολακεύσει τὸν ἑαυτό μου. Αὐτοὶ μὲ ἔχουν κτυπήσει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα παραφουσκώσει μὲ ἀλαζονεία.

Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι. Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα κάνει τὸν ἑαυτό μου σοφό, αὐτοὶ μὲ ἀποκάλεσαν ἀνόητο. Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα κάνει τὸν ἑαυτό μου δυνατό, αὐτοὶ μὲ περιγέλασαν σὰν νὰ ἤμουν νᾶνος. Κάθε φορὰ ποὺ θέλησα νὰ καθοδηγήσω ἄλλους, αὐτοὶ μὲ ἔσπρωξαν στὸ περιθώριο. Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα σκεφθεῖ ὅτι θὰ κοιμόμουν εἰρηνικά, αὐτοὶ μὲ ξύπνησαν ἀπὸ τὸν ὕπνο. Κάθε φορὰ ποὺ προσπάθησα νὰ κτίσω σπίτι γιὰ μία μακρὰ καὶ ἤρεμη ζωή, αὐτοὶ τὸ κατεδάφισαν καὶ μὲ ἔβγαλαν ἔξω. Στ᾿ ἀλήθεια οἱ ἐχθροί μου μὲ ἔχουν ἀποσυνδέσει ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἅπλωσαν τὰ χέρια μου στὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου Σου.

Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Πλήθυνέ τους καὶ κᾶνε τους ἀκόμη πιὸ σκληροὺς ἐναντίον μου. Ὥστε ἡ καταφυγή μου σὲ σένα νὰ μὴ ἔχει ἐπιστροφή, ὥστε καὶ κάθε ἐλπίδα μου στοὺς ἀνθρώπους νὰ διαλυθεῖ ὡς ἱστὸς ἀράχνης, ὥστε ἀπόλυτη εἰρήνη ν᾿ ἀρχίσει νὰ βασιλεύει στὴν ψυχή μου, ὥστε ἡ καρδιά μου νὰ γίνει ὁ τάφος τῶν δυὸ κακῶν διδύμων μου ἀδελφῶν τῆς ἀλαζονείας καὶ τοῦ θυμοῦ. Ὥστε νὰ μπορέσω νὰ ἀποθηκεύσω ὅλους τοὺς θησαυρούς μου ἐν οὐρανοῖς ὥστε νὰ μπορέσω γιὰ πάντα νὰ ἐλευθερωθῶ ἀπὸ τὴν αὐταπάτη, ἡ ὁποία μὲ περιέπλεξε στὸ θανατηφόρο δίχτυ τῆς ἀπατηλῆς ζωῆς.

Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι. Οἱ ἐχθροὶ μὲ δίδαξαν νὰ μάθω - αὐτὸ ποὺ δύσκολα μαθαίνει κανεὶς - ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἐχθροὺς στὸν κόσμο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Μισεῖ κάποιος τοὺς ἐχθρούς του μόνον ὅταν ἀποτυγχάνει ν᾿ ἀναγνωρίσει ὅτι δὲν εἶναι ἐχθροὶ ἀλλὰ σκληροὶ καὶ ἄσπλαχνοι φίλοι. Εἶναι πράγματι δύσκολο γιὰ μένα νὰ πῶ ποιὸς μοῦ ἔκανε περισσότερο καλὸ καὶ ποιὸς μοῦ ἔκανε περισσότερο κακὸ στὸν κόσμο- οἱ ἐχθροὶ ἢ οἱ φίλοι; Γι᾿ αὐτὸ εὐλόγησε, ὦ Κύριε, καὶ τοὺς φίλους μου καὶ τοὺς ἐχθρούς μου...


Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ἐπισκόπου Ἀχρίδος (1880 - 5/18 Μαρτίου 1956)

Wednesday, November 2, 2016

Ἡ νηστεία νὰ γίνεται χωρὶς ὑποκρισία. Κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα. ( Μέγας Βασίλειος )



Ἡ νηστεία νὰ γίνεται χωρὶς ὑποκρισία. Κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα.

«Ἄλειψε τὸ κεφάλι σου καὶ πλῦνε τὸ πρόσωπό σου» (Ματθ. 6, 17). Σὲ μυστήρια σὲ καλεῖ ὁ λόγος. Αὐτὸς ποὺ ἀλείφθηκε ἐμυρώθηκε· αὐτὸς ποὺ ἐνίφθηκε ἐκαθαρίσθηκε. Νὰ ἐννοεῖς τὴ νομοθεσία στὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο. Νὰ καθαρίσεις τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα. Νὰ χρίσεις τὸ κεφάλι σου μὲ χρῖσμα ἅγιο, γιὰ νὰ γίνεις μέτοχος τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἔτσι νὰ προσέλθεις στὴ νηστεία. Νὰ μὴν ἀλλοιώσεις τὸ πρόσωπό σου ὅπως ἀκριβῶς oι ὑποκριτές. Τὸ πρόσωπο ἀμαυρώνεται, ὅταν ἡ ἐσωτερικὴ διάθεση ἐπισκιάζεται μὲ τὸ ἐπίπλαστο ἐξωτερικὸ σχῆμα, καλυπτόμενη μὲ τὸ ψεῦδος σὰν μὲ παραπέτασμα. Ὑποκριτὴς εἶναι αὐτὸς ποὺ ὑποδύεται ξένο πρόσωπο στὸ θέατρο· ἐνῷ εἶναι δοῦλος, πολλὲς φορὲς ὑποδύεται τὸ πρόσωπο τοῦ κυρίου, καὶ ἐνῷ εἶναι πολίτης, τὸ πρόσωπο τοῦ βασιλέως. Ἔτσι καὶ στὸν βίο αὐτό, σὰν στὴ σκηνὴ τῆς δικῆς τους ζωῆς, οἱ πολλοὶ παίζουν θέατρο, ἄλλα μὲν φέροντας στὴν καρδιά, ἄλλα δὲ δεικνύοντας φανερὰ στοὺς ἀνθρώπους. Νὰ μὴν ἀλλοιώνεις λοιπὸν τὸ πρόσωπό σου. Ὅποιος εἶσαι, τέτοιος νὰ φαίνεσαι· νὰ μὴν ὑποκρίνεσαι τὸν σκυθρωπό, ἐπιδιώκοντας τὴν δόξα ἀπὸ τοῦ νὰ φαίνεσαι ἐγκρατής. Διότι οὔτε εὐεργεσία ποὺ διατυμπανίζεται εἶναι ὄφελος, καὶ κανένα κέρδος δὲν προέρχεται ἀπὸ νηστεία ποὺ δημοσιεύεται. Διότι ἐκεῖνα ποὺ γίνονται ἐπιδεικτικὰ δὲν προεκτείνουν τὸν καρπὸ στὴ μέλλουσα ζωή, ἀλλὰ τὸν περιορίζουν στὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Τρέξε λοιπὸν μὲ χαρὰ στὴ δωρεὰ τῆς νηστείας. Ἡ νηστεία εἶναι ἀρχαῖο δῶρο· δὲν παλαιώνει καὶ δὲν γηράσκει, ἀλλὰ πάντοτε ἀνανεούμενο, ἀνθίζει πάντοτε γιὰ νὰ φέρει ὥριμους καρπούς.

Μέγας Βασίλειος