Σήμερα, αγαπητοί μου, είναι ημέρα που ίσως πρέπει ο ιεροκήρυκας να σιωπήσει και να πάει κάπου να κλάψει και μαζί με τον ιεροκήρυκα και εσείς -όσοι πιστεύετε ακόμη στον Κύριο και ανήκετε στην Ορθόδοξο Εκκλησία-, να πάτε σήμερα στα σπίτια σας, να κλεισθήτε και μπροστά την εικόνα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της Υπεραγίας Θεοτόκου προσευχηθείτε και να κλάψετε για την κατάσταση μας, για τ’ αμαρτήματά μας. Γιατί δυστυχώς η σημερινή ημέρα είναι η πιο αμαρτωλή ημέρα του χρόνου.
Σήμερα Χριστιανοί βαπτισμένοι κάνουν τα εντελώς αντίθετα από εκείνα που διατάζει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και η Εκκλησία του. Και αυτό βέβαια είνε μία αιτία λύπης και στεναγμών. Γιατί σας ερωτώ· αν κάποιος αξιωματικός διατάζει τον στρατιώτη να κάνη δεξιά κι αυτός κάνη αριστερά, ή τον διατάζη να κάνη αριστερά κι αυτός κάνη δεξιά, τι αισθάνεται ο αξιωματικός απέναντί του;
Ή αν ο γιατρός συνιστά στον άρρωστο ωρισμένα φάρμακα, κι αυτός όχι μόνο δεν παίρνη τα φάρμακα αλλά σπάη τα μπουκάλια και κάνη δίαιτα αντίθετη απ ότι του είπε ο γιατρός, τι θα αισθάνεται ο γιατρός για τον άρρωστο αυτό;
Ή αν είσαι μάνα η πατέρας και βλέπης το παιδί σου να μη σ’ ακούη αλλά να κάνη αντίθετα απ ότι του παραγγέλλεις; Ή αν είσαι δάσκαλος και λες στο μαθητή να γράψη στον πίνακα το άλφα κι αυτός γράφει το βήτα;
Ε, αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα· οι Χριστιανοί κάνουν τα αντίθετα απ ότι διατάζει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Κι αν ο δάσκαλος στενοχωριέται για τον άτακτο μαθητή του, αν ο γιατρός λυπάται γιατί ο άρρωστος δεν κάνει τη δίαιτά του, αν ο αξιωματικός στενοχωριέται για τον απείθαρχο στρατιώτη του, κι αν η μάνα στενοχωριέται για το άτακτο παιδί της, πολύ περισσότερο σήμερα το Πνεύμα το άγιο «λυπείται » (Εφ. 4,30) για τα άτακτα παιδιά της Ορθοδοξίας. Ναι, κάνουν τα αντίθετα.
Τι μας διατάζει σήμερα η Εκκλησία; Ακούσατε τον απόστολο τι λέει; «Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ἐνδύσασθετὸν ΚύριονἸησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας»( Ρωμ. 13,13). Δηλαδή τι σημαίνουν τα λόγια αυτά· Σεις που βαπτιστήκατε και βγήκατε απ’ το σκοτάδι, σεις οι Χριστιανοί, δεν πρέπει να ζήτε σαν τους ειδωλολάτρες. Τι έκαναν οι ειδωλολάτρες; Διακόσα – τριακόσα – πεντακόσα χρόνια προ Χριστού, οι ειδωλολάτρες τις ημέρες αυτές ακριβώς, το μήνα Φεβρουάριο ή και νωρίτερα, έπαιρναν καπνιά, μουντζούρωναν τα πρόσωπά τους, φορούσαν προβειές, παρίσταναν διάφορα ζώα, έβαζαν στο κεφάλι τους κέρατα βοδιών, κρεμούσαν κουδούνια, κρατούσαν στα χέρια τους αισχρά κι ακατονόμαστα ομοιώματα, έβγαζαν κραυγές άτακτες, έβριζαν τον κάθε διαβάτη, έλεγαν χυδαιολογίες, έκαναν χειρονομίες, μεθούσαν, κυλιούνταν στο δρόμο, έκαναν όργια…
Έτσι γιώρταζαν οι ειδωλολάτρες. Και τα έκαναν αυτά – γιατί; Διότι έτσι έλεγε η θρησκεία τους.
Κι αφού το λεγε η θρησκεία τους, δεν μπορούμε να τους κατηγορήσουμε. Αυτά ήθελε η θρησκεία τους, γιατί τέτοιοι ήταν οι θεοί τους, αισχροί θεοί· ο ένας θεός ήταν προστάτης της μοιχείας, ο άλλος προστάτης της πορνείας, ο άλλος προστάτης της μέθης…· τέτοιους θεούς είχαν και αυτά ζητούσαν στις γιορτές τους. Αλλ’ αυτά που έκαναν άλλοτε οι ειδωλολάτρες, δυστυχώς σήμερα τα κάνουν οι ορθόδοξοι οι Χριστιανοί. Τα ίδια και χειρότερα. Τα βλέπουμε.
Δεν υπάρχει σύλλογος, σωματείο η και σπίτι που να μη διοργανώνη τις μέρες αυτές χορό, και χορεύουν απ’ το βράδυ ως το πρωί. Και δε χορεύουν ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς· οι σημερινοί χοροί είνε ο,τι «αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν» (Εφ. 5,12). Έτσι δεν χορεύουν ούτε οι άγριοι ούτε τα θηρία. Σμίγουν άντρες και γυναίκες, ο άντρας βλέπει τη γυναίκα του στην αγκαλιά του άλλου, η μάνα βλέπει το κορίτσι της στην αγκαλιά του ενός και του άλλου, και τα θεωρούν αυτά φυσικά. Και μόνο αυτό; Αύριο, που ξημερώνει Δευτέρα, ενώ η Εκκλησία την ονομάζει Καθαρά Δευτέρα, εμείς την κάναμε ακάθαρτη Δευτέρα – έτσι έπρεπε να λέγεται· γιατί είνε η ημέρα που γίνονται τα περισσότερα έκτροπα, οι περισσότερες αμαρτίες.
Μικροί – μεγάλοι βγαίνουν έξω, γυρίζουν όλη μέρα, και το βράδυ επιστρέφουν μεθυσμένοι, ζαλισμένοι, δεν ξέρουν τι λένε και τι κάνουν. Κι ολ’ αυτά βέβαια είνε αντίθετα από το
θέλημα του Θεού.
– Πολύ αυστηρά τα λες, παπά μου, θα πη κάποιος απ’ αυτούς. Μα τι θέλεις λοιπόν, να μη χορέψουμε; Δεν είμαστε καλόγεροι, είμαστε κοσμικοί άνθρωποι, ζούμε στην κοινωνία…
Τι θ’ απαντήσουμε; Ασφαλώς κοσμικοί είστε. Κανείς δεν σας είπε να πάτε στα βουνά και να κρατάτε κομποσχοίνια και να προσεύχεστε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Αλλά τι λέει η Εκκλησία μας; Όλα τα επιτρέπει το Ευαγγέλιο, δεν επιτρέπει μόνο την αμαρτία· όλα μπορείς να τα κάνης, απόφυγε μόνο την αμαρτία. Μπορείς π.χ. να παντρευτής, να ζήσετε σαν αντρόγυνο αγαπημένο και να σας φρουρούν οι άγγελοι και αρχάγγελοι. Σου επιτρέπει το γάμο, αλλά δεν επιτρέπει το διαζύγιο, τη μοιχεία, την πορνεία, τα ακάθαρτα πράγματα. Που βλέπεις λοιπόν δυσκολία; που βλέπεις πίεσι να γίνης καλόγερος;
Μπορείς ακόμα σήμερα να καθίσης με τη γυναίκα και τα παιδιά σου να φάτε και να πιήτε το ικανό· αλλά δεν επιτρέπει καταχρήσεις· επιτρέπει το φαγητό και το ποτό, αλλά δεν επιτρέπει τη μέθη και την ακολασία.
Μπορείς ακόμα την ημέρα αυτή να τραγουδήσης, αλλ’ όχι τραγούδια του διαβόλου που φέρνουν ταραχή· την ωραία φωνή δεν σου την έδωσε ο Θεός για να ουρλιάζης σαν δαιμονισμένος.
Μπορείς να τραγουδήσης σοβαρά και ρωμαλέα ελληνικά τραγούδια, σεμνά και βαθυστόχαστα χριστιανικά τραγούδια· μπορείς ακόμα να ψάλης εκκλησιαστικούς ύμνους, «τα τραγούδια του Θεού» που έλεγε ο Παπαδιαμάντης.
Ή μπορείς ακόμα την ημέρα αυτή και αύριο να πάρης την οικογένειά σου και να πας σε μια εξοχή, αλλ’ όχι να διαπράξης εκεί όργια· δεν είνε αυτό ψυχαγωγία – λέξι τόσο προσφιλής σήμερα· η πραγματική ψυχαγωγία είνε μεσ στα πλαίσια της τιμιότητος και της χάριτος του Ευαγγελίου. Οι χοροί μεταμφιεσμένων σε σκοτεινά κέντρα διασκεδάσεως δεν είνε ψυχαγωγία, είνε ψυχοκτονία.
Κι όταν περάση η Κυριακή αυτή και η Καθαρά Δευτέρα, βλέπουμε τ’ αποτέλεσμα. Ποιά ψυχαγωγία! Γυρίζουν όλοι με μυαλό ζαλισμένο, με κορμί τσακισμένο, με πορτοφόλι αδειανό. Με πορτοφόλι αδειανό!
Όταν πρόκειται να δώσουν κάτι για ελεημοσύνη, τα χέρια τους τρέμουν λες κ’ είνε παράλυτα· αν πρόκειται να δώσουν για το διάβολο, δεν τρέμουν. Και τι ποσά ξοδεύουν! χιλιάδες κ’ εκατομμύρια.
Παραπονούμεθα πως είμαστε φτωχοί· φτωχούς μας έκανε η αμαρτία.
Να τι κερδίζουμε από τα όργια των ημερών αυτών, από «τα έργα του σκότους» όπως τα ονομάζει σήμερα ο απόστολος( Ρωμ. 13,12).
Η ψυχή μας είνε κολασμένη κι ο Θεός ωργισμένος εναντίον μας. Αυτά είνε τ’ αποτελέσματα των οργίων των ημερών αυτών.
Πόσοι μείναμε, αδελφοί μου, τα χρόνια αυτά κοντά στην Εκκλησία; Λίγοι. Και θα ρθῃ μέρα που οι εκκλησίες θ’ αδειάσουν ακόμα περισσότερο.
Δεν είνε κρίμα, τα κέντρα διασκεδάσεων και θεαμάτων, τα σχολεία του διαβόλου, – με ακριβό μάλιστα εισιτήριο- να νε πήχτρα, κ’ οι εκκλησίες να ‘νε αδειανές;
Που είνε οι άντρες, που είνε οι νέοι, που είνε οι επιστήμονες;
Από τόσες χιλιάδες Χριστιανούς πόσοι εκκλησιάζονται; Ούτε δύο τοις εκατό. Αλλά κι αυτοί που εκκλησιαζόμαστε, δεν έχουμε φόβο Θεού· δεν μπαίνουμε στην εκκλησία με ευλάβεια, δεν έχουμε κατάνυξι και δάκρυα.
Για όλα αυτά είπα στην αρχή ότι σήμερα χρειάζονται δάκρυα, να κλαίμε γι αυτούς που δεν εκκλησιάζονται, να κλαίμε και γι αυτούς που εκκλησιάζονται μα δεν έχουν φόβο Θεού. Όσοι πιστεύουμε στο Χριστό, μην ακολουθήσουμε το ρεύμα, μην κάνουμε ο,τι κάνει ο κόσμος, ας βαδίσουμε με το θέλημα του Θεού. Κι ας διδάξουμε, αδελφοί, με το παράδειγμά μας, ας δείξουμε στους γύρω μας, ότι κοντά στο Χριστό υπάρχει χαρά, ότι εκτός από τη «χαρά» του διαβόλου, υπάρχει μια άλλη χαρά, η χαρά των αγγέλων, είνε η χαρά της μετανοίας, η χαρά της συγχωρήσεως, η χαρά της προσευχής, η χαρά της ελεημοσύνης, η χαρά της θείας κοινωνίας, η χαρά του Θεού.
Εύχομαι, την άγια αυτή ημέρα να αισθανθήτε τη χαρά του Θεού.
Να προοδεύετε στον πνευματικό αγώνα, έως ότου μας αξιώση ο Κύριος δια πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου και πάντων των αγίων της αιωνίου και μακαρίας ζωής, αμήν.
Σήμερα Χριστιανοί βαπτισμένοι κάνουν τα εντελώς αντίθετα από εκείνα που διατάζει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και η Εκκλησία του. Και αυτό βέβαια είνε μία αιτία λύπης και στεναγμών. Γιατί σας ερωτώ· αν κάποιος αξιωματικός διατάζει τον στρατιώτη να κάνη δεξιά κι αυτός κάνη αριστερά, ή τον διατάζη να κάνη αριστερά κι αυτός κάνη δεξιά, τι αισθάνεται ο αξιωματικός απέναντί του;
Ή αν ο γιατρός συνιστά στον άρρωστο ωρισμένα φάρμακα, κι αυτός όχι μόνο δεν παίρνη τα φάρμακα αλλά σπάη τα μπουκάλια και κάνη δίαιτα αντίθετη απ ότι του είπε ο γιατρός, τι θα αισθάνεται ο γιατρός για τον άρρωστο αυτό;
Ή αν είσαι μάνα η πατέρας και βλέπης το παιδί σου να μη σ’ ακούη αλλά να κάνη αντίθετα απ ότι του παραγγέλλεις; Ή αν είσαι δάσκαλος και λες στο μαθητή να γράψη στον πίνακα το άλφα κι αυτός γράφει το βήτα;
Ε, αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα· οι Χριστιανοί κάνουν τα αντίθετα απ ότι διατάζει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Κι αν ο δάσκαλος στενοχωριέται για τον άτακτο μαθητή του, αν ο γιατρός λυπάται γιατί ο άρρωστος δεν κάνει τη δίαιτά του, αν ο αξιωματικός στενοχωριέται για τον απείθαρχο στρατιώτη του, κι αν η μάνα στενοχωριέται για το άτακτο παιδί της, πολύ περισσότερο σήμερα το Πνεύμα το άγιο «λυπείται » (Εφ. 4,30) για τα άτακτα παιδιά της Ορθοδοξίας. Ναι, κάνουν τα αντίθετα.
Τι μας διατάζει σήμερα η Εκκλησία; Ακούσατε τον απόστολο τι λέει; «Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ᾿ἐνδύσασθετὸν ΚύριονἸησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας»( Ρωμ. 13,13). Δηλαδή τι σημαίνουν τα λόγια αυτά· Σεις που βαπτιστήκατε και βγήκατε απ’ το σκοτάδι, σεις οι Χριστιανοί, δεν πρέπει να ζήτε σαν τους ειδωλολάτρες. Τι έκαναν οι ειδωλολάτρες; Διακόσα – τριακόσα – πεντακόσα χρόνια προ Χριστού, οι ειδωλολάτρες τις ημέρες αυτές ακριβώς, το μήνα Φεβρουάριο ή και νωρίτερα, έπαιρναν καπνιά, μουντζούρωναν τα πρόσωπά τους, φορούσαν προβειές, παρίσταναν διάφορα ζώα, έβαζαν στο κεφάλι τους κέρατα βοδιών, κρεμούσαν κουδούνια, κρατούσαν στα χέρια τους αισχρά κι ακατονόμαστα ομοιώματα, έβγαζαν κραυγές άτακτες, έβριζαν τον κάθε διαβάτη, έλεγαν χυδαιολογίες, έκαναν χειρονομίες, μεθούσαν, κυλιούνταν στο δρόμο, έκαναν όργια…
Έτσι γιώρταζαν οι ειδωλολάτρες. Και τα έκαναν αυτά – γιατί; Διότι έτσι έλεγε η θρησκεία τους.
Κι αφού το λεγε η θρησκεία τους, δεν μπορούμε να τους κατηγορήσουμε. Αυτά ήθελε η θρησκεία τους, γιατί τέτοιοι ήταν οι θεοί τους, αισχροί θεοί· ο ένας θεός ήταν προστάτης της μοιχείας, ο άλλος προστάτης της πορνείας, ο άλλος προστάτης της μέθης…· τέτοιους θεούς είχαν και αυτά ζητούσαν στις γιορτές τους. Αλλ’ αυτά που έκαναν άλλοτε οι ειδωλολάτρες, δυστυχώς σήμερα τα κάνουν οι ορθόδοξοι οι Χριστιανοί. Τα ίδια και χειρότερα. Τα βλέπουμε.
Δεν υπάρχει σύλλογος, σωματείο η και σπίτι που να μη διοργανώνη τις μέρες αυτές χορό, και χορεύουν απ’ το βράδυ ως το πρωί. Και δε χορεύουν ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς· οι σημερινοί χοροί είνε ο,τι «αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν» (Εφ. 5,12). Έτσι δεν χορεύουν ούτε οι άγριοι ούτε τα θηρία. Σμίγουν άντρες και γυναίκες, ο άντρας βλέπει τη γυναίκα του στην αγκαλιά του άλλου, η μάνα βλέπει το κορίτσι της στην αγκαλιά του ενός και του άλλου, και τα θεωρούν αυτά φυσικά. Και μόνο αυτό; Αύριο, που ξημερώνει Δευτέρα, ενώ η Εκκλησία την ονομάζει Καθαρά Δευτέρα, εμείς την κάναμε ακάθαρτη Δευτέρα – έτσι έπρεπε να λέγεται· γιατί είνε η ημέρα που γίνονται τα περισσότερα έκτροπα, οι περισσότερες αμαρτίες.
Μικροί – μεγάλοι βγαίνουν έξω, γυρίζουν όλη μέρα, και το βράδυ επιστρέφουν μεθυσμένοι, ζαλισμένοι, δεν ξέρουν τι λένε και τι κάνουν. Κι ολ’ αυτά βέβαια είνε αντίθετα από το
θέλημα του Θεού.
– Πολύ αυστηρά τα λες, παπά μου, θα πη κάποιος απ’ αυτούς. Μα τι θέλεις λοιπόν, να μη χορέψουμε; Δεν είμαστε καλόγεροι, είμαστε κοσμικοί άνθρωποι, ζούμε στην κοινωνία…
Τι θ’ απαντήσουμε; Ασφαλώς κοσμικοί είστε. Κανείς δεν σας είπε να πάτε στα βουνά και να κρατάτε κομποσχοίνια και να προσεύχεστε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Αλλά τι λέει η Εκκλησία μας; Όλα τα επιτρέπει το Ευαγγέλιο, δεν επιτρέπει μόνο την αμαρτία· όλα μπορείς να τα κάνης, απόφυγε μόνο την αμαρτία. Μπορείς π.χ. να παντρευτής, να ζήσετε σαν αντρόγυνο αγαπημένο και να σας φρουρούν οι άγγελοι και αρχάγγελοι. Σου επιτρέπει το γάμο, αλλά δεν επιτρέπει το διαζύγιο, τη μοιχεία, την πορνεία, τα ακάθαρτα πράγματα. Που βλέπεις λοιπόν δυσκολία; που βλέπεις πίεσι να γίνης καλόγερος;
Μπορείς ακόμα σήμερα να καθίσης με τη γυναίκα και τα παιδιά σου να φάτε και να πιήτε το ικανό· αλλά δεν επιτρέπει καταχρήσεις· επιτρέπει το φαγητό και το ποτό, αλλά δεν επιτρέπει τη μέθη και την ακολασία.
Μπορείς ακόμα την ημέρα αυτή να τραγουδήσης, αλλ’ όχι τραγούδια του διαβόλου που φέρνουν ταραχή· την ωραία φωνή δεν σου την έδωσε ο Θεός για να ουρλιάζης σαν δαιμονισμένος.
Μπορείς να τραγουδήσης σοβαρά και ρωμαλέα ελληνικά τραγούδια, σεμνά και βαθυστόχαστα χριστιανικά τραγούδια· μπορείς ακόμα να ψάλης εκκλησιαστικούς ύμνους, «τα τραγούδια του Θεού» που έλεγε ο Παπαδιαμάντης.
Ή μπορείς ακόμα την ημέρα αυτή και αύριο να πάρης την οικογένειά σου και να πας σε μια εξοχή, αλλ’ όχι να διαπράξης εκεί όργια· δεν είνε αυτό ψυχαγωγία – λέξι τόσο προσφιλής σήμερα· η πραγματική ψυχαγωγία είνε μεσ στα πλαίσια της τιμιότητος και της χάριτος του Ευαγγελίου. Οι χοροί μεταμφιεσμένων σε σκοτεινά κέντρα διασκεδάσεως δεν είνε ψυχαγωγία, είνε ψυχοκτονία.
Κι όταν περάση η Κυριακή αυτή και η Καθαρά Δευτέρα, βλέπουμε τ’ αποτέλεσμα. Ποιά ψυχαγωγία! Γυρίζουν όλοι με μυαλό ζαλισμένο, με κορμί τσακισμένο, με πορτοφόλι αδειανό. Με πορτοφόλι αδειανό!
Όταν πρόκειται να δώσουν κάτι για ελεημοσύνη, τα χέρια τους τρέμουν λες κ’ είνε παράλυτα· αν πρόκειται να δώσουν για το διάβολο, δεν τρέμουν. Και τι ποσά ξοδεύουν! χιλιάδες κ’ εκατομμύρια.
Παραπονούμεθα πως είμαστε φτωχοί· φτωχούς μας έκανε η αμαρτία.
Να τι κερδίζουμε από τα όργια των ημερών αυτών, από «τα έργα του σκότους» όπως τα ονομάζει σήμερα ο απόστολος( Ρωμ. 13,12).
Η ψυχή μας είνε κολασμένη κι ο Θεός ωργισμένος εναντίον μας. Αυτά είνε τ’ αποτελέσματα των οργίων των ημερών αυτών.
Πόσοι μείναμε, αδελφοί μου, τα χρόνια αυτά κοντά στην Εκκλησία; Λίγοι. Και θα ρθῃ μέρα που οι εκκλησίες θ’ αδειάσουν ακόμα περισσότερο.
Δεν είνε κρίμα, τα κέντρα διασκεδάσεων και θεαμάτων, τα σχολεία του διαβόλου, – με ακριβό μάλιστα εισιτήριο- να νε πήχτρα, κ’ οι εκκλησίες να ‘νε αδειανές;
Που είνε οι άντρες, που είνε οι νέοι, που είνε οι επιστήμονες;
Από τόσες χιλιάδες Χριστιανούς πόσοι εκκλησιάζονται; Ούτε δύο τοις εκατό. Αλλά κι αυτοί που εκκλησιαζόμαστε, δεν έχουμε φόβο Θεού· δεν μπαίνουμε στην εκκλησία με ευλάβεια, δεν έχουμε κατάνυξι και δάκρυα.
Για όλα αυτά είπα στην αρχή ότι σήμερα χρειάζονται δάκρυα, να κλαίμε γι αυτούς που δεν εκκλησιάζονται, να κλαίμε και γι αυτούς που εκκλησιάζονται μα δεν έχουν φόβο Θεού. Όσοι πιστεύουμε στο Χριστό, μην ακολουθήσουμε το ρεύμα, μην κάνουμε ο,τι κάνει ο κόσμος, ας βαδίσουμε με το θέλημα του Θεού. Κι ας διδάξουμε, αδελφοί, με το παράδειγμά μας, ας δείξουμε στους γύρω μας, ότι κοντά στο Χριστό υπάρχει χαρά, ότι εκτός από τη «χαρά» του διαβόλου, υπάρχει μια άλλη χαρά, η χαρά των αγγέλων, είνε η χαρά της μετανοίας, η χαρά της συγχωρήσεως, η χαρά της προσευχής, η χαρά της ελεημοσύνης, η χαρά της θείας κοινωνίας, η χαρά του Θεού.
Εύχομαι, την άγια αυτή ημέρα να αισθανθήτε τη χαρά του Θεού.
Να προοδεύετε στον πνευματικό αγώνα, έως ότου μας αξιώση ο Κύριος δια πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου και πάντων των αγίων της αιωνίου και μακαρίας ζωής, αμήν.
Eπίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης