Ἕνας ἀδελφὸς ἠρώτησε τὸν Ἀββᾶν Ἀρσένιον:
-Πάτερ μου,σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ εἴπης πῶς ἐπιτυγχάνεται ὁ σύνδεσμος τῶν πονηρῶν πνευμάτων μὲ τὴν ψυχήν,χωρὶς νὰ γίνεται ἀντιληπτός,καὶ πῶς τὰ πονηρὰ πνεύματα κατορθώνουν νὰ συνομιλοῦν μὲ τὴν ψυχήν,χωρὶς νὰ τὸ ἀντιλαμβάνεται ,καὶ νὰ συνδέωνται μαζί της καὶ νὰ ἐπιβάλλουν σὲ αὐτὴ τὰ θελήματά των ;Ἐπίσης σε παρακαλῶ,νὰ μοῦ ἐξηγήσης ποία ἡ σχέσις τῆς διανοίας μὲ τὰ πονηρὰ αὐτὰ πνεύματα,διότι εἶναι γνωστόν,ὅτι χωρὶς τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ δὲν δύναται ἡ διάνοια νὰ ξεχωρίση ποῖον εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐπιβουλῆς τῶν πονηρῶν πνευμάτων καὶ τί προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐλευθέραν πρόθεσίν μας.
2. Ὁ Ἀββᾶς Ἀρσένιος ἀπήντησε ὡς ἐξῆς: Δὲν εἶναι περιέργον και ἀξιοθαύμαστον ,ἐὰν ἕνα πνεῦμα επικοινωνῆ μὲ ἕνα ἄλλο,χωρὶς νὰ γίνεται ἀπὸ ἡμᾶς ἀντιληπτὴ ἡ ἐπικοινωνία αυτή, οὔτε καὶ πῶς τὸ πνεῦμα αυτό,κατὰ τρόπον ἀόρατον, πλησιάζει τὴν ψυχὴν καὶ τῆς ψιθυρίζει τὰ προκαλοῦντα ἡδονήν,τοῦτο συμβαίνει,διότι μεταξὺ τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ τῆς ψυχῆς,ὑπάρχει μία ὁμοιότης καὶ συγγένεια,καθ΄ὅσον ἀφορᾶ τὸ νοερὸν καὶ λογικὸν καὶ οἱ ἴδιοι ὅροι ὑπάρξεως μεταξὺ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς νοερᾶς οὐσίας τῶν πνευμάτων ἐκεῖνων ,δι’αὐτὸ καὶ δύνανται νὰ ἐπικοινωνῶσι μεταξύ των διὰ τῶν λογισμῶν.
3.Ἐκτὸς τῆς ἐπικοινωνίας αὐτῆς τῶν λογισμῶν ,δὲν δύναται νὰ νοηθῆ ἄλλης μορφής επικοινωνία,ὡς ἔξαφνα,τῆς κατ’οὐσίαν παρουσίας ἑνὸς πνεύματος εἰς τὴν ὕπαρξιν του ἑτέρου,διότι αὐτὸ μόνον εἰς τὴν Θεότητα εἶναι δυνατόν,ἡ ὁποία εἶναι τελείως ἀσώματη καὶ ἀπλῆ κατὰ τὴν φύσιν καὶ ὡς ἐκ τούτου δύναται νὰ ὑπάρχη εἰς πᾶσαν νοερὰν φύσιν,διαπερῶσα αὐτὴν δι’ὅλης τῆς ὑποστάσεως καὶ οὐσίας καὶ περιλαμβάνουσα ὅλα τὰ ἀφανῆ αὐτῆς μέλη,διερευνῶσα αυτά, διότι μόνον ἡ Θεότης εἶναι κατ΄ἀλήθειαν ἀπλῆ καὶ ἀσώματος.
4.Διότι ἄν καὶ λέγωμεν ,ὅτι ὑπάρχουν πνευματικαὶ φύσεις, ὡς οἱ Ἄγγελοι, οἱ δαίμονες καὶ αὐτή, ὁμοίως, ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου,ἐν τούτοις δὲν δυνάμεθα νὰ τὰς θεωρήσωμεν τελείως ἀσώματους,καὶ αὐταὶ ἔχουν σῶμα,τελείως βεβαίως διάφορον καὶ λεπτότερον τοῦ ἡμετέρου,ὅπως λέγει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παύλος,«Σώματα ἐπουράνια καὶ Σώματα ἐπίγεια»(Α’Κορ. ,ιε’ 40) Καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς Ἀπόστολος λέγει «σπείρεται σῶμα ψυχικόν,ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν»(Αὐτόθι 44)
5.Ἐξ’ὅλων αὐτῶν συμπεραίνομεν, ὅτι οὐδεμία νοερὰ φύσις,οὐδὲν πνεῦμα εἶναι τελείως ἀσώματον,παρὰ μόνον ὁ Θεός. Μόνον λοιπὸν ὁ Θεὸς δύναται νὰ ἐρευνᾶ τὰ κρύφια καὶ νὰ διέρχεται τὰ βάθη τῶν καρδιῶν καὶ νὰ γνωρίζη ὅλας τὰς νοερὰς οὐσίας.Μόνο ὁ Θεὸς δύναται ὅλος νὰ ὑπάρχη παντοῦ καὶ εἰς ὅλα τὰ ὄντα.Δι’αὐτὸ καὶ μόνο ὁ Θεὸς δύναται νὰ γνωρίζη τὰς σκέψεις καὶ τὰ διανοήματα τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ βλέπη ἐπακριβῶς τὰς κινήσεις τῆς διανοίας,συμφώνως καὶ μὲ αὐτὰ,ποὺ λέγει ὁ Απόστολος:
«Ζῶν γὰρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν διστόμου,καὶ διικνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς καὶ πνεύματος ,ἀρμῶν τε καὶ μυελῶν,καὶ κριτικὸς ἐνθυμήσεων καὶ ἐννοιῶν καρδίας, καὶ οὐκ ἔστι κτίσις ἀφανὴς ἐνώπιον αὐτοῦ.»(Ἑβρ.δ’12-13)
Καὶ ὁ Προφητάναξ Δαβὶδ λέγει σχετικῶς «ὁ πλάσας κατὰ μόνας τὰς καρδίας αὐτῶν»(Ψαλμ. Λβ’15),ὁ δὲ Ἰὼβ ἀνακράζει «ὁ ἐπιστάμενος τὸν νοῦν τῶν ἀνθρώπων» (Ἰὼβ ζ’20).
6.Εἰς μόνον λοιπὸν τὸν Θεὸν,ὅπως εἶπον,εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζη τὰς σκέψεις μας καὶ τὰ διανοήματά μας διότι Αὐτὸς μόνον εἶναι ἀσώματος καὶ διέρχεται διὰ μέσου τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς,τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα δύνανται νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν ποιότητα τῶν σκέψεων καὶ λογισμῶν μας,ὅχι ὅμως διότι ἐνυπάρχουν ἐντὸς τῆς ψυχῆς,ἀλλὰ διότι παρατηροῦν μετὰ προσοχῆς ὡρισμένας ἐκδηλώσεις μας,ἢ σωματικὰς κινήσεις,ὡς ἐπὶ παραδείγματι τὴν διάθεσίν μας πρὸς τι,τοὺς λόγους μας,τὰ ἐνδιαφέροντά μας,δι’ὅλων αὐτῶν κατασκοπεύουν τὰ διανοήματα καὶ τοὺς λογισμοὺς τῆς διανοίας καὶ ἐξάγουν τὰ συμπεράσματά των.Ἐκείνας ὅμως τὰς ἐννοίας καὶ τὰς σκέψεις,αἱ ὁποῖαι οὐδέποτε ἔχουν ἐξέλθει ἀπὸ τὰ ἐσώτατα βάθη τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς,οὐδέποτε τὰ πονηρὰ πνεύματα δύνανται νὰ τὶς ἀντιληφθοῦν(Τὴν ἀλήθειαν αὐτὴν διαισθάνεται πᾶς τις Χριστιανός,διότι καὶ περὶ ἀγαθῆς τίνος προαιρέσεως λέγομεν «νὰ μὴν τὸ ἀκούση ὁ διάβολος καὶ φθονήση»)
7. Καὶ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς,ποὺ κρυφίως σπείρουν εἰς τὴν ψυχὴν μας,δὲν δύνανται τὰ πονηρὰ πνεύματα κατὰ ἄλλον τρόπον νὰ γνωρίζουν,ἐὰν τοὺς ἐδέχθημεν παρὰ μόνον,ὅπως εἶπον,ἐκ τῶν κινήσεων τοῦ σώματος καὶ τῶν ἐν γένει ἐξωτερικῶν ἐκδηλώσεων τοῦ ἀνθρώπου.
Παραδείγματος χάριν,ὅταν ὑποβάλλουν εἰς τὸν ἄνθρωπον λογισμὸν γαστριμαργίας,θὰ ἀντιληφθοῦν,ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐδέχθη τὴν προσβολὴν τῆς γαστριμαργίας ,ἐὰν τὸν ἴδουν νὰ παρακολουθῆ συνεχῶς τὴν πορείαν τοῦ ἡλίου καὶ μετ’ἐνδιαφέροντος νὰ ἀναμένη τὴν ὥραν τοῦ φαγητοῦ.
8.Ὅταν σπείρουν εἰς τὴν ψυχὴν λογισμοὺς πορνείας, θὰ ἀντιληφθοῦν τὴν συγκατάθεσίν μας, ἐὰν μᾶς ἴδουν νὰ περιφέρωμεν φιληδόνως τοὺς ὀφθαλμούς μας καὶ μετὰ περιεργείας βλέποντας τὰ διάφορα πρόσωπα,ποὺ δὲν πρέπει ἢ ἐὰν ἀντιληφθοῦν φιλήδονον σωματικὴν κίνησιν καὶ δὲν ἴδουν τὴν ψυχὴν μετὰ γενναιότητος νὰ ἀντιστέκεται εἰς αύτὰς τὰς ὑπόπτος εἰσηγήσεις.Ἐξ’αὐτῶν θὰ καταλάβουν ὅτι ἡ ψυχὴ ἐτραυματίσθη ἀπὸ τὴν ἐπιθυμίαν.
9.Ὅταν πάλιν σπείρουν εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου λύπην ἢ ὀργήν, καὶ ἡ ψυχὴ δεχθῆ τὰ σπέρματά των, οἱ δαίμονες τὸ αἰσθάνονταιἀπὸ τὰς κινήσεις τοῦ σώματος, ἐὰν δηλαδὴ ἴδουν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀγριεμένους καὶ περιφερόμενους ἐναγωνίως ,τὸ πρόσωπον ἀλλαγμένον ἀπὸ τὴν συνιθισμένην του μορφήν, ἄλλοτε κίτρινον ἀπὸ τὴν συστολὴν καὶ ὑποχώρησιν τοῦ αἵματος, καὶ ἄλλοτε κατακόκκινον ἀπὸ τὴν ἐπιτάχυνσιν τοῦ περικαρδίου αἵματος εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ προσώπου,ἀπὸ τὰς σωματικὰς αὐτὰς ἐκδηλώσεις θὰ ἀντιληφθοῦν οἱ δαίμονες,ὅτι παρεδέχθημεν τοὺς λογισμοὺς τῆς ὀργῆς και τὴς λύπης.
10.Τοιουτοτρόπως λοιπὸν λεπτομερῶς ἐρευνοῦν καὶ κατασκοπεύουν ἀπὸ ποῖον ἐλάττωμα νικᾶται εὐκολώτερον ἡ ψυχή,ὁλοφάνερα δὲ ἀντιλαμβάβονται πρὸς ποῖον πάθος ἔχει ἀδυναμίαν ἕκαστος ἐξ ἡμῶν,ὅταν μᾶς παρατηρήσουν νᾶ μὴν δυσφορῶμεν ἐκ τῆς ὑποβολὴς τοῦ γενεσιουργοῦ λογισμοῦ,ἀλλ’ἀπεναντίας, μὲ τὴν σιωπὴν καὶ τὴν ἡσυχίαν μας ,νὰ δείχνωμεν τὴν πρὸς αὐτὸν ἀγάπην μας καὶ εὐχάριστον ἐνασχόλησίν μας.Καὶ μὴ σοῦ φαίνεται αὐτὸ περίεργον καὶ θαυμαστόν,ἐὰν δηλαδὴ οἱ δαίμονες,ὡς ἄυλα καὶ ἀερικὰ σώματα,ἀντιλαμβάνωνται τὰς ψυχικάς μας διαθέσεις ἀπὸ τὰς σωματικὰς ἐκδηλώσεις καὶ τοῦτο διότι ϋπάρχουν ἄνθρωποι ἔμπειροι,ποὺ πολλὰς φορὰς ἐξακριβώνουν καὶ τὴν ἐσωτερικὴν κατάστασιν τῶν συνανθρώπων των καὶ τὰς ψυχικάς των διαθέσεις,ἀπὸ τὴν ἐμφάνισιν,τὴν συμπεριφορὰ καὶ τὴν ποιότητα τῶν ἐξωτερικῶν ἐκδηλώσεων τοῦ ἀνθρώπου.
Εὐεγερτινὸς Τόμος Δ’