«Αλλ' ακόμη δεν ανέφερα το αποκορύφωμα των κακών, ούτε το κυριώτερον μέρος της συμφοράς απεκάλυψα, διότι πολλάκις, που ητοιμάσθην να το ειπώ εκοκκίνησα, πολλάκις δε εντράπηκα.
Ποίον λοιπόν είναι αυτό; Διότι πρέπει πλέον να το αποτολμήσωμεν να το είπωμεν. Αλλωστε θα ήτο μεγάλη ανανδρία, ενώ πρόκειται να εκριζώσωμεν κάτι κακόν, να μη τολμώμεν ούτε καν να ομιλήσωμεν δι' αυτό, ωσάν να πρόκειται η σιωπή να ιατρεύση αφ' εαυτής την ασθένειαν. Δεν θα σιωπήσωμεν λοιπόν, και αν ακόμη πρόκειται μυριάκις να εντραπώμεν και να κοκκινίσωμεν.
Διότι και ο ιατρός, προκειμένου να καθαρίση την μολυσμένην πληγήν, θα παραιτηθή από του να χρησιμοποίηση τον σίδηρον, και να βυθίση τα δάκτυλά του εις τον πυθμένα του τραύματος; Λοιπόν, ούτε και ημείς πρόκειται να σταματήσωμεν τον λόγον αυτόν, καθ' όσον η μόλυνσις είναι χειροτέρα. Ποίον λοιπόν είναι το κακόν;
Κάποιος παράδοξος και παράνομος πόθος εισήλθεν εις την ζωήν μας. Επέπεσεν ασθένεια βαρεία και αθεράπευτος και ενέσκηψε πανώλης χειροτέρα όλων' επενοήθη κάποια νέα και φοβερά παρανομία, διότι ανατρέπονται όχι μόνον οι ανθρώπινοι, αλλά και οι φυσικοί νόμοι. Κατήντησε λοιπόν μικρόν πράγμα η πορνεία θεωρουμένη ως συνήθης ασέλγεια.
Και όπως εις τας οδύνας, το τυραννικώτερον πάθος, όταν επέλθη, καλύπτει την εντύπωσιν του προηγουμένου, έτσι και το υπερβολικόν μέγεθος αυτής της ύβρεως κάμνει το ανυπόφορον, να μη φαίνεται πλέον ως ανυπόφορον, δηλαδή την ακολασίαν περί την γυναίκα.
Διότι φαίνεται ότι είναι ευχάριστον το να ημπορέση να διαφύγη κανείς από τα δίκτυα αυτά και κινδυνεύει εις το εξής να γίνη περιττόν το γυναικείον φύλον, εφ' όσον οι νέοι αναπληρώνουν αντί εκείνων, όλα τα εις εκείνας ανήκοντα.
Και δεν είναι μόνον αυτό το κακόν, αλλ' ότι με πολλήν ελευθερίαν αποτολμάται τοιαύτη ακολασία και ενομιμοποιήθη η παρανομία. Κανείς λοιπόν δεν φοβείται και δεν τρέμει. Κανείς δεν εντρέπεται ούτε κοκκινίζει, αλλά και υπερηφανεύεται δια την γελοίαν αυτήν πράξιν και θεωρούνται παράφρονες οι σώφρονες και ότι δήθεν παραπλανώνται οι νουθετούντες' και αν μεν τύχη να είναι κατώτεροι σωματικώς, δέρονται, αν δε είναι ισχυρότεροι χλευάζονται, καταγελώνται, περιλούονται με μυριάδας εμπαιγμούς.
Εις τίποτε δεν ωφελούν τα δικαστήρια, ούτε οι νόμοι, ούτε οι παιδαγωγοί, ούτε οι πατέρες, ούτε οι υπηρέται, ούτε οι διδάσκαλοι.
Διότι άλλους μεν κατώρθωσαν να διαφθείρουν δια χρημάτων, αυτοί δε ενδιαφέρονται πως να αποκτήσουν μισθόν. Εξ εκείνων δε που είναι φρονιμώτεροι και φροντίζουν δια την σωτηρίαν αυτών, που τους έχουν εμπιστευθή, άλλοι μεν πολύ ευκόλως αποκοιμίζονται και εξαπατώνται, άλλοι δε φοβούνται την δύναμιν των ανηθίκων.
Αλλωστε ευκολώτερον θα ηδύνατο να γλυτώση κάποιος, ο οποίος έχει γίνει ύποπτος ότι εποφθαλμιά το βασιλικόν αξίωμα, παρά να ξεφύγη από τα χέρια των μιαρών εκείνων, αν προσπαθήση να αρπάξη από αυτούς τα παιδιά.
Ετσι, ωσάν εις μεγάλην ερημίαν, μέσα εις τας πόλεις οι αρσενικοί με αρσενικούς διαπράττουν την ακολασίαν. Εάν δε μερικοί έχουν ξεφύγει τας παγίδας αυτάς, δυσκόλως θα αποφύγουν όμως την κακήν φήμην αυτών, οι οποίοι διαπράττουν τας ασχήμιας αυτάς.
Πρώτον μεν, διότι είναι πάρα πολύ ολίγοι και κατ' αυτόν τον τρόπον ευκόλως θα ημπορούσαν να κρύπτωνται ανάμεσα εις το πλήθος των κακών, δεύτερον δε, διότι και οι ίδιοι οι μιαροί και οι μολυσμένοι εκείνοι δαίμονες, επειδή δεν ημπορούν κατ' άλλον τρόπον να βλάψουν αυτούς οι οποίοι τους περιεφρόνησαν, προσπαθούν να τους τιμωρήσουν δια του τρόπου αυτού.
Διότι, αφού δεν ημπόρεσαν να τους πλήξουν θανασίμως ούτε να εγγίσουν την ιδίαν την ψυχήν των, επιχειρούν λοιπόν να πληγώσουν τουλάχιστον τον διάκοσμον της σωφροσύνης των, τον οποίον λαμβάνουν από την κοινωνίαν και να καταστρέψουν την καλήν υπόληψίν των.
Διά τούτο και ήκουσα ότι πολλοί παραξενεύονται, πως ακόμη και σήμερον δεν έβρεξε άλλην πυρίνην βροχήν, πως δεν έπαθεν η πόλις μας αυτά, που έπαθον τα Σόδομα ενώ είναι αξία διά πολύ σκληροτέραν τιμωρίαν, καθόσον δεν εσωφρονίσθη ούτε με τα κακά εκείνων;
Αλλά μολονότι λοιπόν η χώρα εκείνη επί δύο χιλιάδες έτη βοά δια της όψεώς της λαμπρότερον και από φωνήν, προς όλην την οικουμένην, δια να μη αποτολμήση παρόμοιον αμάρτημα, όχι μόνον δε εμειώθη η τάσις των δια την αμαρτίαν αυτήν, αλλά και περισσότερον αυθάδεις έγιναν, ωσάν να φιλονεικούν και μάχωνται με τον Θεόν και προσπαθούν να αποδείξουν εμπράκτως ότι τόσον περισσότερον θα είναι προσκεκολλημένοι εις τα κακά αυτά, όσον περισσότερον τους απειλεί.
Πώς λοιπόν δεν έγινε τίποτε τέτοιο, ενώ τα μεν Σοδομιτικά αμαρτήματα διαπράττονται, όμως, δεν επιβάλλονται αι τιμωρίαι των Σοδόμων; Επειδή τους αναμένει άλλο πυρ καυστικώτερον και τιμωρία ατελεύτητος. Αλλωστε και εκείνοι, ενώ διέπραξαν πολύ βαρύτερα αμαρτήματα από τους καταστραφέντας δια του κατακλυσμού, εννοώ τους μετέπειτα, καμμία τέτοια ραγδαία βροχή, δεν έγινε μετά από εκείνον.
Και εδώ πάλιν ο λόγος είναι ο ίδιος. Διατί τάχα οι πρώτοι άνθρωποι, όταν ούτε δικαστήρια υπήρχον, ούτε φόβος υπήρχε από τους άρχοντας, ούτε νόμος να τους απειλή, ούτε όμιλος προφητών δια να τους επαναφέρη εις τάξιν, ούτε φόβος κολάσεως, ούτε ελπίς βασιλείας αιωνίου, ούτε άλλη γνώσις αληθείας, ούτε και τα θαύματα, που ημπορούν να αναστήσουν και τους λίθους, πώς λοιπόν αυτοί, που δεν απήλαυσαν τίποτε από αυτά, ετιμωρήθησαν τόσον αυστηρά διά τας αμαρτίας των και αυτοί, που έχουν συμμετάσχει εις όλα αυτά και ζουν μέσα εις τόσον φόβον και θείων και ανθρωπίνων δικαστηρίων, δεν ετιμωρήθησαν ακόμη μέχρι σήμερον με τας αυτάς τιμωρίας, ενώ είναι άξιοι σκληροτέρας τιμωρίας;
Αρα, δεν είναι ευνόητον και εις ένα παιδί, ότι τους επιφυλάσσεται αυστηροτέρα τιμωρία; Διότι, εάν εμείς οργιζώμεθα έτσι και αγανακτώμεν, ο Θεός, που φροντίζει δι' όλα και ιδιαιτέρως δια το ανθρώπινον γένος και αποστρέφεται και μισεί σφοδρώς την κακίαν, πώς θα ηνείχετο να αποτολμώνται αυτά χωρίς τιμωρίαν;
Δέν είναι έτσι, όχι! Αλλά θα επιφέρη επ' αυτών την παντοδύναμον χείρα του και την αφόρητον πληγήν και την οδύνην των βασανιστηρίων εκείνων, που είναι τόσον φοβερά, ώστε αι συμφοραί των Σοδόμων συγκρινόμενοι προς αυτά, θα θεωρούνται αστείαι.
Διότι ποίους βαρβάρους δεν εξεπέρασαν, ποίον γένος θηρίων, δια της μιαράς αυτής σαρκικής μίξεως; Υπάρχει εις μερικά από τα άλογα ζώα μεγάλη γενετήσιος ορμή και επιθυμία ασυγκράτητος, που δεν διαφέρει καθόλου από την τρέλλαν. Αλλ' όμως, δεν γνωρίζουν τον έρωτα αυτόν του αρσενικού προς το αρσενικόν, αλλά στέκονται εις τα όρια, που έθεσεν η φύσις. Και αν ακόμη μυριάκις κοχλάζει μέσα των το πάθος, όμως, δεν ανατρέπουν τους νόμους της φύσεως.
Οι δήθεν, όμως, λογικοί, που εγνώρισαν την θείαν διδασκαλίαν και διδάσκουν εις άλλους τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάμνουν και ήκουσαν Γραφάς, που κατήλθον από τον ουρανόν, συνάπτουν σχέσεις όχι τόσον ελευθέρως με τας πόρνας, όσον με τους νέους. Ωσάν να μη είναι ακριβώς άνθρωποι, μήτε να υπάρχη η πρόνοια του Θεού, η οποία τιμωρει τας παρανομίας, αλλά ωσάν σκότος, που κατέλαβε τα πάντα και κανείς πλέον ούτε βλέπει αυτά ούτε τα ακούει, τοιουτοτρόπως αποτολμούν τα πάντα, και μάλιστα με τόσην μεγάλην μανίαν. Οι δε πατέρες των διαφθειρομένων παιδιών υπομένουν αυτά σιωπηλώς και δεν εξαφανίζονται μαζί με αυτά, ούτε σκέπτονται καμμίαν διόρθωσιν του κακού.
Διότι και εάν έπρεπε να μεταφέρουν τα παιδιά των εξορία εις ξένην χώραν εξ αιτίας του πάθους αυτού, είτε εις την θάλασσαν, είτε εις τας νήσους, είτε εις απάτητον γην, είτε εις την υπεράνω ημών οικουμένην, δεν θα έπρεπε να κάνουν το παν και να προσπαθήσουν, ώστε να μη συρθούν αυταί αι αισχρότητες;
Και αν υπάρχη κάπου ένα χωρίον προσβληθέν από ασθένειαν και μάλιστα χολέραν, δεν θα μεταφέρωμεν από εκεί τους υιούς και αν ακόμη πρόκειται να κερδίσουν εκεί πολλά και η υγεία των είναι αρίστη; Τώρα δε, όμως, που τόση διαφθορά υπάρχει παντού, όχι μόνον σύρομεν αυτούς προς τα βάραθρα αυτά, αλλά απομακρύνομεν και αυτούς, που θέλουν να τους απαλλάξουν, ωσάν καταστροφείς.
Και πόσης οργής άξια δεν είναι αυτά και πόσων κεραυνών, όταν το μεν λεκτικόν αυτών προσπαθούμεν να το διορθώσωμεν και να τα καθαρίσωμεν δια της κοσμικής σοφίας, την δε ψυχήν, που κείται μέσα εις τον βόρβορον της ασελγείας και σαπίζει διαρκώς, όχι μόνον παραμελούμεν, αλλά και όταν θέλη να ανορθωθή, την εμποδίζωμεν;
Ακόμη λοιπόν θα τολμήση να ειπή κανείς ότι είναι δυνατόν αυτοί, που είναι τόσον βυθισμένοι εις τοιαύτας αμαρτίας να σωθούν; Από πού; Διότι αυτοί, που διέφυγον την μανίαν των ακολάστων (είναι δε ολίγοι αυτοί), τους τυραννικούς εκείνους έρωτας, που διαφθείρουν τα πάντα, όμως, δεν διαφεύγουν τον πόθον του πλούτου και της δόξης.
Οι περισσότεροι, όμως, και από τα ίδια αυτά πάθη και από τα πάθη της ασελγείας καταλαμβάνονται με μεγαλυτέραν ορμήν. Επειτα θέλοντες να τους καλλιεργήσωμεν την ευγλωττίαν, δεν απορρίπτομεν μόνον τα εμποδίζοντα την παίδευσιν, αλλά δημιουργούμεν και τα συντελούντα διορίζοντες και παιδαγωγούς και διδασκάλους και χρήματα δαπανώντες και απαλλάσσοντες αυτούς από τας άλλας ασχολίας και τονίζοντες εις αυτούς τακτικώτερον απ' όσον οι παιδοτρίβαι εις τους Ολυμπιακούς αγώνας αφ' ενός μεν δε την πενίαν λόγω της απαιδευσίας και αφ' ετέρου τον πλούτον, που αποκτά κανείς από την μόρφωσιν και πράττοντες και λέγοντες το παν και μόνοι μας και με άλλους, ώστε να τους οδηγήσωμεν εις το τέλος της εν λόγω παιδείας και παρά ταύτα πολλάκις ούτε έτσι το επιτυγχάνομεν.
Νομίζομεν δε ότι θα προκύψη καλλιέργεια συμπεριφοράς και ορθότητος αρίστου βίου, ενώ υπάρχουν τόσον πολλά, που την διακόπτουν; Και τί χειρότερον θα ηδύνατο να γίνη από τον παραλογισμόν αυτόν;
Το μεν ευκολώτερον δηλαδή να γίνεται αντικείμενον τόσον μεγάλης τιμής και επιμελείας, ωσάν να μη είναι δυνατόν χωρίς αυτήν να κατορθωθή ποτέ αυτό, εκείνο δε που είναι δυσκολώτερον, τούτο να νομίζωμεν ότι θα μας έλθη ενώ κοιμούμεθα, ως να ήτο κάτι από τα ευτελή και μηδαμινά; Διότι η παίδευσις της ψυχής είναι έργον τόσον δυσκολώτερον και επιπλέον, όσον το να πράττη κανείς από το να λέγη και όσον τα έργα είναι κοπιαστικώτερα των λόγων.
Και ποίαν ανάγκην έχουν τα παιδιά μας, λέγει, από την φιλοσοφίαν και ορθότητα βίου; Πράγματι αυτό είναι· αυτό είναι εκείνο, που κατέστρεψε τα πάντα, ότι δηλαδή πράγμα τόσον αναγκαίον, που συγκρατεί την ζωήν μας, θεωρείται περιττόν και πάρεργον. Κανείς δεν θα έλεγε, εάν έβλεπε τον υιόν του να ασθενή κατά το σώμα, ποίαν ανάγκην έχει από καθαράν και ακριβή υγείαν;
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
(«Απαντα Χρυσοστόμου», 13ος τόμος, έκδοση «Ωφελίμου βιβλίου»)
http://agapienxristou.blogspot.ca/2013/12/blog-post_5509.html

Ένα συγκλονιστικό θαύμα του Αγίου Ευγενίου
Στα χρόνια του βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του νέου πλήθος από Σκύθες με δική του διαταγή ξεκίνησαν για την Ανατολή. Κάποτε έφτασαν και στην Τραπεζούντα.
Ανάμεσά τους ήταν και κάποιος δεμένος με αλυσίδες, γιατί είχε μέσα του ολόκληρη λεγεώνα πονηρών πνευμάτων.
Οι άλλοι Σκύθες τον πρόσεχαν νύχτα-μέρα, από φόβο μήπως οι δαίμονες τον ρίξουν στη φωτιά και τον κάψουν ή τον πνίξουν στο νερό ή τον γκρεμίσουν σε κανένα βάραθρο…
Πριν δαιμονιστεί ο Σκύθης αυτός, από νέος ακόμα, έκανε τα θελήματα των δαιμόνων και ζούσε ζωή ακόλαστη.
Κάποτε όμως έκανε και μία φρικτή ασέβεια. Στη Βασιλεύουσα, όπου είχε πάει μαζί με άλλους ομόφυλους του, επισκέφθηκε μία εκκλησία.
Εκεί, μολονότι αβάπτιστος και ακάθαρτος, τόλμησε να πλησιάσει στο άγιο ποτήριο την ώρα της θείας μεταλήψεως και να κοινωνήσει! Την ίδια όμως στιγμή παραδόθηκε στους απάνθρωπους δαίμονες, που άρχισαν από τότε να τον βασανίζουν αλύπητα.
Σ’ αυτή λοιπόν την κατάσταση έφτασε στην Τραπεζούντα. Οι σύντροφοί του, μαθαίνοντας για τα πολλά θαύματα του αγίου Ευγενίου, τον έφεραν στο ναό του. Στο μεταξύ η σατανική λεγεώνα τον έκανε να σπαράζει και ν’ αφρίζει.
Πώς τόλμησες, τον φοβέριζαν τα δαιμόνια, να μεταλάβεις το Χριστό, αφού είσαι δικός μας; Θα σ’ εξαφανίσουμε με τον πιο σκληρό τρόπο! Κανένας δεν Θα σε γλιτώσει απ’ τα χέρια μας!…
Ενώ όμως κόμπαζαν και απειλούσαν οι μιαροί δαίμονες, τί κάνει ο γρήγορος βοηθός των ανθρώπων, ο ένδοξος Ευγένιος;
Παρακαλεί τον φιλάνθρωπο Δεσπότη να σπλαχνιστεί το πλάσμα Του και να το απαλλάξει από την τυραννία του σατανά.
Και με τις παρακλήσεις του λυγίζει τον πολυέλεο Κύριο.
Καθώς στεκόταν λοιπόν ο δαιμονισμένος μπροστά στο λείψανο του αγίου, ήρθε σε έκσταση. Του φάνηκε πως είδε το Χριστό να κατεβαίνει από τον ουρανό μέσα στην εκκλησία.
Εκεί, αφού του θύμισε τις βέβηλες πράξεις, που από νέος είχε κάνει, άρχισε να τον ελέγχει αυστηρά.
Μ’ όλες τούτες τις παρανομίες σου, κατέληξε ο Κύριος, με λύπησες πάρα πολύ, δεν είσαι άξιος ελέους, για χάρη όμως του αγαπητού μου Ευγένιου σε λυπήθηκα και θα σ’ ελεήσω. Και γυρίζοντας στο μάρτυρα, που στεκόταν δίπλα Του ικετευτικά, συνέχισε: Γιάτρεψέ τον, Ευγένιε, αφού κατέφυγε στην προστασία σου.
Αμέσως ο Ιησούς εξαφανίστηκε. Ο άγιος είπε τότε στον δαιμονισμένο: Αυτό το κακό το έπαθες επειδή κοινώνησες τα άχραντα Μυστήρια, ενώ ήσουν αβάπτιστος και βουτηγμένος στις αμαρτίες.
Ο Σκύθης συνήλθε από την έκσταση.
Είδε τότε, αισθητά πια, να βγαίνει φωτιά από τα άγια λείψανα, να μπαίνει στο στόμα του και να κατακαίγει -έτσι του φάνηκε- τα σωθικά του.
Όσοι ήταν εκεί κοντά μπόρεσαν να δουν με τα ίδια τους τα μάτια τη δύναμη του αγίου Ευγενίου, που βασάνιζε και τιμωρούσε εξουσιαστικά τους πονηρούς δαίμονες, διώχνοντάς τους βίαια μέσ’ από τον ταλαίπωρο άνθρωπο.
Άφριζε και ίδρωνε και χτυπιόταν ο Σκύθης, ώσπου ελευθερώθηκε εντελώς από τ’ ακάθαρτα πνεύματα.
Ειρηνικός πια και ανενόχλητος, σιχάθηκε την παλιά του ζωή, και δεν έπαψε ποτέ να ευχαριστεί τον θαυματουργό μάρτυρα που τον ευεργέτησε.
Άγιος Ευγένιος ο Τραπεζούντιος
Ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ ζωντανὴ καὶ συνεχὴς μετάνοια. Ἄν θέλωμε νὰ μὴ φέρωμε μάταια τὸ ὄνομα τοῦ μοναχοῦ, ἄν θέλωμε νὰ μὴν ἔχωμε κρῖμα, ἄν θέλωμε νὰ μὴ κατακριθοῦμε γιὰ τὸ ὅτι ὀνομαζόμαστε μοναχοί, πρέπει νὰ βυθιστοῦμε ὁλόκληροι μέσα στὴ μετάνοια.
Ὁ μοναχός, τότε μόνο πορεύεται σωστά: ὅταν εἶναι γεμᾶτος μὲ τὸ τὸ φρόνημα, καὶ ὅταν ὁδηγῆται στὶς πράξεις του πάντοτε ἀπὸ τὸ αἴσθημα τῆς μετανοίας. Ὅταν τὸ αἴσθημα τῆς μετανοίας φεύγη ἀπὸ τὴν καρδιά, ὁ μοναχὸς στρέφεται σὲ σκέψεις ἀπατηλές· σὲ σκέψεις ποὺ ἤ τοῦ ἐμβάλλει ὁ σατανᾶς, ἤ τὶς προκαλεῖ ἡ πεπτωκυῖα φύσις. Ὅσο πιὸ πολὺ ἀπουσιάζει τὸ φρόνημα τῆς μετανοίας, τόσο πιὸ χειροπιαστὸ σημεῖο ἔχομε, ὅτι ἡ πνευματικὴ κατάστασις τοῦ μοναχοῦ δὲν πάει καλά. Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ οὐσία τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Εἴσοδος στὴν μοναχικὴ πολιτεία εἶναι ἡ συναίσθησις τῆς ἁμαρτωλότητός μας.
Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ

Ὦ Πανάγιε Σωτῆρά μου, λογιάζω μέσα μου, τί λόγια νὰ εὕρω διὰ νὰ σὲ χαιρετίσω, καὶ ποῖον χάρισμα, νὰ σὲ κάμω διὰ νὰ σοὶ εὐχαριστήσω, καθὼς πρέπει· ἀμὴ τίποτε δὲν εὑρίσκω, ὅπου νὰ εἶναι ἄξιον διὰ σὲ τὸν Θεὸν καὶ Πλάστην μου· μόνον γίνομαι ἐξεστηκώς, πῶς ἐδόθη τοῦτο τὸ μέγα Μυστήριον εἰς ἐμὲ τὸν ἀνάξιον. Ὦ μεγαλοδύναμε Θεέ, καὶ Πλάστη μου, καὶ Πατέρα μου αἰώνιε, εὐχαριστώ σοι, ὅπου μὲ ἠξίωσες νὰ χορτάσω πολλάκις, ὡς καὶ τὴν σήμερον τὴν Σάρκα καὶ τὸ Αἶμά Σου. Χριστέ μου πολυέλεε, παρακαλῶ σε νὰ μὴ τιμωρηθῶ ὡς ἀνάξιος, ἀλλὰ νὰ συγχωρηθῶ ὡσὰν μωρὸς καὶ ἀνόητος. Κάμε, Δέσποτά μου, νὰ μὴ λείψῃ ἡ χάρις Σου ποτὲ ἀπὸ ἐμέ· δός μοι ταύτας τὰς θεϊκὰς ἀρετὰς νὰ τὰς ἔχω, πίστιν, ἐλπίδα, ἀγάπην, φρόνησιν, ὑπομονήν, παρθενίαν, ταπείνωσιν, καθαρότητα, καὶ τὸ περισσότερον, φώτισιν, διὰ νὰ γνωρίζω τὰ θελήματά Σου, θέλησιν, διὰ νὰ τὰ κάμνω, δύναμιν, διὰ νὰ ἀντιστέκωμαι εἰς ὅλα τὰ κακά, ὅπου μὲ πολεμοῦσι, καὶ νὰ στερεώνομαι εἰς ὅλα τὰ καλά, ὅπου μοὶ πρέπουσι, καὶ σὲ ἀρέσκουσιν. Ὦ Θεέ μου, λυπήσου με, καὶ μὴ μὲ ἀφήσῃς νὰ ξεπέσω πλέον εἰς τὰ πρῶτά μου πταίσματα. Διότι ἐγὼ σὲ τάσω, πῶς εἶναι ὅλη μου ἡ γνώμη καὶ ἡ θέλησις εἰς τὴν ἐξουσίαν Σου, καὶ δὲν θέλω εὔγῃ πλέον ποτέ, μὲ τὴν βοήθειάν Σου, ἀπὸ τὴν ὐπακοήν Σου. Ἀμήν.
(Ἐκ τοῦ περιοδικοῦ· Ἁγιορείτικη Μαρτυρία, Ἱ. Μ. Ξηροποτάμου)
Ο Άγιος μας Σάββας είναι όντως πολύ θαυματουργός και κάνει πολλά θαύματα.
Γυναίκες που δέν μπορούσαν/μπορούν να κάνουν παιδιά προσκυνάνε και τους δίνουν οι καλογριές λίγο λαδάκι και κάνουν μετά παιδιά η όταν είναι άρρωστα ζητάνε τις πρεσβείες του και τα γιατρεύει...
Μία γυναίκα που τον ευλαβούνταν πολύ ,πήρε ένα κομμάτι απο το ένα δάκτυλο του στο σπίτι της,το ίδιο βράδυ διαπίστωσε οτι το λείψανο έτρεχε αίμα και φοβήθηκε και την άλλη μέρα το γύρισε πίσω.Μία κοπελίτσα η οποία δευτερόλεπτα πρίν πάθει σοβαρό ατύχημα με το μηχανάκι τον είδε μπροστά της ζωντανό και της είπε μήν φοβάσαι,εγώ θα είμαι μαζί σου και θα σε προσέχω τώρα(η κοπέλα όπως ήταν σταματημένη και περίμενε να περάσει ένα αυτοκίνητο για να πάει κι αυτή με το μηχανάκι στο σχολείο,ήρθε και έπεσε πάνω της και την πάτησε και απο πίσω ακολουθούσε και άλλο αυτοκίνητο και την πάτησε κι αυτό...Την μεταφέρανε με το ελικόπτερο στο νοσοκομείο της Κρήτης που για σαράντα μέρες ήταν φυτό και που όπως λέει και η ίδια για σαράντα μέρες ήταν συνεχώς στο νοσοκομείο απο πάνω της και την εμψύχωνε και της είπε και πράγματα που πρόκειται να γίνουν στην ζωή της...)
Πρίν έναν μήνα και κάτι μέρες έφερε απο την Αμερική κάποιος συμπατριώτης μας ο οποίος ζει πάρα πολλά χρόνια εκεί το εκ γενετής ανάπηρο δέκα χρονών παιδάκι του ο οποίος είχε πάει πάρα πολλές φορές σε γιατρούς εκεί(Στο Οχάιο μένει νομίζω) και ο οποίος βλέποντας ότι οι γιατροί δέν μπορούσαν να κάνουν τίποτα είπε ότι αν δέν το κάνει καλά ο Άγιος Σάββας,δέν μπορεί να το κάνει καλά κανείς,το έφερε λοιπόν στον Άγιο Σάββα και προσευχήθηκαν μαζί...Το παιδί τώρα είναι μία χαρά και όπως μας είπε και ένας γνωστός που τώρα δουλεύει πάνω όσοι το ξέραν το παιδί και οι γέροι που είχαν πολλά χρόνια να πάνε Εκκλησία πάνω στην Αμερική,τώρα πηγαίνουν κάθε Κυριακή,εννοείται βέβαια πως και ο μικρός κάνει το ίδιο...
Είναι ακόμη πάρα πολλά άλλα θαύματα,όπως και όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας έχουν κάνει με την δύναμη του Θεού μας αμέτρητα θαύματα.
Άγιε μου Σάββα πρέσβευε υπέρ υμών!

Σ’ ένα χωριό της Χαλκιδικής περνούσε ο πατήρ Ησύχιος με το λείψανο της Αγίας Άννης και στην αυλή ενός σπιτιού είδε μια γυναίκα που έκλαιγε και τραβούσε τα μαλλιά της για το αλογάκι της που, εκείνη την στιγμή, ήταν κατά γης και άφριζε.
–Τι έχει χριστιανή μου το αλογάκι σου;
–Αχ, Πάτερ μου, θα ψοφήσει! Μου το είπε ο κτηνίατρος και δεν έχω άλλο, η καημένη!
–Μη κλαις, θα γίνει καλά! Έχω μαζί μου την Αγία Άννα. Θα διαβάσουμε στην χάρη της μία Παράκληση και θα κάνουμε Αγιασμό.
Μετά τις προσευχές, πότισε το ζώο με αγιασμό και –ώ, του θαύματος!– το ζώο αμέσως σηκώθηκε και περπατούσε.
Ενώ συνέβαιναν αυτά, δύο κτηνίατροι που ήταν στον επάνω δεύτερο όροφο, άρχισαν να κατηγορούν τον ευλαβή παπά λέγοντας: «Νάτος, ο καλόγερος! Ήρθε να πάρει το πενηντάρικο της δυστυχισμένης γυναίκας. Για πάμε να τον πειράξουμε!». Πλησίασαν και του λέγουν: «Τι κάνεις, παπά; Έκανες καλά το άλογο;». Και ο παπάς, με ύφος αυστηρό, τους απαντά: «Θεομπαίχτες! Δεν ντρέπεσθε να με κατηγορείτε ότι ήλθα να πάρω τα λεφτά της γυναίκας; Περιμένετε και θα δείτε το θαύμα!». Εκείνοι, μετά την θεραπεία του ζώου, έμειναν άφωνοι. Εζήτησαν συγχώρεση και αναχώρησαν…
Από το περιοδικό «Ο Όσιος Γρηγόριος», περίοδος β΄, έτος 1982, αριθμ. τευχ. 7, σελ. 80, 88–92.

Για να νικήσει κανείς τα πάθη του πρέπει να κοιτάζει μόνο τον εαυτό του όχι να βλέπει δεξιά κι αριστερά. Πρέπει να προλαβαίνουμε τα πάθη και τα ελαττώματα που ξεφυτρώνουν στην ψυχή μας γιατί αν μεγαλώσουν δεν θα μπορέσουμε να τα βγάλουμε εύκολα. Το κάθε πάθος που ξεφυτρώνει θέλει πολύ ταπείνωση για να προχωρήσουμε στο μεγαλείο της αγάπης του Θεού, γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορεί κανείς να στερεωθεί. Εμάς μας έχει προορίσει ο Θεός για την Άνω Ιερουσαλήμ, για να απολαύσουμε τα αγαθά που ετοίμασε
Μόνο εκείνος που ακουμπάει στο Θεό και τον αγαπάει έχει για λίγο την πνευματική ηδονή και μετά αρχίζουν πάλι οι θλίψεις. Όσοι όμως έχουν θεωρία και ο νους τους είναι στον ουρανό, θέλουν να πάνε στην πραγματική τους πατρίδα έχουν πνευματική ευφροσύνη και εμείς, πολύ ευτυχισμένες είμαστε και να ευχαριστούμε τον Θεό, που μας έφερε στη μάνδρα του.
Να φυλάμε τα μάτια μας, την ακοή μας και να προσευχόμαστε αδιαλείπτως για να έχουμε τη χάρη του Θεού, γιατί, όσο αγωνιζόμαστε, βάζουμε στην άκρη και δεν θα φοβηθούμε ότι κι αν έρθει.
Όταν ο άνθρωπος προσεύχεται βλέπει το διάβολο από που έρχεται να τον χτυπήσει. Ενώ όταν είναι ξένοιαστος τρυπώνουν τα δαιμόνια μέσα του καθώς έχει αμέλεια και σκληρότητα και κάνουν σαματά και σκοτίζεται ο άνθρωπος και γίνεται σαν τον Διάβολο.
Τα κλειδιά από την πόρτα της ψυχής μας πρέπει να τα 'χουμε στα χέρια. Να μην αμελούμε τα καθήκοντα μας. Να μην δίνουμε σημασία στις επιθυμίες μας (φαγητά, αναπαύσεις κλπ.).
Θέλω να επικρατήσει σιωπή, να λέτε την ευχή, να προσεύχεστε, να μου κάνετε ένα κομποσχοίνι με σταυρό και μια παράκληση, για να 'ναι μια ενίσχυση για μένα αυτό.
Να μην αργολογείτε, συζητάτε, και μεμψιμοιρείτε.
Την ευχή να λέτε για να βρούμε τον Θεό.
Πρέπει να κυνηγήσουμε τον Θεό, να μην αφήνουμε λεπτό να πηγαίνει χαμένο.
Όσο το δυνατόν να πιάσετε τον Θεό, γιατί αυτές τις μέρες που περνούν θα τις αναζητούμε και δε θα τις βρίσκουμε. Με αγάπη και καλοσύνη να μιλάμε.
Είναι λυπηρό να στερούμαστε τη μακαριότητα, την γλυκύτητα του Θεού και την αγάπη Του ενώ βρισκόμαστε στο μοναστήρι. Να μην αμελούμε, να μην κάνουμε διακεκομμένη την προσευχή μας, για να την απολαμβάνουμε κι' αυτή θα φέρει την ανάπαυση της ψυχής και την μακαριότητα.
Συνέχεια την ευχή. Να μην την αφήνουμε από την ψυχή μας. Να έχουμε προσοχή πώς να αρέσουμε στην Παναγία μας. Το βράδυ, που θα κάνουμε προσευχή, να σημειώνουμε τις αμαρτίες μας. Χρειάζεται πολλή υπομονή στη ζωή μας. Ο καθένας έχει τα ελαττώματα του, τα πάθη του και για κάθε ψυχή που πάσχει, που δεν ξέρει πώς να πολιτευθεί, να κάνουμε μια προσευχή για τη σωτηρία της και θα 'ρθει η Θεία Μακροθυμία στην ψυχή μας.
Πιάστε την προσευχή να διορθώσετε τα πάθη και τα ελαττώματά σας.
Η προσευχή μας γαληνεύει. Να συγκεντρώσουμε τον λογισμό μας καλά - καλά και να σκεφτόμαστε το Θεό. Όλα τα άλλα είναι σκουπίδια, να τα πετάμε. Σημασία να μη δίνουμε στις παγίδες του διαβόλου. Τον εαυτό μας να βλέπουμε, που λυπήσαμε τον Θεό, Τον ευαρεστήσαμε. Τότε θα πάμε μπροστά.
Αλλιώς ξεφεύγουμε. Ταπείνωση όσο το δυνατόν.
Τελευταίος άνθρωπος να γίνουμε. Αυτός θα πάει μπροστά.
Να αποφεύγουμε τα λόγια, τις μεμψιμοιρίες. Δεν ταπεινωθήκαμε, δεν θα σωθούμε.
Πρέπει να έχουμε μια δυναμικότητα στον εαυτό μας να στεκόμαστε καλά απέναντι στο Θεό.
Τον νου μας να τον έχουμε βιβλίο ανοιγμένο και να κάνουμε μελέτη την κόλαση και τον Παράδεισο. Άμα σκεφτούμε την αιώνια κόλαση, συγκλονίζεται το εσωτερικό μας όλο. Για σκέψου το πυρ το αιώνιον; Τον σκώληκα τον ακοίμητο; τον βρυγμό των οδόντων;
Αν σκεφθεί κανείς την κόλαση, δεν μπορεί να συγκράτησει τα δάκρυά του.
Όταν ο άνθρωπος έχει στη μνήμη του την κόλαση, τα πάθη του ελαττώνονται, η ψυχή γίνεται μαλακιά σαν το βαμβάκι, τρυφερή. Πονάει, συμπαθεί, ευσπλαχνίζεται.
Όλα μπορεί να τα σηκώσει κανείς, αλλά από την ευσπλαχνία του Θεού καίγεται, διαλύεται, «φθάνει Θεέ μου, λέει, δεν μπορώ άλλο, ελάττωσέ την». Αν ο άνθρωπος, τότε που έρχεται μέσα του η αγάπη του Θεού, πονάει όλο τον κόσμο με τις αμαρτίες του, τα πάθη του, και δε μπορεί να το αντέξει αυτό, για σκέψου την ευσπλαχνία του Θεού. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
Για σκέψου, να πορνεύει, να σκοτώνει και εσύ να τον αγαπάς. Αν ξέραμε τι χάνουμε κάθε δευτερόλεπτο δεν θα κοιτάζαμε δεξιά κι αριστερά. Θα κοιτάζαμε όλο το είναι μας να το αφιερώσουμε στο Θεό.
Άμα θα σιωπήσετε κι έχετε τον νου σας στην αδιάλειπτη προσευχή, μια βδομάδα, θα δείτε τη διαφορά τη μεγάλη μέσα στην ψυχή σας. Αλλά κοιτάζουμε τον Α και τον Β και δεν μπορούμε να προοδεύσουμε.
Τότε θα ζητάμε μοναξιά, ησυχία, τόσο πολύ θα νοιώσει η ψυχή μας το μεγαλείο του Θεού. Και μπορούμε μέσα στην κιβωτό να τα απολαύσουμε όλα αυτά.
Όταν βιαστεί κανείς, αισθάνεται τη Θεία Μακαριότητα και θα είναι ήσυχος, ανεύθυνος, χωρίς προβλήματα και το πνεύμα του θα είναι στον ουρανό και θα γεύεται τα μεγαλεία του Θεού.
Το κελί έχει πάρα πολλή χάρη. Είναι μία παλαίστρα που παλεύει κανείς και δίνεται στο Θεό.
Όταν υπάρχει πνευματική ένωση με τους προεστώτας ο υποτακτικός αισθάνεται στην ψυχή του το Θεό χωρίς να κηλιδωθεί ο λογισμός του. Αισθάνεται πώς είναι το ρεύμα, ή πρίζα.
Όταν υπάρχει πνευματική προεργασία στο Χριστό και στους προεστώτας αισθάνεται μεγάλη χαρά, αγαλλίαση παρακαλεί πότε να πεθάνει και λέει ας φύγω.
Θέλει προσοχή στο λογισμό να μην έρθει μώμος ή για τον Γέροντα ή για την Γερόντισσα. Όταν αυτό φυλάξουμε, θαύματα θα δούμε.
Όποιος αγωνίζεται να απολαύσει την αρετή αυτός θα αισθανθεί τα μελίρρυτα άνθη, την γλυκύτητα, το μέλι της χάριτος θα λάβει, όταν προσπαθεί να ενωθεί με τον Θεό, να γίνει ένα.
Να γίνει θέωση μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, να γίνει Θεός κατά χάριν.
Να μην ζούμε κατώτερα, ρηχά, να μη ζούμε τόσο επιπόλαια, να έχουμε σύνεση στην εργασία.
Μας λέει ο λογισμός να κοιμηθούμε πιο πολύ όχι, να λέμε, δεν θα κοιμηθούμε πιο πολύ. Όποτε μας ξυπνάει ο φύλακας άγγελος της ψυχής, προσευχή να κάνουμε εκείνη την ώρα να μην αφήνουμε τον εαυτό μας. Η προσευχή θεραπεύει τα πάθη και τα ελαττώματα. Όταν θα πέσει ο ήλιος μέσα σε μια λάσπη και την αποξηραίνει, την κάνει κόκκαλο και ότι έντομο έχει το αποδιώκει, το φυγαδεύει, το ψοφάει.
Σαν βολίδα έρχεται η χάρις του Θεού.
Εμάς μας πολεμάει πιο πολύ η μεμψιμοιρία και πολλές φορές, πιστέψατε με, βλέπω κοπάδι δαιμόνων και βλέπεις, λοιπόν, άλλος σκουντάει τη μία, άλλος τσιγκλάει την άλλη και γίνεται ένα πράγμα τρομερό. Άλλα αν είναι οπλισμένο το μοναστήρι με προσευχή δεν θα μπορούν να κάνουν κακό, θα στέκονται από μακριά και θα βλέπουν.
Αλλά βρίσκει χώρα και τριγυρνάει και την μια την πιάνει από το πόδι, την άλλη από το λαιμό, την άλλη από τη φωνή, την άλλη από την κραυγή και χαλάει ο κόσμος• εκείνη την ώρα πιστέψετε με βλέπω τους δαίμονες πώς περνάνε εν ριπή οφθαλμού, όπως πετούν τα αεροπλάνα.
Λοιπόν, πολύ προσοχή και προσευχή.

Όταν ο άνθρωπος έχει προσοχή και προσευχή, η χάρις του Θεού τον επισκιάζει. Εάν το ψηλαφήσουμε στη διάνοια μας, ότι ο θάνατος μας είναι και η κρίσης του Θεού, δηλαδή που θα πάμε και που θα σταθούμε, δηλαδή ή στην κόλαση ή στον παράδεισο, θα είμαστε προσεκτικές.
Να μην αντιλογούμε το θέμα της αντιλογίας είναι το πιο φοβερό πράγμα «όχι δεν θα πάω, εκείνη γιατί δεν πάει, γιατί δεν την λες».... Μέσα στον κόπο θα βρείτε το Χριστό σας το λέω από μεγάλη πείρα, επειδή το 'νιωσα αυτό το πράγμα, καίτοι ανάξια είμαι και αμαρτωλή, αλλά επειδή μέσα στον κόπο είδα τον Θεό, γι' αυτό ο κόπος είναι ένα πολύ μεγάλο πράγμα.
Να αγαπούμε πολύ την Παναγία. Να της τραβάτε κομποσχοίνι, να κάνετε κάθε μέρα παράκληση και θα μας πάει όλες στον Παράδεισο. Την είδα σαν μικρό κοριτσάκι 15 χρονών (όπως είναι στην εικόνα στην Γοργοϋπήκοο στο κελί της) την ώρα του Χερουβικού, που ήμουν γονατισμένη.
Στεκόταν όρθια μπροστά στην ωραία Πύλη και κρατούσε πάνω στην κοιλίτσα Της τον Χριστούλη. Δεν θα ξεχάσω τα ματάκια Της εκείνα τα γλυκά, πώς με κοιτούσαν μέχρι μέσα στην καρδιά μου έμπαινε εκείνο το Βλέμμα Της. Ήταν γαλάζια και η Παναγία είχε δύο ξανθές κοτσίδες, αλλά όλη μου η προσοχή είχε συγκεντρωθεί στα μάτια Της.
Και την παρακαλούσα και έλεγα «Παναγία μου τι θα γίνουμε, τι θα γίνει αυτό το μοναστήρι, τίποτε δεν κάνουμε, πώς θα σωθούμε;» Και η Παναγία χαμογέλασε, η διάθεση μου άλλαξε από εκείνη την μέρα μια γαλήνη ήρθε μέσα μου από το βλέμμα της Παναγίας.
Η μονή μας να ξέρετε ότι είναι αγιασμένη.
Το κάθε βήμα που κάνουμε μας το γράφει ο Χριστός. O π. Ιγνάτιος που είναι στα Ιεροσόλυμα έλεγε: πολύ αγιασμένο το μοναστήρι σας, άγια τα χώματα εκεί. Αυτό βέβαια το έχω διαπιστώσει πολλές φορές παρουσιάζεται η χάρις της Παναγίας μας εδώ πέρα και πολλοί άνθρωποι την βλέπουν. Είναι η προστασία της Παναγίας, που μας προστατεύει.
Γι' αυτό, όταν θα έρθει η χάρις του Θεού στην ψυχή σας, θα λέτε: «Κυρία και Δέσποινα του κόσμου, εγώ δεν σου προσέφερα τίποτε, άσε που θα μας τα δώσει στον ουρανό. Θα τα δούμε σωρούδια εδώ, σωρουδάκια παραπέρα, ότι, κι ένα κρεμμύδι να ‘χει δώσει κανείς και μια πατάτα και μια κλωστή, όλα, όλα θα τα δει στον ουρανό.
Και το κάθε βηματάκι πού\υ θα κάνει κανείς η χάρις του Θεού τον πλουτίζει.
Το μοναστήρι δεν είναι δικό μας. Μας φιλοξενεί η Παναγία και σύμφωνα με την φιλοξενία που μας κάνει πρέπει να πολιτευόμαστε.