Saturday, March 9, 2019

Διάλογος Άδου και Σατανά περί του Κυρίου

Με χαρά ήλθε ο σατάν ο κληρονόμος του σκότους και λέγει του Άδη. Λαίμαργε και αχόρταγε άκουσον τι θα σου πώ. Εκ του γένους των Ιουδαίων κάποιος που ονομάζεται Ιησούς, ονομάζει τον εαυτόν του Υιόν του Θεού. Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν από δική μας ενέργειαν εσταύρωσαν αυτόν οι Ιουδαίοι ώς ατοιμασμένον, και ενταφιάσαμε αυτόν. Εγώ είδα ότι άνθρωπος είναι, και άκουσα αυτόν να λέγει ότι περίλυπος είναι η ψυχή μου μέχρι θανάτου. Έκανε και πολλά άλλα και έτρωγε μαζί με τους ανθρώπους και όσους ανθρώπους εγώ τους έδενα και τους έκανα τυφλούς, κουλούς λεπρούς, και αυτός μόνον δια του λόγου μόνο τους ιάτρευε, και όσους ετοίμαζα για ταφή και αυτούς μόνον διά λόγου τους ανάστηνε.

Λέγει ο Άδης. Αφού διά του λόγου μόνον έκανε όλα αυτά, εσύ κοίταξες να του αντισταθείς; Ουδείς μπορεί να του αντισταθεί, και επειδή όπως λέγεις τον άκουσες να λέει ότι ήταν φοβούμενος τον θάνατον, σε ξεγελούσε και σε κορόϊδεβε, για να σε αρπάξει με το χέρι του το δυνατό. Και αλοίμονο εις τον αιώνα τον άπαντα. Λέγει ο σατάν αχόρταγε Άδη, αυτόν εφοβήθης, του κοινού εχθρού μας; Εγώ αυτόν δεν εφοβήθει, και έσπρωξα τους Ιουδαίους και εσταύρωσαν αυτόν, και επότησαν χολή και όξος. Και στον ετοίμασα και σου τον έστειλα για να τον κρατήσεις γερά κάτω στον άδην.
Απεκρίθει ο Άδης. Κληρονόμε του σκότους, υιέ της απωλείας, διάβολε είπες ότι πολλούς ετοίμασες για να ταφούν και αυτός με έναν λόγο τους ανέστησε. Πώς αυτός και με ποία δύναμη θα τον κρατούσαμε δεμένον; Εγώ προ λήγον καιρού κατάπια έναν νέον ονομαζόμενον Λάζαρον. Και μετά λίγο μόνον διά του λόγου απέσπασε από τα βάθη του Άδη και γίνεται πάλι ζωντανός. Για να τον φέρεις εδώ κάτω κινδυνεύουμε να χάσουμε κι άλλους, όσους από αιώνες κατάπια . νιώθω πόνο στην κοιλιά μου, και δεν είναι σημείον καλό αυτό. Ο προαναρπαστής Λάζαρος από μπροστά μου έφυγε όχι ως νεκρός, αλλά σαν αετός. Η γή τον εξέρασε. Και σου έλεγα μην τον φέρεις αυτόν κάτω εδώ γιατί δεν μας μένει κανείς από τους νεκρούς.
Καθώς αυτά συζητούσαν ο σατάν και ο Άδης φωνή μεγάλη ήρθε σαν βροντή και έλεγε: Άρατε πύλας οι άρχοντες ημών , και επάρθητε πύλαι αιώνιοι, και εισελέυσεται ο βασιλιάς της δόξης (Λέγεται κατά την Ανάσταση) όταν άκουσαν αυτήν την φωνή λέγει ο σατάν του Άδη Τρέξε να φύγουμε είναι πολύ δυνατός και δεν μπορεί κανείς να του αντισταθεί. Έτρεξε έξω ο σατάν και λέγει ο Άδης στα δαιμόνια. Ασφαλίσατε καλά τας πύλας και βάλλεται της χάλκινες αμπάρες και σιδεριές. Πάρετε και τα κλειδιά μου και να είσαστε όρθιοι έτοιμοι, γιατί εάν αυτός έρθει κάτω εδώ, θα μας αρπάξει.
Όταν άκουσαν αυτά οι προπάτορες άρχισαν όλοι να βρίζουν αυτόν λέγοντας –παμφάγε και αχόρταγε άνοιξε να έρθει ο βασιλιάς της δόξης.
Λέγει ο Δαυίδ ο Προφήτης δεν είδες τυφλέ ότι όταν ζούσα ακόμη στον κόσμο, προφήτεψα το Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών; Και ο Ησαΐας λέγει, ότι αυτό το προείδα, εκ Αγίου Πνευματος, έγραψα . Αναστήσονται οι νεκροί και εγερθησονται οι εν τοις μνημείοις, και ευφραθησονται οι εν τη γη. Και που σου, θάνατε το κεντρί σου; Που σού Άδη το νίκος; Ήλθεν και πάλιν φωνή. Άρατε πύλας ...
Ακούσας ο Άδης για δεύτερη φορά την φωνήν, λέγει σαν να μην ήξερε...Τις εστίν ούτος ο βασιλιάς της δόξης; Και λέγουν οι Άγγελοι του Δεσπότου-Κύριος κραταιός και δυνατός Κύριος δυνατός εν πολέμω. Και καθώς έλεγαν αυτά οι Άγγελοι συνετρίβησαν οι αμπάρες, και οι δεμένοι νεκροί ελύθησαν, και εισήλθε ο βασιλιάς της δόξης σαν άνθρωπος και όλος ο σκοτεινός Άδης εφωτίσθει. Και αμέσως φώναξε δυνατά ο Άδης. Αλοίμονον νικηθήκαμεν αλλά ποιός είναι αυτός που έχει τέτοιαν δύναμιν και εξουσία; Και ποιός είναι χωρίς αμαρτία που ήλθε εδώ; Που τόσος μικρός φαινόταν, και τώρα τόσο δυνατός; Ο ταπεινός και υψηλός, ο δούλος και ο δεσπότης; Ο στρατιώτης και βασιλεύς, ο έχων εξουσία στούς ζώντας και νεκρούς; Έν τω Σταυρώ προσηλωθείς και εν τάφω ετέθης, και σε λίγο έγινες ελεύθερος και ενίκησες όλην την δύναμη μας; Άρα συ εί ο Ιησούς, περί ου έλεγεν ο αρχισατράπης σατάν ότι διά σταυρού και θανάτου μέλει να κληρονομήσεις όλον τον κόσμον; Τότε ο βασιλεύς της δόξης άρπαξε από τα μαλλιά τον αρχισατράπη σατάν και τον παράδωσε στους αγγέλους του, είπε. Δέστε τον με σιδερένιες αλυσίδες χέρια και πόδια, και το στόμα του. Και τον παράδωσαν στον Άδη να τον κρατήσει ασφαλώς μέχρι την Δευτέρα Παρουσία. Και ο Άδης παρέλαβε τον σατάν και του έλεγε. Βελζεβούλ, κληρονομία της φωτιάς και της κολάσεως, εχθρέ των Αγίων, για πια ανάγκη εσταύρωσες τον βασιλιά της δόξης, και τον έφερες εδώ και μας έγδυσε; Γύρισε και δες, κανείς νεκρός δεν έμεινε, και όσους εκέρδησες διά τού ξύλου της γνώσεως, δια του ξύλου του Σταυρού τους έχασες όλους, και όλη σου η χαρά, εγύρησε σε λύπην. Και τον Βασιλέα της δόξης θέλοντας να θανατώσεις τον εαυτόν σου θανάτωσες. ¨Ω αρχιδιάβολε, του θανάτου αρχή, η ρίζα της αμαρτίας, το τέλος παντός κακού, τι κακόν ευρίκες εις τον Ιησού, και γύρευες την απώλειαν αυτού. Πως ετόλμησες αυτό το κακό να κάνεις; Πως αυτόν τον άνθρωπον εθανάτωσες και όσους από αιώνες είχες φέρει εδώ κάτω όλους τους έχασες; Καθώς έλεγε αυτά ο Άδης του σατάν, άπλωσε ο βασιλεύς της δόξης την δεξιάν αυτού, και έγειρε τον προπάτορα Αδάμ και γύρισε και προς τους λοιπούς είπε ελάτε όλοι μαζί μου. Και ο Αδάμ χαρούμενος έλεγε. Ευχαριστώ τη μεγαλοσύνη σου Κύριε. Το ίδιο και οι προφήτες και οι Άγιοι έλεγαν. Ευχαριστώντας τον Χριστό και Σωτήρα του κόσμου και ευλόγησεν ο Σωτήρ τον Αδάμ στο μέτωπο με το σημείο του Σταυρού, και όλους τους πατριάρχας και Προφήτας και Μάρτυρας. Και τους ελευθέρωνε, και αυτοί όλοι έψαλλον. Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, Αλληλούϊα, αυτώ η δόξα των αγίων πάντων. Κρατώντας τον προπάτορα Αδάμ έφτασαν εις τον Παράδεισον εις τον Αρχάγγελον Μιχαήλ.
Στην θύρα του Παραδείσου συνάντησαν δύο πρεσβύτερους ανθρώπους, και ρώτησαν. Ποιοι είναι αυτοίο; εμείς δεν τους είδαμε εκεί κάτω στον Άδη: και είπε ο ένας εξ αυτών. Εγώ είμαι ο Ενώχ που ευαρέστησα τώ Θεώ και με τοποθέτησαν εδώ, και αυτός είναι ο Ηλίας ο Θεσβίτης, και μέλλομεν να ζήσουμε μέχρι της συντελείας του αιώνος. Τότε θα σταλούμε από τον Θεόν να αντισταθούμε του αντιχρίστου, και θα θανατωθούμε και μετά τρείς ημέρας θα αναστηθούμε και θα αρπαχθούμε μέσα σε νεφέλες και θα συναντήσουμε τον Κύριον. Καθώς λεγόντουσαν αυτά ήρθε άλλος ταπεινός άνθρωπος και κρατούσε στον ώμο του Σταυρόν και ρώτησαν οι Άγιοι. Εσύ ποιός είσαι, και έχεις την όψιν του λιστού, και κρατάς στον ώμο σου Σταυρόν; Και απεκρίθει λέγων. Όπως είπατε ληστής ήμουν και κλέπτης, γιαυτό οι Ιουδαίοι με σταύρωσαν δίπλα από τον Ιησού Χριστό. Και βλέποντας τα γενόμενα επίστεψα. Και παρακάλεσα τον Κύριον να με θυμηθεί στην Βασιλεία του. Και αμέσως μου είπε από σήμερον μετά εμού θα είσαι στον Παράδεισον. Και με απέστειλε προς την Πυλη της Εδέμ και καθώς είδε η φλογίνη ρομφαία το σημείον του Σταυρού, μου άνοιξαν αμέσως.
Και εβόησαν οι Άγιοι πάντες. 
Μέγας ο Κύριος και θαυμαστά τα έργα σου!.