Ὑπομονὴ δὲν εἶναι τὸ νὰ Aνέχωμαι τὸν ἄλλον. Ὅταν λέω ὅτι ἀνέχομαι τὸν ἄλλον, εἶναι σὰν νὰ λέω: «Ὁ ἄλλος εἶναι χάλια, ἐγὼ εἶμαι καλά, καὶ τὸν ἀνέχομαι».
Ἡ πραγματικὴ ὑπομονὴ εἶναι νὰ αἰσθάνωμαι ἐνοχὴ γιὰ τὴν κατάστασή του καὶ νὰ τὸν πονάω. Αὐτὸ ἔχει πολλὴ ταπείνωση καὶ ἀγάπη, καὶ τότε δέχομαι τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ βοηθιέται καὶ ὁ ἄλλος.
Ἂν δῶ, ἂς ὑποθέσουμε, κάποιον κουτσὸ ἢ κουφὸ ἢ ναρκομανῆ, πρέπει νὰ σκεφθῶ: «ἂν ἤμουν ἐγὼ σὲ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση, θὰ παρακαλοῦσα τὸν Θεὸ καὶ θὰ τὸν ἔκανε καλά», γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶπε: «θὰ σᾶς δώσω δύναμη νὰ κάνετε μεγαλύτερα θαύματα ἀπὸ μένα», ὁπότε ἔρχεται ὁ πόνος, ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλον.
Ἐνῶ, ἂν πῶ: «ἔ, τί νὰ τὸν κάνω, ἀνάπηρος εἶναι, ἂς καθήσω λίγο κοντά του, θὰ ἔχω ἄλλωστε καὶ τὸν μισθό μου», τότε ἀνέχομαι τὸν ἄλλον καὶ δικαιολογῶ τὸν ἑαυτό μου ὅτι ἔκανα τὸ καθῆκον μου.
Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης
Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης