Sunday, July 31, 2016
Sunday, July 24, 2016
Δέχεται ο Θεός τον διάβολο σε μετάνοια ( Γεροντικό )
Η ακόλουθη διήγησις που προέρχεται μάλλον από κάποια λιγότερο γνωστή παραλλαγή
της συστηματικής συλλογής του Γεροντικού σκοπό έχει να διδάξη πόσο μεγάλη
είναι η φιλανθρωπία του Θεού και ότι κανένας αμαρτωλός δεν πρέπει να
απελπίζεται, ακόμη κι αν νομίζη ότι έχει γίνει όμοιος στην αμαρτία με τον
διάβολο.
Κάποιος άγιος γέροντας, μεγάλος και διορατικός, έχοντας νικήσει και ξεπεράσει όλους τους πειρασμούς των δαιμόνων, είχε λάβει το χάρισμα να βλέπη οφθαλμοφανώς το πώς επιδρούν στην ζωή των ανθρώπων οι άγγελοι και οι δαίμονες· πώς δηλ. ο καθένας από την πλευρά του αγωνίζονται για την ψυχές των ανθρώπων. Ήταν δε τόσο μεγάλος και υψηλός στην αρετή, που τα ακάθαρτα πνεύματα τον υπολόγιζαν πολύ και συστέλλονταν μπροστά του. Πολλές φορές τα κορόιδευε και τα ύβριζε θυμίζοντας τους την πτώσι τους από τους ουρανούς και την αιώνια κόλασι του πυρός που τα περιμένει. Οι δαίμονες λοιπόν μιλούσαν με θαυμασμό για τον μεγάλο γέροντα κι έλεγαν ότι κανένας να μη τολμήση στο εξής να παλέψη μαζί του ή έστω και να τον πλησίαση, μη τυχόν και πληγωθή από τον γέροντα, διότι έχει ανέλθει σε μεγάλο πλούτο απάθειας και έχει τύχει της θεώσεως με την χάρι του Παναγίου Πνεύματος.
Ενώ λοιπόν έτσι είχαν τα πράγματα, κάποιος δαίμονας ρωτά έναν σύντροφο του:
— Αδελφέ Ζερέφερ (διότι αυτό ήταν το όνομα εκείνου του δαίμονος), αν κάποιος από εμάς μεταμεληθή, τον δέχεται ο Θεός σε μετάνοια; Ναι ή όχι; Και ποιος άραγε να το γνωρίζη αυτό;
Και αποκρίθηκε ο Ζερέφερ:
Θέλεις να πάω στον μεγάλο γέροντα που δεν μας φοβάται, να τον ρωτήσω τάχα σχετικά μ' αυτό και να τον δοκιμάσω;
Πήγαινε, αλλά πρόσεχε πολύ, γιατί ο γέροντας είναι διορατικός και θα καταλάβη ότι πηγαίνεις με δόλο και δεν θα πεισθή να ρωτήση τον Θεό. Αλλά πήγαινε και ή τα καταφέρνεις ή απλώς δοκιμάζεις και φεύγεις.
Πήγε λοιπόν τότε ο Ζερέφερ σ' εκείνον τον μεγάλο γέροντα και αφού πήρε σχήμα ανθρώπου, θρηνούσε και οδυρόταν μπροστά στον γέροντα. Ο Θεός δε θέλοντας να δείξη ότι δεν αποστρέφεται κανέναν που να έχη μετανοήσει, αλλά δέχεται όλους όσους προστρέχουν σ' Αυτόν, δεν αποκάλυψε στον γέροντα τα σχετικά με τον δόλιο δράκοντα. Έτσι εκείνος τον έβλεπε σαν άνθρωπο και τίποτε περισσότερο. Γι' αυτό και τον ρώτησε:
Για ποιο λόγο κλαις, άνθρωπε, και θρηνείς από τα κατάβαθα της καρδιάς σου, ραγίζοντας έτσι με τα δάκρυα σου και την καρδιά μου;
Εγώ, πάτερ άγιε, δεν είμαι άνθρωπος, αλλά, όπως μου φαίνεται, διάβολος πονηρός, λόγω του πλήθους των εγκλημάτων μου.
— Και τι θέλεις να κάνω για σένα, αδελφέ; (Διότι νόμιζε ότι από μεγάλη ταπείνωσι αυτοαπεκαλείτο δαίμων ο άνθρωπος, αφού ο Θεός δεν του είχε φανερώσει ακόμη τι συνέβαινε στην πραγματικότητα).
Τίποτε περισσότερο δεν σου ζητώ, άνθρωπε του Θεού, παρά να παρακάλεσης πολύ τον Κύριο και Θεό σου να σου φανέρωση αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Διότι αν δέχεται εκείνον, τότε θα δεχθή κι εμένα που δεν υστερώ σε τίποτε από λόγου του.
Να κάνω όπως θέλεις. Για την ώρα όμως πήγαινε σήμερα σπίτι σου κι έλα αύριο εδώ να σου πω το θέλημα του Θεού.
Και σαν έγινε αυτό, άπλωσε τα χέρια ο γέροντας εκείνο το βράδυ και παρακάλεσε τον φιλάνθρωπο Θεό να του φανέρωση αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Κι αμέσως του παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, φωτεινός σαν αστραπή, και του λέει:
Τάδε λέγει Κύριος ο Θεός σου: «Γιατί με παρακαλείς για χάρι του δαίμονα; Και γιατί ήρθε αυτός δολίως να σε πειράξη;»
Και πώς ο Κύριος δεν μου αποκάλυψε την περίπτωσι, αποκρίθηκε ο γέροντας, αλλά μου την απέκρυψε, ώστε να μη την αντιληφθώ;
Μη λυπηθής γι' αυτό το πράγμα. Διότι πρόκειται για κάποια θαυμαστή οικονομία του Θεού προς ωφέλειαν των αμαρτωλών, ώστε να μην απελπίζωνται. Διότι κανέναν από εκείνους που προσέρχονται σ' Αυτόν δεν τον αποστρέφεται ο υπεράγαθος Θεός, ακόμη κι αν αυτός είναι ο ίδιος ο Σατανάς και διάβολος. Επίσης γίνεται αυτό για να φανή η σκληρότης και απόγνωσις των δαιμόνων. Όταν λοιπόν έλθη, μη τον σκανδαλίσης απ’ την αρχή, αλλά πες του τα εξής: «Για να καταλάβης ότι ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και κανένα από όσους προστρέχουν σ' Αυτόν δεν τον αποστρέφεται, ακόμη κι αν αυτός είναι δαίμων και διάβολος, υποσχέθηκε και σένα να σε δεχθή, εάν βέβαια φύλαξης αυτά που σε προστάζει». Και τότε θα σου πη: «Ποια είναι αυτά;» Κι εσύ να του πης: «Ο Κύριος και Θεός γνωρίζει πολύ καλά ποιος είσαι και από πού ήρθες, για να Τον δοκιμάσης. Διότι εσύ είσαι το αρχαίο κακό, που από την υπερηφάνεια σου δεν έχεις μάθει να γίνεσαι καινούργιο καλό. Πώς λοιπόν θα μπόρεσης να ταπεινωθής και να βρης έλεος με την μετάνοια; Για να μην έχης όμως πρόφασι απολογίας ενώπιον Του κατά τη ημέρα της κρίσεως ότι δήθεν ήθελες να μετανοήσης κι ο Θεός δεν σε δέχθηκε, πρόσεχε στα λόγια μου, πώς πρέπει ν' αρχίσης τη σωτηρία σου. Ο Κύριος είπε να καθήσης επί τρία χρόνια σε ένα τόπο ακίνητος και στραμμένος μέρα-νύχτα προς ανατολάς και να φωνάζης εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το αρχαίον κακόν και πάλι άλλες εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το βδελύγμα της ερημώσεως και πάλι άλλες τόσες Ο Θεός, ελέησόν με την εσκοτισμένην απάτην. Αυτά να τα φωνάζης αδιάκοπα, γιατί δεν έχεις σώμα για να κουρασθής και να λιποψυχήσης. Όταν δε τα κάνης αυτά με ταπείνωσι, τότε θα επανέλθης στην αρχαία τάξι και θα συγκαταριθμηθής με τους αγγέλους του Θεού». Αν λοιπόν συμφωνήση μαζί σου να τα κάνη αυτά, δέξου τον σε μετάνοια. Αλλά γνωρίζω καλά ότι το αρχαίο κακό δεν γίνεται καινούργιο καλό. Γράψε όμως αυτά που θα συμβούν, για να σώζωνται μέχρι των εσχάτων ημερών, ώστε να μη απελπίζωνται όσοι θέλουν να μετανοήσουν. Διότι αυτή η διήγησις θα συντέλεση πάρα πολύ στο να πληροφορηθούν οι άνθρωποι ότι είναι εύκολο να μην απελπίζωνται για την σωτηρία τους.
Αυτά είπε ο Άγγελος και ανέβηκε στους ουρανούς. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ήρθε ο δαίμων και άρχισε από μακριά να θρηνή υποκριτικά και να χαιρετά τον γέροντα. Ο γέροντας από την αρχή δεν ξεσκέπασε την μηχανορραφία του, μόνο έλεγε από μέσα του: «Κακώς ήρθες κλέφτη, διάβολε, σκορπιέ, αρχαίο κακό, το ιοβόλο φίδι το παμπόνηρο». Έπειτα του λέει:
— Γνώριζε ότι παρεκάλεσα τον Κύριο καθώς σου υποσχέθηκα και ότι σε δέχεται σε μετάνοια, εάν βέβαια εκτέλεσης αυτά που σε διατάζει δι' εμού ο κραταιός και πανίσχυρος Θεός.
Και ποια είναι αυτά που ώρισε ο Θεός να κάνω;
Ο Θεός προστάζει να σταθής σ' ένα τόπο για τρία χρόνια στραμμένος προς ανατολάς και να φωνάζης νύχτα-μέρα επί τρία έτη εκατό φορές: Ο Θεός, ελέησόν με, το βδέλυγμα της ερημώσεως, άλλες τόσες φορές: Ο Θεός, ελέησόν με, την εσκοτισμένην απάτην κι άλλες τόσες Ο Θεός, ελέησόν με, το αρχαίον κακόν, και όταν τα κάνης αυτά, θα σε συναριθμήση με τους αγγέλους του.
Τότε ο Ζερέφερ, ο υποκριτής της μετανοίας, ακούγοντας τα αυτά, γέλασε αμέσως δυνατά και λέει:
— Βρε σαπρόγερε, αν ήταν να αποκαλέσω τον εαυτό μου βδέλυγμα της ερημώσεως και αρχαίο κακό και εσκοτισμένη απάτη, θα το έκανα μια και καλή από την αρχή και θα σωζόμουνα. Τώρα εγώ αρχαίο κακό; Μη γένοιτο! Και ποιος το λέει αυτό; Εγώ είμαι αρχαίο καλό και πολύ καλό μάλιστα. Και δηλαδή τώρα, όσο είμαι ακόμα θαυματουργός και όλοι με φοβούνται και υποτάσσονται σε μένα, να αποκαλέσω εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου βδελύγμα της ερημώσεως και εσκοτισμένη απάτη και αρχαίο κακό; Όχι, γέροντα! Όχι, όσο εξουσιάζω τους αμαρτωλούς, να γίνω εγώ δούλος αχρείος, ταπεινός και ευτελής με την μετάνοια! Όχι, γέροντα! Όχι, γέροντα! Όχι, μη γένοιτο να καταντήσω εγώ σε τέτοια ατιμία!
Αυτά είπε το ακάθαρτο πνεύμα και εξαφανίστηκε αλαλάζοντας. Ο γέροντας τότε σηκώθηκε να προσευχηθή ευχαριστώντας τον Θεό και λέγοντας:
— Αλήθεια είπες, Κύριε, ότι αρχαίο κακό καινούργιο καλό δεν γίνεται.
Αυτά, αγαπητοί μου, δεν τα διηγήθηκα έτσι απλώς και τυχαία, αλλά για να πληροφορηθήτε το μέγεθος της αγαθότητος του Δεσπότου Χριστού· ότι δηλ. εάν και τον διάβολο δέχεται σε μετάνοια, πόσο μάλλον τους ανθρώπους, που για χάρι τους έχυσε το ίδιο Του το αίμα.
Αββά Ησαΐα
Κάποιος άγιος γέροντας, μεγάλος και διορατικός, έχοντας νικήσει και ξεπεράσει όλους τους πειρασμούς των δαιμόνων, είχε λάβει το χάρισμα να βλέπη οφθαλμοφανώς το πώς επιδρούν στην ζωή των ανθρώπων οι άγγελοι και οι δαίμονες· πώς δηλ. ο καθένας από την πλευρά του αγωνίζονται για την ψυχές των ανθρώπων. Ήταν δε τόσο μεγάλος και υψηλός στην αρετή, που τα ακάθαρτα πνεύματα τον υπολόγιζαν πολύ και συστέλλονταν μπροστά του. Πολλές φορές τα κορόιδευε και τα ύβριζε θυμίζοντας τους την πτώσι τους από τους ουρανούς και την αιώνια κόλασι του πυρός που τα περιμένει. Οι δαίμονες λοιπόν μιλούσαν με θαυμασμό για τον μεγάλο γέροντα κι έλεγαν ότι κανένας να μη τολμήση στο εξής να παλέψη μαζί του ή έστω και να τον πλησίαση, μη τυχόν και πληγωθή από τον γέροντα, διότι έχει ανέλθει σε μεγάλο πλούτο απάθειας και έχει τύχει της θεώσεως με την χάρι του Παναγίου Πνεύματος.
Ενώ λοιπόν έτσι είχαν τα πράγματα, κάποιος δαίμονας ρωτά έναν σύντροφο του:
— Αδελφέ Ζερέφερ (διότι αυτό ήταν το όνομα εκείνου του δαίμονος), αν κάποιος από εμάς μεταμεληθή, τον δέχεται ο Θεός σε μετάνοια; Ναι ή όχι; Και ποιος άραγε να το γνωρίζη αυτό;
Και αποκρίθηκε ο Ζερέφερ:
Θέλεις να πάω στον μεγάλο γέροντα που δεν μας φοβάται, να τον ρωτήσω τάχα σχετικά μ' αυτό και να τον δοκιμάσω;
Πήγαινε, αλλά πρόσεχε πολύ, γιατί ο γέροντας είναι διορατικός και θα καταλάβη ότι πηγαίνεις με δόλο και δεν θα πεισθή να ρωτήση τον Θεό. Αλλά πήγαινε και ή τα καταφέρνεις ή απλώς δοκιμάζεις και φεύγεις.
Πήγε λοιπόν τότε ο Ζερέφερ σ' εκείνον τον μεγάλο γέροντα και αφού πήρε σχήμα ανθρώπου, θρηνούσε και οδυρόταν μπροστά στον γέροντα. Ο Θεός δε θέλοντας να δείξη ότι δεν αποστρέφεται κανέναν που να έχη μετανοήσει, αλλά δέχεται όλους όσους προστρέχουν σ' Αυτόν, δεν αποκάλυψε στον γέροντα τα σχετικά με τον δόλιο δράκοντα. Έτσι εκείνος τον έβλεπε σαν άνθρωπο και τίποτε περισσότερο. Γι' αυτό και τον ρώτησε:
Για ποιο λόγο κλαις, άνθρωπε, και θρηνείς από τα κατάβαθα της καρδιάς σου, ραγίζοντας έτσι με τα δάκρυα σου και την καρδιά μου;
Εγώ, πάτερ άγιε, δεν είμαι άνθρωπος, αλλά, όπως μου φαίνεται, διάβολος πονηρός, λόγω του πλήθους των εγκλημάτων μου.
— Και τι θέλεις να κάνω για σένα, αδελφέ; (Διότι νόμιζε ότι από μεγάλη ταπείνωσι αυτοαπεκαλείτο δαίμων ο άνθρωπος, αφού ο Θεός δεν του είχε φανερώσει ακόμη τι συνέβαινε στην πραγματικότητα).
Τίποτε περισσότερο δεν σου ζητώ, άνθρωπε του Θεού, παρά να παρακάλεσης πολύ τον Κύριο και Θεό σου να σου φανέρωση αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Διότι αν δέχεται εκείνον, τότε θα δεχθή κι εμένα που δεν υστερώ σε τίποτε από λόγου του.
Να κάνω όπως θέλεις. Για την ώρα όμως πήγαινε σήμερα σπίτι σου κι έλα αύριο εδώ να σου πω το θέλημα του Θεού.
Και σαν έγινε αυτό, άπλωσε τα χέρια ο γέροντας εκείνο το βράδυ και παρακάλεσε τον φιλάνθρωπο Θεό να του φανέρωση αν δέχεται τον διάβολο σε μετάνοια. Κι αμέσως του παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, φωτεινός σαν αστραπή, και του λέει:
Τάδε λέγει Κύριος ο Θεός σου: «Γιατί με παρακαλείς για χάρι του δαίμονα; Και γιατί ήρθε αυτός δολίως να σε πειράξη;»
Και πώς ο Κύριος δεν μου αποκάλυψε την περίπτωσι, αποκρίθηκε ο γέροντας, αλλά μου την απέκρυψε, ώστε να μη την αντιληφθώ;
Μη λυπηθής γι' αυτό το πράγμα. Διότι πρόκειται για κάποια θαυμαστή οικονομία του Θεού προς ωφέλειαν των αμαρτωλών, ώστε να μην απελπίζωνται. Διότι κανέναν από εκείνους που προσέρχονται σ' Αυτόν δεν τον αποστρέφεται ο υπεράγαθος Θεός, ακόμη κι αν αυτός είναι ο ίδιος ο Σατανάς και διάβολος. Επίσης γίνεται αυτό για να φανή η σκληρότης και απόγνωσις των δαιμόνων. Όταν λοιπόν έλθη, μη τον σκανδαλίσης απ’ την αρχή, αλλά πες του τα εξής: «Για να καταλάβης ότι ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και κανένα από όσους προστρέχουν σ' Αυτόν δεν τον αποστρέφεται, ακόμη κι αν αυτός είναι δαίμων και διάβολος, υποσχέθηκε και σένα να σε δεχθή, εάν βέβαια φύλαξης αυτά που σε προστάζει». Και τότε θα σου πη: «Ποια είναι αυτά;» Κι εσύ να του πης: «Ο Κύριος και Θεός γνωρίζει πολύ καλά ποιος είσαι και από πού ήρθες, για να Τον δοκιμάσης. Διότι εσύ είσαι το αρχαίο κακό, που από την υπερηφάνεια σου δεν έχεις μάθει να γίνεσαι καινούργιο καλό. Πώς λοιπόν θα μπόρεσης να ταπεινωθής και να βρης έλεος με την μετάνοια; Για να μην έχης όμως πρόφασι απολογίας ενώπιον Του κατά τη ημέρα της κρίσεως ότι δήθεν ήθελες να μετανοήσης κι ο Θεός δεν σε δέχθηκε, πρόσεχε στα λόγια μου, πώς πρέπει ν' αρχίσης τη σωτηρία σου. Ο Κύριος είπε να καθήσης επί τρία χρόνια σε ένα τόπο ακίνητος και στραμμένος μέρα-νύχτα προς ανατολάς και να φωνάζης εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το αρχαίον κακόν και πάλι άλλες εκατό φορές με δυνατή φωνή: Ο Θεός, ελέησόν με το βδελύγμα της ερημώσεως και πάλι άλλες τόσες Ο Θεός, ελέησόν με την εσκοτισμένην απάτην. Αυτά να τα φωνάζης αδιάκοπα, γιατί δεν έχεις σώμα για να κουρασθής και να λιποψυχήσης. Όταν δε τα κάνης αυτά με ταπείνωσι, τότε θα επανέλθης στην αρχαία τάξι και θα συγκαταριθμηθής με τους αγγέλους του Θεού». Αν λοιπόν συμφωνήση μαζί σου να τα κάνη αυτά, δέξου τον σε μετάνοια. Αλλά γνωρίζω καλά ότι το αρχαίο κακό δεν γίνεται καινούργιο καλό. Γράψε όμως αυτά που θα συμβούν, για να σώζωνται μέχρι των εσχάτων ημερών, ώστε να μη απελπίζωνται όσοι θέλουν να μετανοήσουν. Διότι αυτή η διήγησις θα συντέλεση πάρα πολύ στο να πληροφορηθούν οι άνθρωποι ότι είναι εύκολο να μην απελπίζωνται για την σωτηρία τους.
Αυτά είπε ο Άγγελος και ανέβηκε στους ουρανούς. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί ήρθε ο δαίμων και άρχισε από μακριά να θρηνή υποκριτικά και να χαιρετά τον γέροντα. Ο γέροντας από την αρχή δεν ξεσκέπασε την μηχανορραφία του, μόνο έλεγε από μέσα του: «Κακώς ήρθες κλέφτη, διάβολε, σκορπιέ, αρχαίο κακό, το ιοβόλο φίδι το παμπόνηρο». Έπειτα του λέει:
— Γνώριζε ότι παρεκάλεσα τον Κύριο καθώς σου υποσχέθηκα και ότι σε δέχεται σε μετάνοια, εάν βέβαια εκτέλεσης αυτά που σε διατάζει δι' εμού ο κραταιός και πανίσχυρος Θεός.
Και ποια είναι αυτά που ώρισε ο Θεός να κάνω;
Ο Θεός προστάζει να σταθής σ' ένα τόπο για τρία χρόνια στραμμένος προς ανατολάς και να φωνάζης νύχτα-μέρα επί τρία έτη εκατό φορές: Ο Θεός, ελέησόν με, το βδέλυγμα της ερημώσεως, άλλες τόσες φορές: Ο Θεός, ελέησόν με, την εσκοτισμένην απάτην κι άλλες τόσες Ο Θεός, ελέησόν με, το αρχαίον κακόν, και όταν τα κάνης αυτά, θα σε συναριθμήση με τους αγγέλους του.
Τότε ο Ζερέφερ, ο υποκριτής της μετανοίας, ακούγοντας τα αυτά, γέλασε αμέσως δυνατά και λέει:
— Βρε σαπρόγερε, αν ήταν να αποκαλέσω τον εαυτό μου βδέλυγμα της ερημώσεως και αρχαίο κακό και εσκοτισμένη απάτη, θα το έκανα μια και καλή από την αρχή και θα σωζόμουνα. Τώρα εγώ αρχαίο κακό; Μη γένοιτο! Και ποιος το λέει αυτό; Εγώ είμαι αρχαίο καλό και πολύ καλό μάλιστα. Και δηλαδή τώρα, όσο είμαι ακόμα θαυματουργός και όλοι με φοβούνται και υποτάσσονται σε μένα, να αποκαλέσω εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου βδελύγμα της ερημώσεως και εσκοτισμένη απάτη και αρχαίο κακό; Όχι, γέροντα! Όχι, όσο εξουσιάζω τους αμαρτωλούς, να γίνω εγώ δούλος αχρείος, ταπεινός και ευτελής με την μετάνοια! Όχι, γέροντα! Όχι, γέροντα! Όχι, μη γένοιτο να καταντήσω εγώ σε τέτοια ατιμία!
Αυτά είπε το ακάθαρτο πνεύμα και εξαφανίστηκε αλαλάζοντας. Ο γέροντας τότε σηκώθηκε να προσευχηθή ευχαριστώντας τον Θεό και λέγοντας:
— Αλήθεια είπες, Κύριε, ότι αρχαίο κακό καινούργιο καλό δεν γίνεται.
Αυτά, αγαπητοί μου, δεν τα διηγήθηκα έτσι απλώς και τυχαία, αλλά για να πληροφορηθήτε το μέγεθος της αγαθότητος του Δεσπότου Χριστού· ότι δηλ. εάν και τον διάβολο δέχεται σε μετάνοια, πόσο μάλλον τους ανθρώπους, που για χάρι τους έχυσε το ίδιο Του το αίμα.
Αββά Ησαΐα
Tuesday, July 19, 2016
Την ημέρα της Κρίσεως, όταν ο Θεός θα κρίνει τους ανθρώπους, δε θα κοιτάξει ούτε τα βασιλικά στέμματα, ούτε τα υψηλά αξιώματα.
Την ημέρα της Κρίσεως, όταν ο Θεός θα κρίνει τους ανθρώπους, δε θα κοιτάξει ούτε τα βασιλικά στέμματα, ούτε τα υψηλά αξιώματα.
Μην κρίνεις τους άλλους από αυτό που βλέπεις.....
Θα ζητήσει να εξετάσει τις καρδιές μας. Και τότε, οι πιο ταπεινοί άνθρωποι, ο φτωχός χωριάτης, ο «καραβοτσακισμένος» από τα βάσανα της ζωής άνθρωπος, ο αγράμματος τσοπάνης, ο φυλακισμένος, ο ξενιτεμένος, ο ασθενής... η δυστυχισμένη χήρα, που κάθεται μαζί με τα παιδιά της μέσα στη φτώχεια και τη δυστυχία, γιατί κανείς δεν τους ανοίγει την πόρτα, όλοι αυτοί, αν σήμερα προσεύχονται με δάκρυα στο Θεό, κατά την ημέρα της Κρίσεως θα είναι ανώτεροι από όλους τους ηγεμόνες του κόσμου, τους σημερινούς και τους αυριανούς.
Κάποια μέρα λοιπόν ένας μεγάλος και ένδοξος βασιλιάς έτρεχε στο δρόμο μέσα στη χρυσή του άμαξα, περιστοιχισμένος από τους αυλικούς του. Κι εκεί που πήγαιναν όλοι μαζί, συνάντησαν σε μια γωνιά του δρόμου δύο άνδρες με σκισμένα, βρόμικα ρούχα και πρόσωπα μαραμένα από την άσκηση.
Ο βασιλιάς κατάλαβε αμέσως πως επρόκειτο για αγίους ανθρώπους του Θεού, που το σώμα τους είχε λιώσει από τη νηστεία, τους ασκητικούς αγώνες και την αϋπνία, ενώ η ψυχή τους έλαμπε από το φως του Θεού.
Σταμάτησε λοιπόν αμέσως, κατέβηκε από την άμαξα και έπεσε γονατιστός στα πόδια τους, κάνοντας μετάνοιες. Στη συνέχεια σηκώθηκε και ασπάστηκε το χέρι τους με σεβασμό.
Οι αυλικοί του όμως, δε χάρηκαν καθόλου με αυτό που είδαν. Όλη την ώρα μουρμούριζαν:
-Δες εδώ… Είναι σωστό τώρα αυτό; Ένας ολόκληρος βασιλιάς, και τόσο ένδοξος μάλιστα, να φέρεται έτσι;
-Άκουσον, άκουσον. Να πέσει στα πόδια των ζητιάνων! Πώ πώ ντροπή…
Δεν τολμούσαν όμως να πουν τίποτα στον ίδιο, αλλά πήγαν στον αδελφό του:
-Θα σε παρακαλέσουμε να πεις στο βασιλιά μας, άλλη φορά να μην εξευτελίσει έτσι τη φήμη και το βασιλικό του στέμμα! Αυτό κι αυτό έκανε στο δρόμο που πηγαίναμε…
Κι εκείνος ο καημένος κάποια στιγμή το μετέφερε στον αδελφό του, ο οποίος όμως τον κατσάδιασε για την απερισκεψία και την ανοησία του και τον έδιωξε κακήν κακώς από κοντά του.
Ξέχασα να σας πω ότι ο βασιλιάς αυτός είχε τη συνήθεια, όταν επρόκειτο να τιμωρήσει κάποιον με θάνατο, να στέλνει έξω από το σπίτι του έναν αγγελιαφόρο, για να τον ειδοποιεί με τη σάλπιγγα. Έτσι όποιος άκουγε τον ήχο της σάλπιγγας έξω από την πόρτα του γνώριζε ότι την επόμενη μέρα δε θα ζούσε.
Όταν λοιπόν βράδιασε, ο βασιλιάς έστειλε τον αγγελιαφόρο με τη σάλπιγγα να σαλπίσει έξω από την πόρτα του αδελφού του. Μόλις εκείνος άκουσε τη σάλπιγγα του θανάτου, τρομοκρατήθηκε. Όλη τη νύχτα την πέρασε ξάγρυπνος, μέσα στην αγωνία και την απελπισία! Και ταυτόχρονα, προσπάθησε όπως όπως να τακτοποιήσει όλα τα θέματα του σπιτιού του, ώστε να είναι έτοιμος για ό,τι θα ακολουθούσε.
Όταν ξημέρωσε, φόρεσε όπως και όλα τα μέλη της οικογένειάς του – η γυναίκα και τα παιδιά του – μαύρα, πένθιμα ρούχα κι αμέσως μετά πήγε στον αδελφό του το βασιλιά, κλαίγοντας και στενάζοντας για το τρομερό κακό που τον περίμενε.
Μόλις τον είδε ο βασιλιάς να κλαίει έτσι, τον κάλεσε ιδιαιτέρως, σε κάποιο δωμάτιο.
- Βρε άνθρωπε ανόητε και απερίσκεπτε! του είπε. Εάν εσύ φοβήθηκες τόσο πολύ από τη σάλπιγγα του θανάτου και τον αδελφό σου, που είναι άνθρωπος σαν και σένα και που απέναντί του σε τίποτα δεν έσφαλες ούτε είσαι ένοχος για κάτι, πώς μπόρεσες να κατηγορήσεις εμένα, που ασπάστηκα με ταπείνωση τους αγγελιαφόρους του Θεού μου;
Εκείνοι, βρε, μου υπενθυμίζουν τον θάνατο και τη φοβερή κρίση του Θεού, πολύ περισσότερο από όσο η σάλπιγγα αυτή! Διότι άνθρωπος είμαι κι εγώ κι έχω κάνει πολλά λάθη στη ζωή μου και μεγάλες αμαρτίες ενώπιον του Θεού. Ησύχασε λοιπόν. Μόνο την ανοησία σου ήθελα να σου δείξω και γι’ αυτό σε τρόμαξα με τη σάλπιγγα.
- Συγχώρεσε σε με, αδελφέ μου, που τόσο απερίσκεπτα σε κατέκρινα, του απάντησε ανακουφισμένος εκείνος.
-Εντάξει, αδελφέ μου, σε συγχωρώ. Αλλά σε λίγο θα διαπιστώσεις και μόνος σου την ανοησία εκείνων που σε παρακίνησαν να έρθεις και να μου πεις αυτά τα πράγματα.
Και αφού με τον τρόπο αυτό τον καθησύχασε και τον συνέτισε, τον άφησε να πάει στο σπίτι του. Κατόπιν πρόσταξε τους τεχνίτες του να φτιάξουν τέσσερα ξύλινα κιβώτια. Τα δύο από αυτά τους είπε και τα κάλυψαν ολόκληρα με φύλλα χρυσού, τα γέμισαν με δυσώδη οστά και τα σκέπασαν με επίχρυσο καπάκι.
Τα άλλα δύο τα άλειψαν εξωτερικά με πίσσα, τα γέμισαν με πολύτιμες πέτρες, μαργαριτάρια και άλλα πολύτιμα αντικείμενα και αρώματα και τα τύλιξαν με ένα τρίχινο πλεκτό από μαλλί γίδας.
Ύστερα κάλεσε τους άρχοντες και τους φίλους τους, εκείνους δηλαδή που τον είχαν κατακρίνει, επειδή γονάτισε μπροστά στους ανθρώπους του Θεού. Έβαλε λοιπόν μπροστά τους όλα τα κιβώτια και τους ζήτησε να εκτιμήσουν την αξία αυτών που ήταν επικαλυμμένα με φύλλα χρυσού και των άλλων, που είχαν την επίστρωση πίσσας.
Εκείνοι βέβαια του απάντησαν ότι τη μεγαλύτερη αξία την έχουν τα κιβώτια που ήταν επενδυμένα εξωτερικά με φύλλα χρυσού, πιστεύοντας ότι μέσα τους κρύβονταν θησαυροί, πολύτιμα πράγματα και πολυτελή υφάσματα, ενώ για τα άλλα, που ήταν αλειμμένα με πίσσα, είπαν ότι δεν είχαν καμμία αξία.
- Ήξερα πολύ καλά τι θα λέγατε! τους απάντησε ο βασιλιάς. Μόνο που κάνατε λάθος… Διότι ποτέ δεν πρέπει να κρίνουμε ένα πράγμα ή άνθρωπο από αυτό που εκ πρώτης όψεως βλέπουμε, αλλά πρέπει προηγουμένως να εξετάζουμε το εσωτερικό του, εάν είναι άξιο τιμής ή περιφρόνησης.
Οι άρχοντες τον άκουγαν με απορία: «Τί να εννοούσε, άραγε;».
- Ανοίξτε τα χρυσά κιβώτια! πρόσταξε τους υπηρέτες του.
Και μόλις εκείνοι άνοιξαν τα κιβώτια, ξεχύθηκε από μέσα τους μια ανυπόφορη δυσωδία. Παραξενεμένοι οι αυλικοί πλησίασαν κοντά και διαπίστωσαν πως το περιεχόμενο ήταν πράγματι απωθητικό και αξιοκαταφρόνητο.
- Έτσι ακριβώς μοιάζουν κι εκείνοι που είναι ντυμένοι με ωραία και ακριβά ρούχα και υπερηφανεύονται για τη μεγάλη τους περιουσία και για τη δόξα τους, ενώ η καρδιά τους είναι γεμάτη από έργα πονηρά, αμαρτωλά και βρόμικα, είπε με νόημα ο βασιλιάς.
Αμέσως μετά πρόσταξε ν’ ανοίξουν και τα κιβώτια που ήταν αλειμμένα με πίσσα. Όταν τα άνοιξαν, μία εξαίσια ευωδία πλημμύρισε το δωμάτιο και, πλησιάζοντας οι αυλικοί του, διαπίστωσαν ότι περιείχαν πολύτιμα πράγματα, ακριβά και σπάνια.
- Ξέρετε με τι μοιάζουν αυτά τα κιβώτια; συνέχισε ο βασιλιάς. Με εκείνους τους δύο ταπεινούς ανθρώπους, που ήταν ντυμένοι προχθές με σκισμένα ρούχα, που τα μάγουλά τους ήταν ζαρωμένα και τα πρόσωπά τους χλωμά από την άσκηση και τους κόπους. Κι εσείς τους είδατε και αμέσως με κατακρίνατε, επειδή τους έβαλα μετάνοια.
Όμως εγώ, αντιλαμβανόμενος με τα μάτια της ψυχής την καθαρότητα και τη λαμπρότητα των ψυχών τους, που ήταν άγιες και γι’ αυτό πολυτιμότερες και από το στέμμα μου και από τη βασιλική μου δόξα, ώστε όλα μου τα μεγαλεία να είναι μπροστά τους ένα μηδενικό, τους πλησίασα ταπεινά ζητώντας την ευλογία τους.
Μ’ αυτό τον τρόπο τους δίδαξε ο σοφός βασιλιάς ότι δεν πρέπει ποτέ να κρίνουν την αξία του κάθε πράγματος και του κάθε ανθρώπου από τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά, αλλά μονάχα από τα εσωτερικά του γνωρίσματα.
Παρόμοια να κάνουμε λοιπόν κι εμείς και να τιμούμε τους δούλους του Θεού, διότι όλοι είναι αδελφοί Του. Και να μην ξεχνάμε ποτέ πως ο Θεός την Ημέρα της Κρίσεως δεν θα εξετάσει κανενός την όψη, όπως είπε και ο προφήτης Σαμουήλ, όταν εξέλεξε για βασιλιά τον Δαβίδ.
Ο Θεός, όπως και τώρα, έτσι και τότε θα ερευνήσει την καρδιά του ανθρώπου. Και τότε θα δοξασθούν οι ταπεινοί, οι περιφρονημένοι, οι περιγελόμενοι, οι διωγμένοι για τη θεία δικαιοσύνη, οι πτωχοί στο πνεύμα, εκείνοι δηλαδή που πιστεύουν ότι τα έργα τους είναι ελεεινά και άχρηστα, εκείνοι που επιθυμούν να εφαρμόζεται στον κόσμο η θεία δικαιοσύνη καθώς και όλοι όσους εμακάρισε ο Κύριος. Τότε θα λάμψουν όλοι οι περιφρονημένοι, αυτοί για τους οποίους πίστευαν πως ήταν το σκουπίδι της κοινωνίας.
Τα ανόητα και περιφρονημένα του κόσμου θα ντροπιάσουν τα σοφά. Τα μικρά και αδύνατα θα ντροπιάσουν τα δήθεν ισχυρά. Γι’ αυτό λέει ο Σωτήρας μας πως οι τελευταίοι θα γίνουν πρώτοι.
Εκείνοι οι οποίοι θεωρούνται από εμάς ασήμαντοι και αποτυχημένοι, εάν σ’ αυτή τη ζωή προσεύχονται στον Θεό με όλη την καρδιά τους, στη βασιλεία των ουρανών θα λάμπουν περισσότερο και από τον ήλιο! Ενώ οι βασιλείς του κόσμου και οι δυνατοί της γης, εάν δεν πιστέψουν στο Θεό, θα παρουσιαστούν ενώπιόν Του γυμνοί από αρετές και τελευταίοι απ’ όλους. Και αυτή την αντιστροφή των πραγμάτων μαζί με όλα αυτά τα εκπληκτικά γεγονότα θα τα δούμε όλοι μας να συμβαίνουν, διότι ο Θεός είναι δίκαιος και η δικαιοσύνη Του μένει στον αιώνα.
Μην κρίνεις τους άλλους από αυτό που βλέπεις.....
Θα ζητήσει να εξετάσει τις καρδιές μας. Και τότε, οι πιο ταπεινοί άνθρωποι, ο φτωχός χωριάτης, ο «καραβοτσακισμένος» από τα βάσανα της ζωής άνθρωπος, ο αγράμματος τσοπάνης, ο φυλακισμένος, ο ξενιτεμένος, ο ασθενής... η δυστυχισμένη χήρα, που κάθεται μαζί με τα παιδιά της μέσα στη φτώχεια και τη δυστυχία, γιατί κανείς δεν τους ανοίγει την πόρτα, όλοι αυτοί, αν σήμερα προσεύχονται με δάκρυα στο Θεό, κατά την ημέρα της Κρίσεως θα είναι ανώτεροι από όλους τους ηγεμόνες του κόσμου, τους σημερινούς και τους αυριανούς.
Κάποια μέρα λοιπόν ένας μεγάλος και ένδοξος βασιλιάς έτρεχε στο δρόμο μέσα στη χρυσή του άμαξα, περιστοιχισμένος από τους αυλικούς του. Κι εκεί που πήγαιναν όλοι μαζί, συνάντησαν σε μια γωνιά του δρόμου δύο άνδρες με σκισμένα, βρόμικα ρούχα και πρόσωπα μαραμένα από την άσκηση.
Ο βασιλιάς κατάλαβε αμέσως πως επρόκειτο για αγίους ανθρώπους του Θεού, που το σώμα τους είχε λιώσει από τη νηστεία, τους ασκητικούς αγώνες και την αϋπνία, ενώ η ψυχή τους έλαμπε από το φως του Θεού.
Σταμάτησε λοιπόν αμέσως, κατέβηκε από την άμαξα και έπεσε γονατιστός στα πόδια τους, κάνοντας μετάνοιες. Στη συνέχεια σηκώθηκε και ασπάστηκε το χέρι τους με σεβασμό.
Οι αυλικοί του όμως, δε χάρηκαν καθόλου με αυτό που είδαν. Όλη την ώρα μουρμούριζαν:
-Δες εδώ… Είναι σωστό τώρα αυτό; Ένας ολόκληρος βασιλιάς, και τόσο ένδοξος μάλιστα, να φέρεται έτσι;
-Άκουσον, άκουσον. Να πέσει στα πόδια των ζητιάνων! Πώ πώ ντροπή…
Δεν τολμούσαν όμως να πουν τίποτα στον ίδιο, αλλά πήγαν στον αδελφό του:
-Θα σε παρακαλέσουμε να πεις στο βασιλιά μας, άλλη φορά να μην εξευτελίσει έτσι τη φήμη και το βασιλικό του στέμμα! Αυτό κι αυτό έκανε στο δρόμο που πηγαίναμε…
Κι εκείνος ο καημένος κάποια στιγμή το μετέφερε στον αδελφό του, ο οποίος όμως τον κατσάδιασε για την απερισκεψία και την ανοησία του και τον έδιωξε κακήν κακώς από κοντά του.
Ξέχασα να σας πω ότι ο βασιλιάς αυτός είχε τη συνήθεια, όταν επρόκειτο να τιμωρήσει κάποιον με θάνατο, να στέλνει έξω από το σπίτι του έναν αγγελιαφόρο, για να τον ειδοποιεί με τη σάλπιγγα. Έτσι όποιος άκουγε τον ήχο της σάλπιγγας έξω από την πόρτα του γνώριζε ότι την επόμενη μέρα δε θα ζούσε.
Όταν λοιπόν βράδιασε, ο βασιλιάς έστειλε τον αγγελιαφόρο με τη σάλπιγγα να σαλπίσει έξω από την πόρτα του αδελφού του. Μόλις εκείνος άκουσε τη σάλπιγγα του θανάτου, τρομοκρατήθηκε. Όλη τη νύχτα την πέρασε ξάγρυπνος, μέσα στην αγωνία και την απελπισία! Και ταυτόχρονα, προσπάθησε όπως όπως να τακτοποιήσει όλα τα θέματα του σπιτιού του, ώστε να είναι έτοιμος για ό,τι θα ακολουθούσε.
Όταν ξημέρωσε, φόρεσε όπως και όλα τα μέλη της οικογένειάς του – η γυναίκα και τα παιδιά του – μαύρα, πένθιμα ρούχα κι αμέσως μετά πήγε στον αδελφό του το βασιλιά, κλαίγοντας και στενάζοντας για το τρομερό κακό που τον περίμενε.
Μόλις τον είδε ο βασιλιάς να κλαίει έτσι, τον κάλεσε ιδιαιτέρως, σε κάποιο δωμάτιο.
- Βρε άνθρωπε ανόητε και απερίσκεπτε! του είπε. Εάν εσύ φοβήθηκες τόσο πολύ από τη σάλπιγγα του θανάτου και τον αδελφό σου, που είναι άνθρωπος σαν και σένα και που απέναντί του σε τίποτα δεν έσφαλες ούτε είσαι ένοχος για κάτι, πώς μπόρεσες να κατηγορήσεις εμένα, που ασπάστηκα με ταπείνωση τους αγγελιαφόρους του Θεού μου;
Εκείνοι, βρε, μου υπενθυμίζουν τον θάνατο και τη φοβερή κρίση του Θεού, πολύ περισσότερο από όσο η σάλπιγγα αυτή! Διότι άνθρωπος είμαι κι εγώ κι έχω κάνει πολλά λάθη στη ζωή μου και μεγάλες αμαρτίες ενώπιον του Θεού. Ησύχασε λοιπόν. Μόνο την ανοησία σου ήθελα να σου δείξω και γι’ αυτό σε τρόμαξα με τη σάλπιγγα.
- Συγχώρεσε σε με, αδελφέ μου, που τόσο απερίσκεπτα σε κατέκρινα, του απάντησε ανακουφισμένος εκείνος.
-Εντάξει, αδελφέ μου, σε συγχωρώ. Αλλά σε λίγο θα διαπιστώσεις και μόνος σου την ανοησία εκείνων που σε παρακίνησαν να έρθεις και να μου πεις αυτά τα πράγματα.
Και αφού με τον τρόπο αυτό τον καθησύχασε και τον συνέτισε, τον άφησε να πάει στο σπίτι του. Κατόπιν πρόσταξε τους τεχνίτες του να φτιάξουν τέσσερα ξύλινα κιβώτια. Τα δύο από αυτά τους είπε και τα κάλυψαν ολόκληρα με φύλλα χρυσού, τα γέμισαν με δυσώδη οστά και τα σκέπασαν με επίχρυσο καπάκι.
Τα άλλα δύο τα άλειψαν εξωτερικά με πίσσα, τα γέμισαν με πολύτιμες πέτρες, μαργαριτάρια και άλλα πολύτιμα αντικείμενα και αρώματα και τα τύλιξαν με ένα τρίχινο πλεκτό από μαλλί γίδας.
Ύστερα κάλεσε τους άρχοντες και τους φίλους τους, εκείνους δηλαδή που τον είχαν κατακρίνει, επειδή γονάτισε μπροστά στους ανθρώπους του Θεού. Έβαλε λοιπόν μπροστά τους όλα τα κιβώτια και τους ζήτησε να εκτιμήσουν την αξία αυτών που ήταν επικαλυμμένα με φύλλα χρυσού και των άλλων, που είχαν την επίστρωση πίσσας.
Εκείνοι βέβαια του απάντησαν ότι τη μεγαλύτερη αξία την έχουν τα κιβώτια που ήταν επενδυμένα εξωτερικά με φύλλα χρυσού, πιστεύοντας ότι μέσα τους κρύβονταν θησαυροί, πολύτιμα πράγματα και πολυτελή υφάσματα, ενώ για τα άλλα, που ήταν αλειμμένα με πίσσα, είπαν ότι δεν είχαν καμμία αξία.
- Ήξερα πολύ καλά τι θα λέγατε! τους απάντησε ο βασιλιάς. Μόνο που κάνατε λάθος… Διότι ποτέ δεν πρέπει να κρίνουμε ένα πράγμα ή άνθρωπο από αυτό που εκ πρώτης όψεως βλέπουμε, αλλά πρέπει προηγουμένως να εξετάζουμε το εσωτερικό του, εάν είναι άξιο τιμής ή περιφρόνησης.
Οι άρχοντες τον άκουγαν με απορία: «Τί να εννοούσε, άραγε;».
- Ανοίξτε τα χρυσά κιβώτια! πρόσταξε τους υπηρέτες του.
Και μόλις εκείνοι άνοιξαν τα κιβώτια, ξεχύθηκε από μέσα τους μια ανυπόφορη δυσωδία. Παραξενεμένοι οι αυλικοί πλησίασαν κοντά και διαπίστωσαν πως το περιεχόμενο ήταν πράγματι απωθητικό και αξιοκαταφρόνητο.
- Έτσι ακριβώς μοιάζουν κι εκείνοι που είναι ντυμένοι με ωραία και ακριβά ρούχα και υπερηφανεύονται για τη μεγάλη τους περιουσία και για τη δόξα τους, ενώ η καρδιά τους είναι γεμάτη από έργα πονηρά, αμαρτωλά και βρόμικα, είπε με νόημα ο βασιλιάς.
Αμέσως μετά πρόσταξε ν’ ανοίξουν και τα κιβώτια που ήταν αλειμμένα με πίσσα. Όταν τα άνοιξαν, μία εξαίσια ευωδία πλημμύρισε το δωμάτιο και, πλησιάζοντας οι αυλικοί του, διαπίστωσαν ότι περιείχαν πολύτιμα πράγματα, ακριβά και σπάνια.
- Ξέρετε με τι μοιάζουν αυτά τα κιβώτια; συνέχισε ο βασιλιάς. Με εκείνους τους δύο ταπεινούς ανθρώπους, που ήταν ντυμένοι προχθές με σκισμένα ρούχα, που τα μάγουλά τους ήταν ζαρωμένα και τα πρόσωπά τους χλωμά από την άσκηση και τους κόπους. Κι εσείς τους είδατε και αμέσως με κατακρίνατε, επειδή τους έβαλα μετάνοια.
Όμως εγώ, αντιλαμβανόμενος με τα μάτια της ψυχής την καθαρότητα και τη λαμπρότητα των ψυχών τους, που ήταν άγιες και γι’ αυτό πολυτιμότερες και από το στέμμα μου και από τη βασιλική μου δόξα, ώστε όλα μου τα μεγαλεία να είναι μπροστά τους ένα μηδενικό, τους πλησίασα ταπεινά ζητώντας την ευλογία τους.
Μ’ αυτό τον τρόπο τους δίδαξε ο σοφός βασιλιάς ότι δεν πρέπει ποτέ να κρίνουν την αξία του κάθε πράγματος και του κάθε ανθρώπου από τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά, αλλά μονάχα από τα εσωτερικά του γνωρίσματα.
Παρόμοια να κάνουμε λοιπόν κι εμείς και να τιμούμε τους δούλους του Θεού, διότι όλοι είναι αδελφοί Του. Και να μην ξεχνάμε ποτέ πως ο Θεός την Ημέρα της Κρίσεως δεν θα εξετάσει κανενός την όψη, όπως είπε και ο προφήτης Σαμουήλ, όταν εξέλεξε για βασιλιά τον Δαβίδ.
Ο Θεός, όπως και τώρα, έτσι και τότε θα ερευνήσει την καρδιά του ανθρώπου. Και τότε θα δοξασθούν οι ταπεινοί, οι περιφρονημένοι, οι περιγελόμενοι, οι διωγμένοι για τη θεία δικαιοσύνη, οι πτωχοί στο πνεύμα, εκείνοι δηλαδή που πιστεύουν ότι τα έργα τους είναι ελεεινά και άχρηστα, εκείνοι που επιθυμούν να εφαρμόζεται στον κόσμο η θεία δικαιοσύνη καθώς και όλοι όσους εμακάρισε ο Κύριος. Τότε θα λάμψουν όλοι οι περιφρονημένοι, αυτοί για τους οποίους πίστευαν πως ήταν το σκουπίδι της κοινωνίας.
Τα ανόητα και περιφρονημένα του κόσμου θα ντροπιάσουν τα σοφά. Τα μικρά και αδύνατα θα ντροπιάσουν τα δήθεν ισχυρά. Γι’ αυτό λέει ο Σωτήρας μας πως οι τελευταίοι θα γίνουν πρώτοι.
Εκείνοι οι οποίοι θεωρούνται από εμάς ασήμαντοι και αποτυχημένοι, εάν σ’ αυτή τη ζωή προσεύχονται στον Θεό με όλη την καρδιά τους, στη βασιλεία των ουρανών θα λάμπουν περισσότερο και από τον ήλιο! Ενώ οι βασιλείς του κόσμου και οι δυνατοί της γης, εάν δεν πιστέψουν στο Θεό, θα παρουσιαστούν ενώπιόν Του γυμνοί από αρετές και τελευταίοι απ’ όλους. Και αυτή την αντιστροφή των πραγμάτων μαζί με όλα αυτά τα εκπληκτικά γεγονότα θα τα δούμε όλοι μας να συμβαίνουν, διότι ο Θεός είναι δίκαιος και η δικαιοσύνη Του μένει στον αιώνα.
Labels:
θεος
Sunday, July 17, 2016
Ενα θαύμα του Άγιου Εφραίμ Νέας Μάκρης
Ήταν Γενάρης του 1996, Κυριακή ξημερώματα, βλέπω στον ύπνο μου ότι ήμουν σε μια μεγάλη εκκλησία πλούσια σε χρυσό και γεμάτη φώτα και κόσμο μιας και έξω είχε παρέλαση.
Μια κοπέλα μου λεει πως πρέπει να πάμε να προσκυνήσουμε γιατι η μητέρα μιας φίλης μας πέθανε.
Περίμενα στην σειρά και ότι έφτασα μπροστά είδα πως αντι για φέρετρο υπήρχε μία όρθια λάρνακα απο γυαλί και μέσα ήταν ένας ψηλός άνδρας, νεαρής ηλικίας μιας και η γενιάδα του ήταν μαύρη, αδύνατος, με άμφια και περιδέραια που φοράνε οι μητροπολίτες.
Φόραγε ένα μαυρο καπέλο αρχιερατικό με κεντημένο ένα κόκκινο σταυρό πάνω, φαινόταν ολοζώντανος σαν να κοιμάται...
Προσκύνησα αποριμένη μιας και περίμενα να δω την μητέρα της φίλης μου, στο τζάμι είδα ενα μικρο χαρτάκι κολλημένο το οποίο έλεγε¨ΕΦΡΑΙΜ¨. Το άλλο πρωι ξύπνησα απορημένη μιας και αναρωτιώμουν ποιος ήταν αυτός που είδα, δεν ξαναείχα ακούσει αυτο το όνομα και μου φαινόταν περίεργο. Ρώτησα την γιαγιά μου εαν υπάρχει Αγιος ή Οσιος Εφραίμ και μου απάντησε με στόμφο ΕΦΡΑΙΜ, βεβαιως και υπάρχει.. Ενιωσα μια ανατριχίλα, πως μου εμφανιστηκε ενω ούτε καν τον γνωρίζα, ούτε τον μελέτησα ποτε.
Τις επόμενες μέρες ρώτησα μια συνάδελφο μου, ή οποία ήταν πολύ θρήσκα και πήγαινε κάθε Κυριακή σε μοναστήρια. Μου είπε που βρισκόταν το λείψανο του Αγίου και άρχισε να μου λέει τα χαρακτηριστικά του και τον βίο του, με μεγάλη έκπληξη διαπίστωσα πως τα χαρακτηριστικά του ήταν ίδια με αυτα που είχα δει στο ονειρο μου. Η συνάδελφος μου τόνισε ότι πρέπει να πάω στο μοναστήρι αλλα λόγω δουλειάς το αμέλησα.
Μετά απο 2 μήνες μια Κυριακη περίμενα το λεωφορείο για να παω στην γιαγια μου και σκεφτόμουν ότι αμέλησα να πάω στον Αγιο Εφραιμ, ξαφνικά βλέπω ενα ταξι και το σταματάω για να πάω πιο γρήγορα, με το που μπαινω μέσα το μάτι μου έπεσε σε μια εικόνα που είχε ο ταξιτζής ενος Αγίου που πρώτη φορά έβλεπα αυτη την εικόνα αλλα το πρόσωπο μου ήταν γνωστό..
Τον ρώτησα δειλα.. αυτός ο Αγιος εκεί είναι ο Αγιος Εφραιμ; Ο ταξιτζης απάντησε θετικά και άρχιζε να μου λέει ποσο καλός και θαυματουργός είναι ο Αγιος.
Μετά απο 1 μήνα και αφου πάλι δεν είχα πάει στο μοναστήρι, σχολώντας απο την εργασία μου αντι να πάρω το λεωφορείο όπως έκανα συνήθως προτίμησα να περπατήσω.. Στον δρόμο μου βρήκα μια εκκλησία ή οποία ήταν ανοιχτή μες στο μεσημέρι μιας και μετά θα είχε κάποια κηδεία, εκει θυμήθηκα πάλι τον Αγιο και στεναχωρέθηκα που το αμέλησα, μπηκα να ανάψω ένα κεράκι.. Μαντέψτε ποιανου την εικόνα είχαν μπροστά μπροστα και είδα!.. Το Αγιου Εφραιμ! Ε.. αυτο ήταν μετά απο λίγες μέρες αξιώθηκα και πήγα στο μοναστήρι..
Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη..η καρδιά μου χτύπαγε σαν τρελή.. Με το που μπήκα στο προάυλιο μια γαλήνη πλημμύρισε την ψυχή μου.
Είχα την μεγάλη τυχη και ευχαριστώ τον Αγιο που κατάφερα και συνάντησα και μίλησα για πρώτη και δυστυχώς τελευταία φορά με την Γερόντισσα Μακαρία, μια καταπληκτική γυναίκα που μόλις τις είπα για τα γεγονότα που μου είχαν συμβει έκλαιγε αλλα και γέλαγε σαν παιδί.
Χαιρόταν που ο Αγιος μου είχε φανερωθεί, όταν την ρωτησα γιατί σε εμένα αφου δεν τον ήξερα και ότι εγώ είχα μεγάλη αγαπη στην Παναγία, μου απάντησε πως ο Αγιος Εφραιμ είναι ένας απο τους αγαπημένους Αγίους της. Απο τότε τον έχω επισκεπτεί πολλές φορές και προσευχομαι σε αυτόν. Τον ευχαριστώ γιατί πολλές φορές μου έχει εμφανιστεί στον ύπνο μου για να με προειδοποιήσει για κάτι κακό που πλησιάζει...
Δεν θα ξεχάσω ποτε το παρακάτω.. Ένα πρωι παίρνω ενα ταξί για να πάω στην δουλειά μου, μέσα είχε μια εικόνα του Αγιου Εφραιμ και πιάσαμε κουβέντα με τον ταξιτζη, ήμουν στεναχωρημένη με κάποια γεγονότα που μου ειχαν συμβεί και ξαφνικα αλλάζει η φωνη του ταξιτζή και αρχιζει να μου λεει την ιστορια ενος γνωστού του και κάποιες συμβουλες ακριβως για το προβλημα μου (εγω δεν ειχα αναφέρει λεπτομέρειες για το προβλημα). Τον κοίταξα τον ταξιτζη και χαμογέλα.. Βαλτός εισαι του λέω;
Εσύ τα λες ή Ο Αγιος; Και μου απαντάει σοβαρά εκείνη την ώρα " Ο Αγιος ". Κοκάλωσα, το ίδιο έκανε και ο ταξιτζης όπου ο τονος της φωνης του ξαναέγινε όπως ήταν στην αρχη......
Wednesday, July 13, 2016
Εκείνοι που νομίζουν δυστυχία το να χάσουν χρήματα ή παιδιά.... ( Μέγας Αντώνιος )
Εκείνοι που νομίζουν δυστυχία το να χάσουν χρήματα ή παιδιά ή δούλους ή ένα άλλο στοιχείο της περιουσίας τους, ας γνωρίζουν ότι πρώτα πρέπει να αρκούνται σ' εκείνα που δίνει ο Θεός. Και όταν πρέπει να τα δώσουν πίσω, να είναι πρόθυμοι και να το κάνουν με αγαθή γνώμη και να μη στενοχωρούνται διόλου για τη στέρηση ή μάλλον για την επιστροφή τους. Γιατί αφού έκαναν χρήση ξένων πραγμάτων, τα έδωσαν πάλι πίσω.
Μέγας Αντώνιος
Saturday, July 9, 2016
Ο υποτασσόμενος οφείλει με τον πρώτον λόγον που θα του ειπή ο πνευματικός του πατήρ να υπακούη ο,τι του λέγη να κάμη.( Αγίου Ανθίμου της Χίου )
«Πολλά σας έχω ειπεί, αδελφές αλλά δεν έχω αρετήν δεν έχει ο λόγος μου δύναμιν δεν βλέπετε πάνω μου κανένα καλό και διά τούτο δεν μπορείτε να βάλετε πίστιν και να εφαρμόσετε τα λεγόμενά μου. Δεν πρέπει όμως να γίνεται έτσι∙ δεν σας συμφέρει να μην έχετε πίστιν εις τους λόγους μου∙ ο,τι σας ειπώ ευθύς με τον πρώτον λόγον να το εφαρμόζετε.
Εάν πας ως ασθενής εις τον ιατρόν και σου ειπή: « διά να σε θεραπεύσω πρέπει να σε σχίσω, να σε καύσω, να σε καυτηριάσω, να σου κάμω τούτο, η εκείνο». μήπως εξετάζης το πράγμα η μήπως το παραμελής; Εις τον σωματικόν ιατρόν δεν παραμελείς ούτε το ελάχιστον εις τον πνευματικόν ιατρόν διατί παραμελείς; τώρα, θέλω να ειπώ και εγώ πως είμαι ιατρός! Θέλω να κάμω και εγώ ο ελεεινός τον πνευματικόν ιατρόν και να θεραπεύσω άλλους! Αλλά τι να κάμω; αν σιωπήσω, έλεγχος∙ αν ομιλήσω πάλι έλεγχος. Ο Χριστός ας το λογισθή ωσάν εκείνο που έλεγε για τους φαρισαίους. Μη βλέπετε τα έργα τους, αλλά ακούτε τα λόγια τους.
Αυτό να κάμετε και σείς τα λόγια μου αν θέλετε, να τα ακούτε∙ και μην τα εξετάζετε. » Εάν εξετάζης το τι κάμνω εγώ και το τι λέγω και τα μελετάς και τα μεταλές, αλλοίμονον! σε επήραν οι ποταμοί∙ φουρτούνες και ανησυχίες θα εύρης. Πώς; διότι δεν έχομεν την ανάλογον ευλάβειαν, δεν έχει ο λογισμός μας την απαιτουμένην πίστιν, και όλο ανάποδα τα παίρνομεν. Και όταν τα παίρνεις ανάποδα, ο Σατανάς έρχεται μέσα σου. Οφείλετε, ο,τι λόγος έβγη από το στόμα μου, δεξιά να τον παίρνετε και κακό να είναι, εσείς εις το καλόν να τον στρέφετε.
Εάν μέσα σε ενα αλώνι πέση θύελλα, θα ταράξη και θα ανεμοσκορπίση τα πάντα δεν θα αφήση τίποτα. Και ο μοναχός όταν εξετάζη και κρίνη τους λόγους και τα έργα του πνευματικού του πατρός, αυτό θα απολαύση θα εισέλθη ο Σατανάς μέσα του, θα καταταράξη το εσωτερικόν του και θα ανεμοσκορπίση τας αρετάς του. Και όχι μόνον τον εαυτόν του θα ανησυχήση, αλλά θα τα ειπή και παρακεί να βλάψη και άλλους. Αυτή είναι η θύελλα∙ εάν μόνον πιστεύης εις τα λόγια του και δεν τον αγαπάς, δεν θα είναι τέλειον το πράγμα. Και πάλιν εάν μόνον τον αγαπάς και δεν έχης πίστιν εις τα λεγόμενά του, δεν μπορείς να κάμης τελείαν υπακοήν εις ο,τι σου ειπή. Και τα δύο πρέπει να υπάρχουν εις τον υποτασσόμενον η πίστις και η αγάπη, διά να μπορέση να γίνη η υποταγή τυφλή και χωρίς καμμίαν διάκρισι.
Εάν λοιπόν με πίστι και αγάπη πάρης τον πρώτον λόγον που σου είπα και με γαλήνη, με ειρήνη, με το χαμόγελο στο στόμα, πηγαίνεις στο κελλάκι σου, η καρδία σου είναι γεμάτη από ευλάβεια προς τον πνευματικόν σου πατέρα.
Ο υποτασσόμενος οφείλει με τον πρώτον λόγον που θα του ειπή ο πνευματικός του πατήρ να υπακούη ο,τι του λέγη να κάμη.
Αγίου Ανθίμου της Χίου, Διδαχές Πνευματικές.
Wednesday, July 6, 2016
Η αμέλεια, ο ακοίμητος κίνδυνος του πιστού ( Γέροντας Ιωσήφ Ησυχαστής )
Και απάντησε «ναι και αυτή μας επιβουλεύεται, αλλά όχι όλους παρά μόνο όσους ξεγελάσει. και πάλι λίγους, γιατί η κενοδοξία φθείρει τους συγκεντρωμένους θησαυρούς, ενώ η αμέλεια δεν αφήνει να τους συνάξεις…
Η αμέλεια μοιάζει με ανομβρία, που δεν αφήνει να φυτρώσει τίποτε. Η κενοδοξία βλάπτει όσους έχουν καρπό, όσους έχουν προχωρήσει, ενώ η αμέλεια ζημιώνει όλους. Εμποδίζει αυτούς που θέλουν να ξεκινήσουν και σταματά αυτούς που προχώρησαν. Δεν επιτρέπει την μάθηση σε αυτούς που αγνοούν και εμποδίζει την επιστροφή σε αυτούς που πλανήθηκαν. Δεν αφήνει να σηκωθούν όσοι έπεσαν και γενικά είναι όλεθρος για όσους αιχμαλωτίζονται από αυτήν.
Με πρόφαση τις φυσικές ανάγκες και τον κόπο που προέρχεται από τον αγώνα, γίνεται η απατληή πιστευτή και ως καλός αγωγός -η ακηδία- μας μεταφέρει και μας παραδίνει στην φιλαυτία, τον γενικότερο εχθρό. Μόνο η ανδρεία ψυχή, με βάση την πίστη και την ελπίδα προς τον Θεό, ανατρέπει αυτήν την επιβουλή. διαφορετικά, γλυτώνει δύσκολα όποιος έχει άγνοια από αυτά τα δίχτυα. Ταλαιπωρεί πολύ αυτούς που μένουν μόνοι και όσους αποφεύγουν την προγραμματισμένη ζωή, ενώ αδυνατεί να βλάψει τους υποτακτικούς και αυτούς που διακονούν.
Γέροντας Ιωσήφ Ησυχαστής
Friday, July 1, 2016
Ο Χριστός μας ζητά ν' αγαπήσουμε το Θεό πάνω απ' όλα και τον πλησίον μας όπως τον εαυτό μας....
Ο Χριστός μας ζητά ν' αγαπήσουμε το Θεό πάνω απ' όλα και τον πλησίον μας όπως τον εαυτό μας, πόσες φορές όμως κι εμείς δεν αναρωτιόμαστε, υποκριτικά για γα δικαιολογήσουμε την έλλειψη αγάπης, ποιος είναι τελικά αυτός ο πλησίον που πρέπει ν' αγαπήσουμε;
Απάντηση σ' αυτό το ερώτημα προσπαθούν να μας δώσουν πολλοί φιλανθρωπικοί οργανισμοί σήμερα, προτείνοντας μας να βοηθήσουμε του συνανθρώπους μας απρόσωπα, δίνοντας κάποια χρήματα ή είδη που μας περισσεύουν και σπανιότερα να δώσουμε προσωπική εργασία ή και να συμμετέχουμε ακόμη πιο ενεργά στο έργο τους. Η βοήθεια των οργανισμών αυτών συνήθως απευθύνεται σε κάποιες ομάδες εμπερίστατων συνανθρώπων μας, που για διαφορετικό κάθε φορά λόγο έχουν ανάγκη από τη βοήθειά μας. Η προσπάθεια των οργανισμών αυτών είναι αξιέπαινη και το αποτέλεσμά της θεάρεστο, αλλά η μικρή συμβολή μας, υλική ή προσωπική, από το περίσσευμά μας δεν αρκεί για να καλύψει την εντολή του Χριστού για "αγάπη προς τον πλησίον, (τουλάχιστον) ίση με αυτή που έχουμε για τον εαυτό μας". Διαφορετική είναι η περίπτωση ανθρώπων που δίνουν τον εαυτό τους για τη βοήθεια προς τους πάσχοντες συνανθρώπους τους, η οποία ταιριάζει περισσότερο μ' αυτά που θα πούμε παρακάτω.
Όταν αναρωτιόμαστε ποιος είναι ο πλησίον μας, που πρέπει ν' αγαπήσουμε, σημαίνει ότι δεν αγαπούμε κανένα αρκετά, ώστε να τον νοιώσουμε σαν πλησίον μας. Αυτό συμβαίνει, επειδή δεν έχουμε κάνει τρόπο ζωής το πρώτο μέρος της εντολής της Αγάπης, δηλαδή την πάνω απ' όλα (και από τον εαυτό μας) Αγάπη προς τον Θεό Πατέρα, του οποίου είμαστε όλοι παιδιά. Αν η καρδιά μας δεν πλημμυρίσει από την Αγάπη προς το Θεό, που θα εκτοπίσει τη φιλαυτία μας, τότε δεν έχουμε περίσσευμα αγάπης για να το μοιραστούμε με τους συνανθρώπους μας. Αν δε νοιώσουμε παιδιά του Ουράνιου Πατέρα μας, τότε δεν μπορούμε να νοιώσουμε τους συνανθρώπους μας αδελφούς μας, κομμάτι του εαυτού μας, μοναδική οδό προς τη Βασιλεία των Ουρανών.
Όταν αγαπάμε τους αδελφούς μας (τουλάχιστον) όπως τον εαυτό μας, τότε οι ανάγκες τους γίνονται και δικές μας ανάγκες, ο πόνος τους δικός μας πόνος, η χαρά τους δική μας χαρά, η σωτηρία της ψυχής τους σωτηρία της δικής μας ψυχής. Μεριμνούμε και προσευχόμαστε για τους αδελφούς μας (τουλάχιστον) όπως μεριμνούμε και προσευχόμαστε και για τον εαυτό μας, έχοντας πάντα την ελπίδα μας για την ικανοποίηση όλων των αναγκών μας στο Θεό. Έτσι δεν θα πέσουμε στον πειρασμό της υπερηφάνειας, για τη βοήθειά μας προς τους συνανθρώπους μας, ούτε θ' απογοητευθούμε, αν δεν τα καταφέρουμε να βοηθήσουμε όσους θα θέλαμε και όπως θα θέλαμε. Κάθε πράξη αγάπης προς τον πλησίον γίνεται, επειδή αγαπούμε το Θεό κι είμαστε κι οι δυο παιδιά του και για να δοξάζεται τ' Όνομά Του (Ματθ. ε' 16). Ύστερα ευχαριστούμε και οι δύο το Θεό, που μας έδωσε τη δυνατότητα να επωφεληθούμε από την περίσταση αυτή. Για τις πράξεις αγάπης προς τους πλησίον μας δεν ζητούμε ούτε δεχόμαστε ανταπόδοση, επειδή έχουμε λάβει ήδη σαν ανταπόδοση την εσωτερική χαρά που φέρνει η τήρηση του θελήματος του Θεού και επειδή η αληθινή αγάπη "δεν ζητά ανταπόδοση" (Κορινθ. Α' ιγ' 5).
Αφού περιγράψαμε τα χαρακτηριστικά της χριστιανικής αγάπης προς τον πλησίον, ας δούμε και ποιος είναι ο πλησίον μας. Οπωσδήποτε πλησίον μας, για μας τους λαϊκούς, είναι τα μέλη της οικογένειάς μας, σύζυγος, παιδιά, γονείς, αδέλφια και οι λοιποί συγγενείς, τους οποίους η ζωή μας και οι πράξεις μας επηρεάζουν ούτως ή άλλως. Το ίδιο ισχύει και για όλους όσους έρχονται σε καθημερινή ή τακτική επαφή μαζί μας, όπως τους ανθρώπους που εργαζόμαστε μαζί τους, τους γείτονες, τα μέλη της ίδιας ενορίας, ομάδας, συλλόγου κλπ. Ο ορισμός του πλησίον όμως δεν περιορίζεται σ' αυτούς.
Ο Καλός Σαμαρείτης με το θύμα των ληστών δεν είχαν καμιά σχέση, όμως ο Θεός έφερε τον τραυματισμένο στο δρόμο του Σαμαρείτη κι έτσι έδωσε την ευκαιρία σ' αυτόν να κάνει μια πράξη αγάπης και στον τραυματισμένο να επωφεληθεί απ' αυτή. Όταν η καρδιά μας είναι ανοιχτή και γεμάτη αγάπη ο Θεός φροντίζει να φέρει στο δρόμο μας ανθρώπους που μπορούν να ωφεληθούν απ' αυτή. Εμείς μένει να φροντίσουμε να είμαστε πάντα συνδεμένοι με την πηγή της Αγάπης και πρόθυμοι να κάνουμε το θέλημα Του, όποιο κι αν είναι αυτό.
Δεν υπάρχει κίνδυνος προσφέροντας αγάπη σε άγνωστους ανθρώπους, να τη στερήσουμε από τους οικείους μας, επειδή η αγάπη όταν μοιράζεται γίνεται περισσότερη και δε λιγοστεύει. Χρειάζεται όμως διάκριση, επειδή η αγάπη μας μπορεί να περισσεύει με τη Χάρη του Θεού, αλλά ως άνθρωποι έχουμε περιορισμένες δυνατότητες, που πρέπει να μοιράζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη σκανδαλίζονται, εκείνοι που έχουν ανάγκη από αυτές.
Για παράδειγμα μια μητέρα δεν είναι σωστό να καθαρίσει το σπίτι της άρρωστης γειτόνισσάς της και ν' αφήσει το δικό της ακαθάριστο, ούτε να ταΐσει τους πεινασμένους της ενορίας της και ν' αφήσει το σύζυγο και τα παιδιά της νηστικούς. Η αληθινή αγάπη περιέχει και τη διάκριση και για όσα δεν προλαβαίνουμε ανθρωπίνως, υπάρχει πάντοτε η προσευχή και η εμπιστοσύνη στη Θεία Πρόνοια.
Απάντηση σ' αυτό το ερώτημα προσπαθούν να μας δώσουν πολλοί φιλανθρωπικοί οργανισμοί σήμερα, προτείνοντας μας να βοηθήσουμε του συνανθρώπους μας απρόσωπα, δίνοντας κάποια χρήματα ή είδη που μας περισσεύουν και σπανιότερα να δώσουμε προσωπική εργασία ή και να συμμετέχουμε ακόμη πιο ενεργά στο έργο τους. Η βοήθεια των οργανισμών αυτών συνήθως απευθύνεται σε κάποιες ομάδες εμπερίστατων συνανθρώπων μας, που για διαφορετικό κάθε φορά λόγο έχουν ανάγκη από τη βοήθειά μας. Η προσπάθεια των οργανισμών αυτών είναι αξιέπαινη και το αποτέλεσμά της θεάρεστο, αλλά η μικρή συμβολή μας, υλική ή προσωπική, από το περίσσευμά μας δεν αρκεί για να καλύψει την εντολή του Χριστού για "αγάπη προς τον πλησίον, (τουλάχιστον) ίση με αυτή που έχουμε για τον εαυτό μας". Διαφορετική είναι η περίπτωση ανθρώπων που δίνουν τον εαυτό τους για τη βοήθεια προς τους πάσχοντες συνανθρώπους τους, η οποία ταιριάζει περισσότερο μ' αυτά που θα πούμε παρακάτω.
Όταν αναρωτιόμαστε ποιος είναι ο πλησίον μας, που πρέπει ν' αγαπήσουμε, σημαίνει ότι δεν αγαπούμε κανένα αρκετά, ώστε να τον νοιώσουμε σαν πλησίον μας. Αυτό συμβαίνει, επειδή δεν έχουμε κάνει τρόπο ζωής το πρώτο μέρος της εντολής της Αγάπης, δηλαδή την πάνω απ' όλα (και από τον εαυτό μας) Αγάπη προς τον Θεό Πατέρα, του οποίου είμαστε όλοι παιδιά. Αν η καρδιά μας δεν πλημμυρίσει από την Αγάπη προς το Θεό, που θα εκτοπίσει τη φιλαυτία μας, τότε δεν έχουμε περίσσευμα αγάπης για να το μοιραστούμε με τους συνανθρώπους μας. Αν δε νοιώσουμε παιδιά του Ουράνιου Πατέρα μας, τότε δεν μπορούμε να νοιώσουμε τους συνανθρώπους μας αδελφούς μας, κομμάτι του εαυτού μας, μοναδική οδό προς τη Βασιλεία των Ουρανών.
Όταν αγαπάμε τους αδελφούς μας (τουλάχιστον) όπως τον εαυτό μας, τότε οι ανάγκες τους γίνονται και δικές μας ανάγκες, ο πόνος τους δικός μας πόνος, η χαρά τους δική μας χαρά, η σωτηρία της ψυχής τους σωτηρία της δικής μας ψυχής. Μεριμνούμε και προσευχόμαστε για τους αδελφούς μας (τουλάχιστον) όπως μεριμνούμε και προσευχόμαστε και για τον εαυτό μας, έχοντας πάντα την ελπίδα μας για την ικανοποίηση όλων των αναγκών μας στο Θεό. Έτσι δεν θα πέσουμε στον πειρασμό της υπερηφάνειας, για τη βοήθειά μας προς τους συνανθρώπους μας, ούτε θ' απογοητευθούμε, αν δεν τα καταφέρουμε να βοηθήσουμε όσους θα θέλαμε και όπως θα θέλαμε. Κάθε πράξη αγάπης προς τον πλησίον γίνεται, επειδή αγαπούμε το Θεό κι είμαστε κι οι δυο παιδιά του και για να δοξάζεται τ' Όνομά Του (Ματθ. ε' 16). Ύστερα ευχαριστούμε και οι δύο το Θεό, που μας έδωσε τη δυνατότητα να επωφεληθούμε από την περίσταση αυτή. Για τις πράξεις αγάπης προς τους πλησίον μας δεν ζητούμε ούτε δεχόμαστε ανταπόδοση, επειδή έχουμε λάβει ήδη σαν ανταπόδοση την εσωτερική χαρά που φέρνει η τήρηση του θελήματος του Θεού και επειδή η αληθινή αγάπη "δεν ζητά ανταπόδοση" (Κορινθ. Α' ιγ' 5).
Αφού περιγράψαμε τα χαρακτηριστικά της χριστιανικής αγάπης προς τον πλησίον, ας δούμε και ποιος είναι ο πλησίον μας. Οπωσδήποτε πλησίον μας, για μας τους λαϊκούς, είναι τα μέλη της οικογένειάς μας, σύζυγος, παιδιά, γονείς, αδέλφια και οι λοιποί συγγενείς, τους οποίους η ζωή μας και οι πράξεις μας επηρεάζουν ούτως ή άλλως. Το ίδιο ισχύει και για όλους όσους έρχονται σε καθημερινή ή τακτική επαφή μαζί μας, όπως τους ανθρώπους που εργαζόμαστε μαζί τους, τους γείτονες, τα μέλη της ίδιας ενορίας, ομάδας, συλλόγου κλπ. Ο ορισμός του πλησίον όμως δεν περιορίζεται σ' αυτούς.
Ο Καλός Σαμαρείτης με το θύμα των ληστών δεν είχαν καμιά σχέση, όμως ο Θεός έφερε τον τραυματισμένο στο δρόμο του Σαμαρείτη κι έτσι έδωσε την ευκαιρία σ' αυτόν να κάνει μια πράξη αγάπης και στον τραυματισμένο να επωφεληθεί απ' αυτή. Όταν η καρδιά μας είναι ανοιχτή και γεμάτη αγάπη ο Θεός φροντίζει να φέρει στο δρόμο μας ανθρώπους που μπορούν να ωφεληθούν απ' αυτή. Εμείς μένει να φροντίσουμε να είμαστε πάντα συνδεμένοι με την πηγή της Αγάπης και πρόθυμοι να κάνουμε το θέλημα Του, όποιο κι αν είναι αυτό.
Δεν υπάρχει κίνδυνος προσφέροντας αγάπη σε άγνωστους ανθρώπους, να τη στερήσουμε από τους οικείους μας, επειδή η αγάπη όταν μοιράζεται γίνεται περισσότερη και δε λιγοστεύει. Χρειάζεται όμως διάκριση, επειδή η αγάπη μας μπορεί να περισσεύει με τη Χάρη του Θεού, αλλά ως άνθρωποι έχουμε περιορισμένες δυνατότητες, που πρέπει να μοιράζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη σκανδαλίζονται, εκείνοι που έχουν ανάγκη από αυτές.
Για παράδειγμα μια μητέρα δεν είναι σωστό να καθαρίσει το σπίτι της άρρωστης γειτόνισσάς της και ν' αφήσει το δικό της ακαθάριστο, ούτε να ταΐσει τους πεινασμένους της ενορίας της και ν' αφήσει το σύζυγο και τα παιδιά της νηστικούς. Η αληθινή αγάπη περιέχει και τη διάκριση και για όσα δεν προλαβαίνουμε ανθρωπίνως, υπάρχει πάντοτε η προσευχή και η εμπιστοσύνη στη Θεία Πρόνοια.
Labels:
πλησίον μας,
Χριστός
Subscribe to:
Posts (Atom)