Saturday, October 27, 2018

Τα πνευματικά δάκρυα ( Κάλλιστου Ware )

"Τα πνευματικά δάκρυα, όπως δείχνει το όνομά τους, είναι δώρο της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, και όχι απλώς αποτέλεσμα των δικών μας προσπαθειών, και συνδέονται στενά με την προσευχή μας.Τα πνευματικά δάκρυα μας οδηγούν στην καινούρια ζωή της Ανάστασης.

Τα πνευματικά δάκρυα, σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων, ανήκουν σε δύο κύριους τύπους.

Στο κατώτερο επίπεδο είναι πικρά στο υψηλότερο επίπεδο, είναι γλυκά. Στο κατώτερο επίπεδο αποτελούν μια μορφή εξαγνισμού. Στο ανώτερο είναι δάκρυα φωτισμού. Στο κατώτερο επίπεδο εκφράζουν συντριβή, λύπη για την αμαρτία, θλίψη για τον χωρισμό μας από τον Θεό - είναι δάκρυα του Αδάμ που θρηνεί έξω από τις πύλες του Παραδείσου. Στο ανώτερο επίπεδο εκφράζουν τη χαρά για την αγάπη του Θεού, την ευχαριστία για την αποκατάστασή μας στην υιοθεσία του Θεού που δεν αξίζουμε.

Παράδειγμα του κατώτερου επιπέδου είναι ο άσωτος υιός που βρίσκεται στην εξορία και θρηνεί για την χαμένη του πατρίδα παράδειγμα του ανώτερου επιπέδου είναι το κλάμα του ασώτου για τη χαρά της γιορτής στο σπίτι του πατέρα του. Στο κατώτερο επίπεδο είναι σαν «το αίμα που τρέχει από τις πληγές της ψυχής μας», όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Στο ανώτερο επίπεδο, δηλώνουν τις κεκαθαρμένες αισθήσεις και διαμορφώνουν μιαν όψη της καθολικής μεταμόρφωσης του ανθρώπινου προσώπου από την θεούσα Χάρη. "
Λυπούμενοι, αεί δε και χαίροντες.

(Από την ΕΝΤΟΣ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ του Κάλλιστου Ware)

Monday, October 22, 2018

Η Ελλάδα έχασε τον δρόμο της, αλλά μας αγαπά ο Θεός καί περιμένει την μετάνοιά μας



Ο Γέροντας Παΐσιος, αγαπούσε την Πατρίδα καί έλεγε: «Καί η Πατρίδα είναι μια μεγάλη οικογένεια». Δεν επεδίωκε το εθνικό μεγαλείο, την δόξα καί την ισχύ με την κοσμική έννοια, αλλά την ειρήνη, την πνευματική άνοδο και την ηθική ζωή των πολιτών, για να μας βοηθά και ο Θεός. Ούτε επιζητούσε την ασφάλεια για να απολαμβάνουν οι άνθρωποι τις ανέσεις τους.
Σέ κάποιον Έλληνα θερμό πατριώτη που ζούσε στην Αμερική καί προσπαθούσε να προβάλλει την Ελλάδα, συνέστησε ν’ αγωνισθεί για να αγιάσει καί υστέρα να προβάλλει σωστά καί πνευματικά και την Ελλάδα… 




Στά θέματα της Πατρίδος δεν ήθελε οι Χριστιανοί να είναι αδιάφοροι. Πολύ λυπόταν που έβλεπε πνευματικούς ανθρώπους να επιζητούν να βολευθούν οι ίδιοι και να μην ενδιαφέρονται για την Πατρίδα. Έλεγε: «Σέ μια εποχή που ο σατανάς οργιάζει καί οι άνθρωποί του οργανώνονται, οι Έλληνες βρίσκονται σε νάρκη. Τον εαυτό του μόνο κοιτάζει να βολέψει ο καθένας καί τίποτε περισσότερο. Καί ότι να τους κάνεις, όσο κι αν τους κουνήσεις, με τίποτε δεν ξυπνούν». Ο καημός του καί η απορία του ήταν πώς οι υπεύθυνοι δεν αντιλαμβάνονται που οδηγούμαστε. Ο ίδιος από παλαιά διέβλεπε την σημερινή κατάσταση καί ανησυχούσε, αλλά δεν διέσπειρε τις ανησυχίες του στον κόσμο. Έδινε ελπίδα καί αισιοδοξία. Έλεγε: «Από το κακό που επικρατεί σήμερα, θα βγει μεγάλο καλό…» 

Πονούσε για την πνευματική κατάπτωση των πολιτών. Έλεγε: «Η Ελλάδα έχασε τον δρόμο της. Η αμαρτία καί η ασωτία βασιλεύουν στους ανθρώπους, αλλά μας αγαπά ο Θεός καί περιμένει την μετάνοιά μας». Μιλούσε αυστηρά γι’ αυτούς που ψήφιζαν αντιχριστιανικούς νόμους. Λυπήθηκε για την αλλαγή της γλώσσας και είπε: «Η επόμενη γενεά θα φέρει Γερμανούς να μας μάθουν την γλώσσα μας, καί τα παιδιά μας θα μας φτύνουν»… 

Ο Γέροντας ήταν άνθρωπος της ειρήνης καί της ενότητος. Δεν άνηκε σε κανένα κόμμα. Ήταν υπεράνω κομμάτων. Απέρριπτε άθεα πολιτικά κόμματα καί πολιτικούς για την αθεΐα τους καί την πολεμική τους προς την Εκκλησία. Έλεγε: «Τί να το κάνω το δεξί ή το αριστερό χέρι, αν δεν κάνει σταυρό;», απορρίπτοντας έτσι τους άθεους πολιτικούς ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση… Ιδιαίτερα μιλούσε εναντίον της μασονίας. Στο Σινά τον επισκέφθηκε κάποιος από την Ελληνική Παροικία του Καΐρου συνοδευόμενος από Σιναΐτη ιερομόναχο. Ενώ συνομιλούσαν φιλικά, ο συνομιλητής ανέφερε ότι είναι μασόνος. Τότε απότομα ο ήρεμος Γέροντας εξανέστη και του είπε με αγανάκτηση: «Α, να χαθείς» καί αμέσως τον εγκατέλειψε και έφυγε. Ήθελε να δείξει με την συμπεριφορά του τον αποτροπιασμό του προς την μασονική ιδιότητα. 

Άλλος μασόνος τον επεσκέπτετο καί παρουσιαζόταν σαν γνωστός καί φίλος του. Όταν ο Γέροντας πληροφορήθηκε -καί αφού διασταύρωσε την πληροφορία ότι είναι μασόνος-, τον έλεγξε καί διέκοψε κάθε σχέση μαζί του…
Γενικώς συμβούλευε όλους να έχουν σεβασμό καί αγάπη προς την Πατρίδα, να ενεργούν για το κοινό καλό ευσυνείδητα καί να μην παρασύρονται από το γενικό πνεύμα της αδιαφορίας, της ισοπεδώσεως των πάντων, του βολέματος καί της καταχρήσεως. 

Κυρίως όμως ο Γέροντας βοήθησε την Πατρίδα αφανώς με την προσευχή του. Αυτό φαίνεται από το τυπικό που αναφέρθηκε, αλλά καί από το ποίημα πού έστειλε στην μητέρα του. Στό τέλος γράφει ότι γίνεται καλόγηρος για να προσεύχεται «καί για όλη την Πολιτεία». Έδινε πρώτος το παράδειγμα καί παρακινούσε, λέγοντας: «Να κάνουμε προσευχή ο Θεός να φωτίζει τους υπευθύνους που έχουν θέσεις μεγάλες στην Πολιτεία, γιατί αυτοί μπορούν να κάνουν μεγάλο καλό»… 

Κάποτε διηγήθηκε: «…Καθόμουν στο ξυλοκρέβατο στο Αρχονταρίκι καί έλεγα την ευχή. Ξαφνικά παρουσιάστηκε ο διάβολος με την μορφή του... (ανωτάτου πολιτικού προσώπου της εποχής εκείνης του οποίου απεδοκίμαζε ενέργειες καταστρεπτικές) και με απειλούσε. Αλλά δεν μπορούσε να πλησιάσει. Ήταν σαν δεμένος, κάτι τον κρατούσε και σφιγγόταν».
Το ίδιο βράδυ ο Γέροντας παρουσιάσθηκε σ’ έναν έγγαμο ιερέα στον ύπνο του. Του είπε αυστηρά: «Παπα... τι κοιμάσαι; Σήκω να κάνεις προσευχή, γιατί η Πατρίδα κινδυνεύει».
Την σωτηρία του Έθνους την περίμενε από τον Θεό. Έλεγε: «Αν ο Θεός άφηνε την τύχη του Έθνους στους πολιτικούς θα καταστρεφόμασταν. Αλλά αφήνει λίγο τα πράγματα για να φανούν οι διαθέσεις του καθενός».
Για τους πολιτικούς που έκαναν κακό στο Έθνος έλεγε: «Με αναπαυμένη συνείδηση παρακαλώ τον Θεό να τους δίνει μετάνοια και να τους παίρνει, για να μην κάνουν μεγαλύτερο κακό, και να αναστήσει Μακκαβαίους».
Πίστευε ότι ένας μοναχός μπορεί να βοηθήσει ολόκληρο το Έθνος. «Άλλον ο Θεός τον κάνει μοναχό για να βοηθήσει μια οικογένεια καί άλλον για να βοηθήσει ολόκληρο Έθνος. Το Άγιον Όρος πολλά μπορεί να προσφέρει. Μπορεί να δημιουργήσει πάλι το Βυζάντιο από το οποίο προήλθε». 

Από το βιβλίο: «Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου» του Ιερομονάχου Μωϋσή
http://agapienxristou.blogspot.com/2013/04/blog-post_9402.html

Thursday, October 18, 2018

Από την...ταβέρνα στο Μοναστήρι - Αληθινή Ιστορία


«...Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» (κατά Ματθαίον δ')


Έριξε μια γρήγορη, τελευταία ματιά στο χάρτη πριν ξεκινήσει. Ασυναίσθητα κοίταξε το αγιορείτικο κομποσχοίνι που κρεμόταν στον καθρέφτη του παρμπρίζ κι έκανε τον σταυρό του.

Μόλις είχε ξεκινήσει για μία ακόμα εξόρμηση, από αυτές που ονόμαζε «χαρούμενη εργασία». Ήταν φωτογράφος και, μετά από αρκετές αναβολές, αποφάσισε να πραγματοποιήσει ένα από τα μεγάλα του όνειρα: Να εκδώσει ένα βιβλίο με φωτογραφίες από τα σπουδαιότερα Μοναστήρια του ιδιαίτερου τόπου καταγωγής του, την Πελοπόννησο.

Έτσι λοιπόν, εδώ και λίγες εβδομάδες είχε δώσει σάρκα και οστά στο μεγαλεπήβολο αυτό σχέδιο. Οι δυσκολίες μεγάλες: Πολλά έξοδα, δύσκολη αναζήτηση πληροφοριών για ξεχασμένες Ιερές Μονές, ακόμα δυσκολότερη επικοινωνία με τους μοναχούς και πρόσβαση σε αυτά τα Προσκυνήματα που, παρότι ξεχασμένα από τους ανθρώπους, έστεκαν ακλόνητα εκεί, για να δοξολογούν τον Θεό.

Ήταν, με λίγα λόγια, μια «τρέλα» το όλο εγχείρημα. «Ποιος θ' ασχοληθεί με Μοναστήρια στην εποχή μας;», του έλεγαν διάφοροι «λογικοί». «Άλλη δουλειά δεν έχεις να κάνεις μ' αυτή την κρίση, παρά να τρέχεις να βρεις τους καλόγερους;», συμπλήρωναν άλλοι. Όμως αυτός, εκεί. Είχε μια παλαβή επιμονή πως τελικά θα τα καταφέρει, παρά τις αντιξοότητες.

Έτσι σκεφτόταν και τώρα, ενώ διέσχιζε την Εθνική Οδό στο ύψος των Μεγάρων, με κατεύθυνση την Ορεινή Κορινθία. Όλες τις δυσκολίες που αναφέρθηκαν, τις είχε υπόψη του. Έλα όμως που παρουσιάστηκε και μία ακόμα, που δεν είχε υπολογίσει! Η Νηστεία της Σαρακοστής, που αποφάσισε να τηρήσει φέτος για πρώτη φορά μετά από χρόνια, «δοκιμαστικά» όπως έλεγε δίνοντας κουράγιο στον εαυτό του, μην πιστεύοντας πως τελικά θα φτάσει μέχρι το Πάσχα νηστεύοντας.

Άλλο όμως είναι να νηστεύει κανείς στο σπίτι του κι άλλο όταν ταξιδεύει. Στη δεύτερη περίπτωση, οι δυσκολίες και οι πειρασμοί είναι απείρως περισσότεροι και παραμονεύουν σε κάθε...χιλιόμετρο. Έτσι και τώρα, «οδοιπόρος» καθώς ήταν - έστω και μέσα στην άνεση του αυτοκινήτου - δεν πίστευε πως θα καταφέρει να νηστέψει και σήμερα. Το είχε δεδομένο πως, όλο και σε κάποια ταβέρνα στα χωριουδάκια της Ορεινής Κορινθίας θα γευόταν τα φρέσκα κρεατικά, τις τοπικές νοστιμιές και άλλες λιχουδιές που είχε στερηθεί - αλλοίμονο! - για 5-6 μέρες...

Άλλωστε, είχε ήδη έτοιμη την δικαιολογία: Δεν μπορείς να δουλεύεις, να κάνεις εκατοντάδες χιλιόμετρα μέσα σε μία μόνο ημέρα και να μένεις νηστικός! Δεν το χωράει ούτε η νοοτροπία της σύγχρονης εποχής αυτό, ούτε το αντέχει το στομάχι! Καλά ήταν όσο νήστεψε μέχρι τώρα, του χρόνου πάλι και βλέπουμε...

Με αυτές τις σκέψεις, ούτε που κατάλαβε πότε πέρασε τον Ισθμό κι άρχισε σιγά - σιγά να ανηφορίζει προς τα ορεινά του Νομού Κορινθίας. Η φύση δεν ήταν ακόμα ανοιξιάτικη, παρότι βρισκόμασταν στις αρχές Απριλίου. Ο καιρός, του προκαλούσε ιδιαίτερο εκνευρισμό, καθώς δεν επιβεβαίωνε τις μετεωρολογικές προβλέψεις για ηλιοφάνεια και πυκνά, μαύρα σύννεφα έκαναν την εμφάνισή τους στο βάθος, εκεί στην οροσειρά που βρισκόταν το παλιό Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου.

Μετά από αλεπάλληλες στροφές και οδήγηση σε στενούς επαρχιακούς δρόμους, έφτασε στον προορισμό του. Ήταν εκνευρισμένος, γιατί η ώρα ήταν μία παρά και στις 1 η Μονή έκλεινε. Πότε θα προλάβαινε να βγάλει φωτογραφίες;

Στα γρήγορα έτρεξε και μπήκε μέσα. Στο Καθολικό με τις παλιές τοιχογραφίες, άρχισε να φωτογραφίζει βιαστικά. Ένας μοναχός τον καλωσόρισε. Ήξερε τον σκοπό της επίσκεψής του και τον εξυπηρέτησε σε ό,τι του ζήτησε: Ιστορικά στοιχεία, αδιάκριτες ερωτήσεις και συνεχείς φωτογραφίες, δεν πείραζαν το καλοκάθαγο γεροντάκι, το αντίθετο μάλιστα.

«Ελάτε να σας πάω στον Ηγούμενο», πρότεινε στο τέλος της περιήγησης.

Ο φωτογράφος δέχτηκε. Τον ανέβασαν μέσω μιας ξύλινης σκάλας - που ένιωθες πως θα σπάσει από τα πολλά τριξίματα - στον Γέροντα της Μονής, έναν πρόσχαρο και σεβάσμιο Ιερομόναχο. Έναν λεβεντόπαπα, από αυτούς που κρατάνε ακόμα ζωντανά τα Ιερά Προσκυνήματα αυτού του τόπου, παρά την εγκατάλειψη από τους ανθρώπους, ακόμα και τους «πιστούς Χριστιανούς».

Εκείνος τον καλοδέχτηκε. Ζήτησε να μάθει για τα βιβλία του και του έδειξε μερικές εκδόσεις της Μονής. Αμέσως προσφέρθηκε λουκουμάκι και κρύο νερό, παραδοσιακό μοναστηριακό κέρασμα. Η ώρα περνούσε και το στομάχι...διαμαρτυρόταν. Με αφέλεια αλλά και θράσος, ρώτησε έναν καλόγερο «αν ξέρει καμιά ταβέρνα εδώ γύρω».

«Ναι, βέβαια», απάντησε εκείνος γελώντας. «Θα την βρείτε ευθεία στα 20 μέτρα και δεξιά, στη δεύτερη πόρτα». Μέχρι ο φίλος μας να καταλάβει τι γινόταν, τον είχε αρπάξει από το μπράτσο ο Ηγούμενος, λέγοντάς του «ελάτε να φάτε μαζί μας, είναι καλύτερα από την ταβέρνα!»

Διστακτικά ακολούθησε. «Δεν είναι κακό να τσιμπήσω κάτι για ορεκτικό πριν τα κοψίδια», σκέφτηκε ο...κολλημένος με τα παϊδάκια και τα άλλα κρεατικά «οδοιπόρος». Θα έτρωγε λοιπόν κάτι «ψιλό» εδώ και μετά...γραμμή για την ταβέρνα!

Ο Γέροντας τον οδήγησε σ' ένα μικρό δωματιάκι με ένα τραπεζάκι και 4-5 καθίσματα γύρω. Δεν θύμιζε σε τίποτα τις ωραίες τράπεζες που έβλεπε στο Άγιον Όρος. Εδώ όλα ήταν τελείως λιτά, φτωχικά θά' λεγε κανείς.

Έκαναν προσευχή και κάθησαν στο τραπέζι. Παρατήρησε πως συνολικά 5 άτομα έπρεπε να φάνε, αλλά τι; Από μια μικρή κατσαρόλα ένας Δόκιμος έβαζε κάτι λαδερό στα πιάτα, σε μικρές μερίδες. Ήταν αρακάς με λάδι - «είστε τυχερός, γιατί ήρθατε Σάββατο που γίνεται κατάλυση ελαίου», τόνισε ο Ηγούμενος - σε ποσότητες που πιθανόν να έφταναν για κάποιο παιδάκι 5 ετών, αλλά όχι για πεινασμένους ενήλικες!

Το τραπέζι είχε στρωθεί. Με έκπληξη παρατήρησε πως η δική του μερίδα ήταν τουλάχιστον η διπλάσια, μπορεί και τριπλάσια, από αυτές των μοναχών! Πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο Γέροντας Γεννάδιος διαβάζοντας τη σκέψη του, τον έκοψε: «Έχετε δρόμο μπροστά σας, πρέπει να φάτε».

Το «μενού» περιελάμβανε, εκτός του αρακά, μαύρο ψωμί, άγρια χόρτα με απίστευτη πικράδα που δεν έφευγε με κανέναν τρόπο και υπολείμματα ταραμοσαλάτας που είχαν μείνει σ' ένα μικρό μπολ. Μάταια αναζήτησε ο επισκέπτης λίγο τυρί ή έστω κανονικό, άσπρο ψωμάκι, μιας και αυτό της ολικής άλεσης ήταν πικρό, περίπου όπως τα χόρτα.

Ξεκινώντας ανόρεχτα να φάει, ούτε που κατάλαβε πότε πέρασε μισή ώρα στο τραπέζι. Ο Γέροντας ελάχιστα είχε ακουμπήσει το φαγητό του, αφού έλεγε ιστορίες της Μονής από τα παλιά, τις οποίες διάνθιζε με συμβουλές για τη νηστεία, την εγκράτεια και την ταπείνωση.

Έτσι, όταν το γεύμα αυτό τελείωσε, οι σκέψεις της ταβέρνας και των κρεατικών είχαν απομακρυνθεί ολότελα από τον κακομαθημένο προσκυνητή. Τόση ώρα, είχε χορτάσει όχι βέβαια με τον παραβρασμένο αρακά και τις άγριες βρούβες, αλλά με τα λόγια του Γέροντα που δημιουργούσαν μια κατανυκτική ατμόσφαιρα, ακόμα και την ώρα του φαγητού!


Ολόκληρη η διάθεσή του είχε αλλάξει. Σκέφτηκε πόσο γελοία ήταν όσα υπολόγιζε πριν για ταβέρνες και...κοψίδια. Ο παπα - Γεννάδιος, βλέποντάς τον σκεφτικό, τον προσκάλεσε για καφεδάκι στον εξώστη της Μονής, που έβλεπε στην όμορφη λιμνούλα που βρισκόταν από κάτω.

Η ώρα περνούσε και ο επισκέπτης δεν χόρταινε να ακούει τα πνευματικά θησαυρίσματα της σοφίας του Γέροντα. Έπρεπε όμως να βγάλει ακόμα μερικές φωτογραφίες και να κατέβει και στη λίμνη, όπου βρισκόταν το «Παλαιομονάστηρο», δηλαδή ένα εκκλησάκι που εγκαταλείφθηκε παλιά από τους μοναχούς προκειμένου να αναζητήσουν ασφαλέστερο καταφύγιο ψηλότερα.

Ζήτησε επιπλέον πληροφορίες, ασπάστηκε το αγιασμένο χέρι του Γέροντα και αποχαιρέτησε τους μοναχούς που τον είχαν φιλοξενήσει εγκάρδια και αβραμιαία, με την υπόσχεση κάποια στιγμή να επιστρέψει και να τους ξαναδεί.

Η διάθεσή του ήταν ευχάριστη και ούτε ο θόρυβος των δεκάδων προσκυνητών που ήρθαν εκείνη την ώρα με πούλμαν την μετέβαλε. Κατηφόρησε προς τη λίμνη, όπου διάφοροι ντόπιοι πουλούσαν τα προϊόντα τους. «Κύριε, θέλετε να δοκιμάστε την γραβιέρα μας; Ορίστε, πάρτε και το παξιμάδι μαζί, δικά μας είναι όλα!», του είπε ένας νεαρός. Εκείνος, πήρε μόνο το παξιμάδι που όντως ήταν πεντανόστιμο.

Η φωτογραφική εργασία και στο παλιό εκκλησάκι είχε ολοκληρωθεί. Ήταν αργά το μεσημέρι, όταν ο ιδιότροπος προσκυνητής - φωτογράφος αποφάσισε πως έφτασε η ώρα του γυρισμού στην Αθήνα. Μάλιστα, θα ακολουθούσε άλλη διαδρομή, λίγο πιο μακρινή, για να θαυμάσει από κοντά και μια εκκλησιά με 17 τρούλους, όπως του είχαν πει οι καλόγεροι του Αγίου Γεωργίου.

Ξεκίνησε πάλι να οδηγεί. Περνώντας από τα διάφορα ορεινά χωριουδάκια, οι μυρωδιές των φρεσκοψημένων κρεατικών του προκαλούσαν όχι πείνα, όπως θα περίμενε, αλλά ένα μειδίαμα αυτοσαρκασμού, ίσως και απογοήτευσης, για την αξία που είχε δώσει πρωτύτερα σε αυτά.

Ευτυχώς, τέλειωσε τις φωτογραφικές του περιπέτειες πριν ξεκινήσει να ψιλοβρέχει. Βρισκόταν τώρα στον δρόμο του γυρισμού, με χίλιες σκέψεις να κατακλύζουν το μυαλό του. Θυμήθηκε τη γκρίνια του, την απροθυμία να νηστεύσει, την έτοιμη δικαιολογία του «οδοιπόρου» που είχε για να κάνει κατάλυση κρέατος. Με νοσταλγία ξανάζησε, έστω νοερά, την ζεστή φιλοξενία στον Άγιο Γεώργιο και - αν είναι δυνατόν! - χάρηκε με τη σκέψη πως από το πρωί ως τώρα το βράδυ, είχε φάει μονάχα ένα πιάτο αρακά και άγρια χόρτα.

Ένιωσε μια περίεργη γαλήνη και αισθάνθηκε πληρότητα μέσα του. Όχι στο στομάχι, που ακολουθεί πάντα τους δικούς του...ρυθμούς, αλλά στην ψυχή του. Μάλλον ήταν αυτό το «Ουκ επ' άρτω μόνο ζήσεται άνθρωπος», που του είχε πει ο παπα - Γεννάδιος αποχαιρετώντας τον. Σοφές κουβέντες, από το στόμα του ίδιου του Χριστού...

Τόσο ευχαριστημένος ήταν, που αποφάσισε να κρατήσει τη νηστεία μέχρι το Πάσχα. Και τα κατάφερε με ευκολία! Περισσότερο δύσκολη υπόθεση ήταν η έκδοση του βιβλίου του, που όμως κι αυτή - συν Θεώ - πραγματοποιήθηκε.

Έτσι, ένα χρόνο μετά, τέτοιες ημέρες στην αρχή της νηστείας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, θυμήθηκε αυτό το περιστατικό στο παλιό Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, στο Φενεό Κορινθίας. Κι αποφάσισε να γράψει δυο λόγια για το μεγάλο μάθημα που πήρε τότε...
http://agiameteora.net

Tuesday, October 9, 2018

Το Σήμερα είναι ένα δώρο


Μια ιστορία που θέλει ένα λεπτό για να την διαβάσετε και να αλλάξετε τον τρόπο σκέψης σας.

Δύο άνδρες , και οι δύο σοβαρά άρρωστοι, έμεναν στο ίδιο δωμάτιο ενός νοσοκομείου .Του ενός άνδρα του επιτρεπόταν να σηκώνεται όρθιος στο κρεβάτι του για μία ώρα κάθε απόγευμα για να κατέβουν τα υγρά από τα πνευμόνια του .

Το κρεβάτι του βρισκόταν δίπλα στο μοναδικό παράθυρο του δωματίου . Ο άλλος άνδρας έπρεπε να περνάει όλη την ώρα του ξαπλωμένος .Οι άνδρες μιλούσαν για ώρες. Μιλούσαν για τις γυναίκες και τις οικογένειές τους,τα σπίτια , τις δουλειές τους , τη συμμετοχή τους στη στρατιωτική θητεία , πού ήταν σε διακοπές.

Κάθε απόγευμα , όταν ο άνδρας στο κρεβάτι με το παράθυρο μπορούσε να σηκωθεί , περνούσε την ώρα του περιγράφοντας στον συγκάτοικό του όλα τα πράγματα που έβλεπε έξω από το παράθυρο.Ο άνδρας στο άλλο κρεβάτι άρχιζε να ζει για αυτές τις περιόδους μίας ώρας όπου ο κόσμος του διευρυνόταν και ζωντάνευε με όλη τη δραστηριότητα και το χρώμα από τον κόσμο εκεί έξω.

Το παράθυρο έβλεπε σε ένα πάρκο με μια όμορφη λίμνη. Πάπιες και κύκνοι έπαιζαν στα νερά ενώ παιδιά αρμένιζαν τα καραβάκια τους. Ερωτευμένοι νέοι περπατούσαν χέρι-χέρι ανάμεσα σε κάθε χρώματος λουλούδια και μια ωραία θέα του ορίζοντα της πόλης μπορούσε να ιδωθεί στο βάθος. Καθώς ο άνδρας στο παράθυρο περιέγραφε όλα αυτά με θεσπέσια λεπτομέρεια , ο άνδρας στο άλλο μέρος του δωματίου έκλεινε τα μάτια του και φανταζόταν αυτό το γραφικό σκηνικό. Ένα ζεστό απόγευμα , ο άνδρας στο παράθυρο περιέγραψε μία παρέλαση που περνούσε…

Αν και ο άλλος άνδρας δεν μπορούσε να ακούσει τη φιλαρμονική – μπορούσε να τη δει στο μάτι του μυαλού του καθώς ο κύριος δίπλα στο παράθυρο το απεικόνιζε με παραστατικές λέξεις.


Μέρες , βδομάδες και μήνες πέρασαν . Ένα πρωί , η πρωινή νοσοκόμα ήρθε να τους φέρει νερό για το μπάνιο τους και είδε το άψυχο σώμα του άνδρα δίπλα στο παράθυρο , ο οποίος είχε πεθάνει ειρηνικά στον ύπνο του. Ξαφνιάστηκε και κάλεσε τους θεράποντες ιατρούς να πάρουν το νεκρό σώμα .

Μόλις θεωρήθηκε πρέπον, ο άλλος άνδρας ρώτησε αν θα μπορούσε να μεταφερθεί δίπλα στο παράθυρο . Η νοσοκόμα ευχαρίστως έκανε την αλλαγή , και αφού σιγουρεύτηκε ότι ο άνδρας αισθανόταν άνετα, τον άφησε μόνο .

Σιγά, επώδυνα , στήριξε τον εαυτό του στον ένα του αγκώνα για να δει για πρώτη φορά του τον έξω κόσμο . Πάσχισε να γείρει να δει έξω από το παράθυρο δίπλα στο κρεβάτι. Αντίκρισε ένα λευκό τοίχο .

Ο άνδρας ρώτησε τη νοσοκόμα τι θα μπορούσε να κάνει το συχωρεμένο συγκάτοικό του να περιγράφει τόσο έξοχα πράγματα έξω από το παράθυρο. Η νοσοκόμα αποκρίθηκε πως ο άνδρας ήταν τυφλός και δεν μπορούσε να δει ούτε τον τοίχο. Είπε , “ Ίσως ήθελε απλώς να σου δώσει θάρρος . “

Επίλογος : Υπάρχει τεράστια ευτυχία στο να κάνεις τους άλλους ευτυχισμένους , παρά τη δική μας κατάσταση. Η μοιρασμένη λύπη είναι μισή λύπη , αλλά η ευτυχία όταν μοιράζεται, διπλασιάζεται. Αν θέλεις να νιώσεις πλούσιος , απλώς μέτρησε όλα τα πράγματα που έχεις που τα χρήματα δεν μπορούν να αγοράσουν .

Το Σήμερα είναι ένα δώρο.

https://agapienxristou.blogspot.com

Saturday, October 6, 2018

Ο Άγιος Παΐσιος για τις προγαμιαίες σχέσεις.

Ήρθαν δύο-τρεις φοιτήτριες σήμερα και μου είπαν: «Γέροντα, κάντε προσευχή να περάσουμε στις εξετάσεις» και εγώ τις είπα: «Θα προσευχηθώ να περάσετε τις εξετάσεις της αγνότητας.

Αυτό είναι το πιο βασικό. Όλα τα άλλα βολεύονται μετά». Καλά δεν τις είπα; Ναι, είναι μεγάλο πράγμα να βλέπεις στα πρόσωπα των νέων σήμερα τη σεμνότητα, την αγνότητα! Πολύ μεγάλο πράγμα!

Έρχονται μερικές κοπέλες οι καημένες τραυματισμένες. Ζουν άτακτα με νέους, δεν καταλαβαίνουν πως ο σκοπός τους δεν είναι καθαρός και σακατεύονται. «Τι να κάνω, πάτερ;» με ρωτούν. «Ο ταβερνιάρης, τις λέω, έχει φίλο τον μπεκρή, αλλά γαμπρό δεν τον κάνει στην κόρη του». Να σταματήσετε τις σχέσεις. Αν σας αγαπούν πραγματικά, θα το εκτιμήσουν. Αν σας αφήσουν, σημαίνει ότι δεν σας αγαπούν και θα κερδίσετε χρόνο».

Ο πονηρός εκμεταλλεύεται τη νεανική ηλικία, που έχει επιπλέον και τη σαρκική επανάσταση και προσπαθεί να καταστρέψει τα παιδιά στη δύσκολη αυτή περίοδο που περνούν. Το μυαλό είναι ανώριμο ακόμα, υπάρχει απειρία μεγάλη και απόθεμα πνευματικό καθόλου. Γι’ αυτό ο νέος πρέπει πάντα να αισθάνεται ως ανάγκη τις συμβουλές των μεγαλυτέρων σ’ αυτή την κρίσιμη ηλικία, για να μη γλιστρήσει στο γλυκό κατήφορο της κοσμικής λεωφόρου, που στη συνέχεια γεμίζει την ψυχή από άγχος και την απομακρύνει αιώνια από τον Θεό.

Καταλαβαίνω ότι ένα φυσιολογικό παιδί, στη νεανική ηλικία, δεν είναι εύκολο να βρίσκεται σε τέτοια πνευματική κατάσταση, ώστε να κάνει διάκριση· «ουκ ένι άρσεν και θήλυ». Γι’ αυτό και οι πνευματικοί πατέρες συνιστούν να μην κάνουν συντροφιά τα αγόρια με τα κορίτσια, όσο και πνευματικά κι αν είναι, γιατί η ηλικία είναι τέτοια που δε βοηθάει και ο πειρασμός εκμεταλλεύεται τη νεότητα. Γι’ αυτό συμφερότερο είναι ο νέος θα θεωρηθεί ακόμα και κουτός από τα κορίτσια (ή η νέα από τα αγόρια) για την πνευματική του φρονιμάδα και αγνότητα και να σηκώνει και αυτόν το βαρύ σταυρό. Γιατί αυτός ο βαρύς σταυρός κρύβει όλη τη δύναμη και τη σοφία του Θεού και τότε ο νέος θα είναι πιο δυνατός από τον Σαμψών και πιο σοφός από το σοφό Σολομώντα.

Καλύτερα είναι, όταν βαδίζει, να προσεύχεται και να μην κοιτά δεξιά και αριστερά, ακόμα και αν πρόκειται να παρεξηγηθεί από συγγενικά πρόσωπα, γιατί δήθεν τους περιφρόνησε και δεν τους μίλησε, παρά να περιεργάζεται και να βλάπτεται και να παρεξηγηθεί ακόμα από τους κοσμικούς ανθρώπους που σκέφτονται πονηρά. Χίλιες φορές καλύτερα να φεύγει σαν το αγρίμι από τους ανθρώπους μετά τον εκκλησιασμό για να διατηρήσει την πνευματική του φροντίδα και ό,τι απεκόμισε από τον εκκλησιασμό, παρά να κάθεται και να χαζεύει στις γούνες (ή στις γραβάτες η νέα) και να αγριέψει πνευματικά από το γρατσούνισμα που θα του κάνει ο εχθρός στην καρδιά.

Είναι αλήθεια ότι ο κόσμος δυστυχώς έχει σαπίσει και, απ’ όπου κι αν περάσει μια ψυχή που θέλει να διατηρηθεί αγνή, θα λερωθεί. Με τη διαφορά όμως ότι ο Θεός δεν θα ζητήσει τα ίδια με αυτά που θα ζητούσε την παλιά εποχή από ένα Χριστιανό που ήθελε να διατηρηθεί αγνός. Χρειάζεται ψυχραιμία, και ο νέος να κάνει ό,τι μπορεί. Να αγωνισθεί, για να αποφεύγει τα αίτια, και ο Χριστός μας θα βοηθήσει από εκεί και πέρα. Ο θείος έρωτας, αν φουντώσει στην ψυχή του, είναι τόσο πολύ θερμός που έχει τη δύναμη να καίει κάθε άλλη επιθυμία και κάθε άσχημη εικόνα. Όταν ανάψει αυτή η φωτιά, τότε αισθάνεται και τις θείες εκείνες ηδονές, που δεν μπορεί κανείς να τις συγκρίνει με καμιά άλλη ηδονή.

Όταν γευτεί το ουράνιο εκείνο μάννα, δεν θα του κάνουν καμιά εντύπωση πλέον τα άγρια ξυλοκέρατα. Γι’ αυτό πρέπει να πιάσει γερά το τιμόνι και να κάνει το σταυρό του και να μη φοβάται. Μετά από τον μικρό του αγώνα θα λάβει και την ουράνια τροφή. Την ώρα του πειρασμού θέλει παλληκαριά, και ο Θεός θαυματουργικά θα βοηθήσει.

Μου είχε διηγηθεί ο Γέρο-Αυγουστίνος: Είχε πάει σαν αρχάριος σε ένα Μοναστήρι στην Ρωσία, στην πατρίδα του. Εκεί ήταν όλοι σχεδόν γεροντάκια και έστειλαν αυτόν ως διακονητή, για να βοηθάει έναν υπάλληλο της Μονής στο ψάρεμα, γιατί η Μονή συντηρείτο από την αλιεία. Μια μέρα λοιπόν ήρθε η κόρη του υπαλλήλου και είπε στον πατέρα της να πάει γρήγορα στο σπίτι για μια επείγουσα δουλειά και κάθησε εκείνη να βοηθήσει. Ο πειρασμός όμως την είχε κυριεύσει την ταλαίπωρη και, χωρίς να σκεφθεί, όρμισε επάνω στον δόκιμο με αμαρτωλές διαθέσεις. Εκείνη την στιγμή τα έχασε ο Αντώνιος –αυτό ήταν το κατά κόσμον όνομά του-, γιατί ήταν ξαφνικό.

Έκανε τον σταυρό του και είπε: «Χριστέ μου, καλύτερα να πνιγώ παρά να αμαρτήσω» και πετάχτηκε από την όχθη μέσα στο βαθύ ποτάμι! Αλλά ο Καλός Θεός βλέποντας τον μεγάλο ηρωισμό του αγνού νέου, που ενήργησε σαν νέος Άγιος Μαρτινιανός, για να διατηρηθεί αγνός, τον κράτησε επάνω στο νερό, χωρίς καν να βραχεί! «Ενώ πετάχθηκα, μου έλεγε, με το κεφάλι κάτω, δεν κατάλαβα πώς βρέθηκα όρθιος επάνω στο νερό, χωρίς να βραχούν ούτε τα ρούχα μου!».

Εκείνη την στιγμή ένιωσε και μια εσωτερική γαλήνη με μια ανέκφραστη γλυκύτητα, που εξαφάνισε τελείως κάθε λογισμό αμαρτωλό και κάθε ερεθισμό σαρκικό, που του είχε δημιουργήσει προηγουμένως με τις άσεμνες χειρονομίες της η κοπέλα. Όταν είδε μετά η κοπέλα επάνω στο νερό όρθιο τον Αντώνιο, άρχισε να κλαίει μετανοιωμένη για το σφάλμα της και συγκινημένη για το μεγάλο αυτό θαύμα.

Παλιά με τι θυσίες κρατούσαν την αγνότητά τους οι κοπέλες! Θυμάμαι, στον πόλεμο είχαν αγγαρέψει μερικούς χωρικούς με τα ζώα τους και είχαν αποκλεισθεί σε ένα ύψωμα από τα χιόνια. Οι κάτω από τα χιονισμένα έλατα έκαναν κάτι υπόστεγα με κλωνάρια από έλατα, για να προφυλαχθούν από το κρύο. Οι γυναίκες πάλι αναγκάσθηκαν να προστατευθούν από συγχωριανούς, γνωστούς ανθρώπους. Μια κοπέλα και μια γριά ήταν από κάποιο μακρινό χωριό και αναγκάσθηκαν και αυτές να μπουν σε ένα από αυτά τα ελάτινα υπόστεγα. Αλλά δυστυχώς υπάρχουν μερικοί άπιστοι και δειλοί. Οι οποίοι δεν συγκλονίζονται ακόμη και εν καιρώ πολέμου. Δεν πονάνε για τους διπλανούς τους που τραυματίζονται ή σκοτώνονται, αλλά, εάν βρουν ευκαιρία, επιδιώκουν ακόμη και να αμαρτήσουν, γιατί φοβούνται μήπως σκοτωθούν και δεν προλάβουν να γλεντήσουν, ενώ έπρεπε, τουλάχιστον εν ώρα κινδύνου, να μετανοήσουν.

Ένας σαν και αυτούς που εν καιρώ πολέμου, όπως ανέφερα, δεν σκέφτονται να μετανοήσουν, αλλά να αμαρτήσουν, ενοχλούσε την κοπέλα τόσο άσχημα που αναγκάσθηκε να φύγει. Προτίμησε να ξυλιάσει, ακόμη και να πεθάνει έξω στα χιόνια, παρά να χάση την τιμή της. Βλέποντας η καημένη η γριά ότι έφυγε η κοπέλα, ακολούθησε και αυτή τα ίχνη της και την βρήκε τριάντα λεπτά μακριά, κάτω από ένα μικρό υπόστεγο ενός εξωκκλησιού του Τιμίου Προδρόμου. Ο Τίμιος Πρόδρομος ενδιαφέρθηκε για την τίμια κοπέλα και την οδήγησε στο εξωκκλησάκι του που η κοπέλα ούτε καν το ήξερε. Και στην συνέχεια τι έκανε ο Τίμιος Πρόδρομος!

Παρουσιάσθηκε σ΄ έναν στρατιώτη (9), στον ύπνο του, και του είπε να πάει στο εξωκκλήσι του το συντομώτερο. Σηκώνεται λοιπόν ο στρατιώτης και ξεκινάει μέσα στην φωτισμένη νύχτα από τα χιόνια και πάει στο εξωκκλήσι, ήξερε περίπου που είναι. Τι να δη όμως! Μια γριά και μια κοπέλα καρφωμένες μέσα στο χιόνι μέχρι τα γόνατα, μελανιασμένες και ξυλιασμένες από το κρύο. Άνοιξε αμέσως το εκκλησάκι, μπήκαν μέσα και συνήλθαν κάπως. Δεν είχε τίποτε άλλο να τους προσφέρει ο στρατιώτης παρά το κασκόλ του στην γριά και από ένα γάντι στην καθεμία και τις είπε να το αλλάζουν τα χέρια. Του διηγήθηκαν μετά τον πειρασμό που συνάντησαν. «Καλά, λέει στην κοπέλα ο στρατιώτης, πώς αποφάσισες να φύγεις νύχτα, μέσα στα χιόνια και σε άγνωστο μέρος;»

Και εκείνη απάντησε: «Εγώ μόνον αυτό μπορούσα να κάνω και πίστευα ότι ο Χριστός θα με βοηθούσε από εκεί και πέρα». Τότε ο στρατιώτης τελείως αυθόρμητα, από πόνο και όχι απλώς για να τις παρηγορήσει, λέει: «Τελείωσαν πια τα βάσανά σας. Αύριο θα είσθε στα σπίτια σας». Με τα λόγια αυτά χάρηκαν πολύ και ζεστάθηκαν περισσότερο. Και πράγματι, ξεκίνησαν τα Λ.Ο.Μ., άνοιξαν τον δρόμο και την άλλη μέρα το πρωί τα στρατιωτικά μεταγωγικά ήταν εκεί, και οι καημένες πήγαν στα σπίτια τους. Τέτοιες Ελληνοπούλες που είναι ντυμένες και με θεία Χάρη –και όχι οι απογυμνωμένες και από θεία Χάρη- πρέπει να θαυμάζονται και να επαινούνται.

Τα καημένα τα παιδιά τα καταστρέφουν σήμερα με θεωρίες διάφορες.

Γι’ αυτό είναι αναστατωμένα, ζαλισμένα. Άλλο θέλει να κάνη το παιδί, άλλο κάνει. Αλλού θέλει να πάει, αλλού το πάει το ρεύμα της εποχής. Μεγάλη προπαγάνδα γίνεται από σκοτεινές δυνάμεις που κατευθύνουν όσα παιδιά δεν τους κόβει πολύ το μυαλό.

Στα σχολεία μερικοί δάσκαλοι λένε: «Για να έχετε πρωτοβουλία, να μη σέβεστε, να μην υποτάσσεστε στους γονείς», και τα αχρηστεύουν.

Μετά τα παιδιά δεν ακούνε ούτε γονείς ούτε δασκάλους. Και είναι δικαιολογημένα, γιατί νομίζουν πως έτσι πρέπει να κάνουν. Τα υποστηρίζει και το κράτος, τα κανοναρχούν, τα εκμεταλλεύονται και οι άλλοι που δεν νοιάζονται ούτε για Πατρίδα ούτε για οικογένεια ούτε για τίποτε, για να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους.

Ε, αυτό λίγο-πολύ έχει κάνει πολύ κακό στην νεολαία σήμερα, πάρα πολύ κακό, μέχρι που καταλήγουν τα παιδιά να έχουν αρχηγό τον διάβολο. Φοβερό! Τι σας δίνει και τι σας παίρνει, κακόμοιρα παιδιά!

Μικρά παιδιά αγριεμένα, με τους καφέδες, με τα τσιγάρα… Πού να δεις βλέμμα λαμπερό, Χάρη Θεού στο πρόσωπό τους!

Δεν είναι ελευθερία όταν πούμε στους νέους ότι όλα επιτρέπονται έλεγε ο π. Παίσιος. Για να προκόψει κανείς πρέπει να δυσκολευθεί. Έχουμε ένα δενδράκι. Το περιποιούμαστε, του βάζουμε πάσσαλο και το δένουμε με σχοινί. Δεν το δένουμε όμως με σύρμα, γιατί θα του κάνουμε κακό. Με τους τρόπους αυτούς δεν περιορίζουμε το δενδράκι; Και όμως δεν γίνεται αλλιώς. Για κοιτάξτε και το παιδάκι. Του περιορίζουμε την ελευθερία από την αρχή. Μόλις συλλαμβάνεται είναι περιορισμένο το κακόμοιρο στην κοιλιά της μητέρας· μένει εκεί εννιά μήνες. Μόλις αρχίζει να μεγαλώνει του βάζουν κάγκελα. Όλα αυτά φαίνονται ότι του στερούν την ελευθερία, αλλά δίχως αυτά τα προστατευτικά μέτρα το παιδί θα πέθαινε από την πρώτη στιγμή.

Μια φορά είχε έρθει στο καλύβι ένα νέο παιδί απελπισμένο, γιατί έπεφτε σε σαρκική αμαρτία και δεν μπορούσε να απαλλαγεί από αυτό το πάθος. Είχε πάει σε δύο πνευματικούς που προσπάθησαν με αυστηρό τρόπο να το βοηθήσουν να καταλάβει ότι είναι βαρύ αυτό που κάνει. Το παιδί απελπίστηκε. «Αφού ξέρω ότι αυτό που κάνω είναι αμαρτία, είπε, και δεν μπορώ να σταματήσω να το κάνω και να διορθωθώ, θα κόψω κάθε σχέση μου με τον Θεό». Όταν άκουσα το πρόβλημά του, το πόνεσα το καημένο και του είπα: «Κοίταξε, ευλογημένο, ποτέ να μην ξεκινάς τον αγώνα σου απ’ αυτά που δεν μπορείς να κάνεις, αλλά από αυτά που μπορείς να κάνεις. Για να δούμε τι μπορείς να κάνεις και να αρχίσεις από αυτά.

Μπορείς να εκκλησιάζεσαι κάθε Κυριακή;». «Μπορώ», μου λέει. 
«Μπορείς να νηστεύεις κάθε Τετάρτη και Παρασκευή;». «Μπορώ». 
«Μπορείς να δίνεις ελεημοσύνη το ένα δέκατο απ’ το μισθό σου ή να επισκέπτεσαι αρρώστους και να τους βοηθάς;». «Μπορώ». 
«Μπορείς να προσεύχεσαι κάθε βράδυ, έστω και αν αμάρτησες και να λες: «Θεέ μου, σώσε την ψυχή μου;». «Θα το κάνω γέροντα» μου λέει. «Άρχισε, λοιπόν, του λέω, από σήμερα να κάνεις όλα αυτά που μπορείς και ο Παντοδύναμος Θεός θα κάνει το ένα που δεν μπορείς». Το καημένο ηρέμησε και συνέχεια έλεγε: «Σ’ ευχαριστώ, πάτερ». Είχε, βλέπεις, φιλότιμο και ο Καλός Θεός το βοήθησε.

(Απόσπασμα από το βιβλίο του πατερ. Γεωργίου Καλπούζου «Έφηβοι και προγαμιαίες σχέσεις», σελ. 60-67).