Thursday, March 14, 2019

Τα δάκρυα της Μετάνοιας του Μοναχού


Στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου, στα πρώτα χρόνια του 12ου αιώνα, είχαν κοινοβιάσει δύο μοναχοί, ο Θεόφιλος και ο Ιωάννης, φίλοι στενοί από τα παιδικά τους χρόνια. Αλλά και μέσα στη μονή είχαν γίνει υπόδειγμα αδελφικής αγάπης.

Επειδή θέλησαν να μείνουν αχώριστοι ακόμα και στον τάφο, παρακάλεσαν τον αρμόδιο μοναχό, τον π. Μάρκο, να τους ετοιμάσει ένα κοινό τόπο ταφής.

Κάποτε ο Θεόφιλος έλειψε για ένα διάστημα από τη Λαύρα. Στη διάρκεια όμως της απουσίας του, ασθένησε ο Ιωάννης κι έφυγε για τον ουρανό.

Επιστρέφοντας ο Θεόφιλος, έκλαψε πικρά για το θάνατο του πνευματικού αδελφού του, αγανάκτησε όμως, γιατί βρήκε το νεκρό θαμμένο στην πρώτη θέση του κοινού τάφου.

-Πάτερ Μάρκε, διαμαρτυρήθηκε, γιατί τον έβαλες εδώ; Στην πρώτη σειρά πρέπει να ταφώ εγώ, σαν μεγαλύτερος.

Ο ταπεινός και απλός Μάρκος ζήτησε συγνώμη από τον Οργισμένο Μοναχό και, γυρίζοντας στο νεκρό, πρόσταξε:

-Σήκω, αδελφέ, και παραχώρησε την πρώτη θέση στον μεγαλύτερό σου.

Με φρίκη τότε είδαν όλοι το νεκρό να σηκώνεται και ν’ αλλάζει θέση.

Ο Θεόφιλος αμέσως συνήλθε. Μετανοημένος πικρά, ζήτησε συγχώρηση από τον π. Μάρκο, που του απάντησε μ’ αυτά τα λόγια:

-Θα έπρεπε, π. Θεόφιλε, να μη βγεις από δω μέσα, αλλά να ξαπλώσεις αμέσως στην πρώτη θέση, που τόσο ζηλότυπα επιζητείς. Δεν είσαι όμως έτοιμος. Πήγαινε λοιπόν ν’ αγωνιστείς για τη σωτηρία σου, γιατί δεν θ’ αργήσεις να έρθεις εδώ οριστικά.

Τρομαγμένος εκείνος, έφυγε κατ’ ευθείαν για το κελλί του. Κλείστηκε μέσα κι επιδόθηκε συστηματικά σε μια αξιέπαινη μετάνοια. Ο θρήνος του ήταν απαρηγόρητος.

Πέρασαν αρκετά χρόνια. Από τη νηστεία και την αγρυπνία έμεινε πετσί και κόκκαλο. Από το αδιάκοπο κλάμα έχασε την όρασή του. Στο διάστημα αυτό κοιμήθηκε και ο μοναχός Μάρκος. Τότε ο π. Θεόφιλος αύξησε τη νηστεία και τα δάκρυα. Έβαζε μπροστά του ένα μεγάλο πήλινο δοχείο κι έκλαιγε πάνω σ’ αυτό χύνοντας μέσα τα δάκρυά του.

Μετά από καιρό το δοχείο γέμισε! Τότε απέκτησε πάλι την όρασή του. Κι ενώ προσευχόταν, εμφανίζεται μπροστά του ένας λευκοντυμένος άγγελος και του λέει:

-Τα δάκρυα της μετάνοιας σου δεν είναι μόνο αυτά που μάζεψες εσύ. Είναι κι εκείνα που μάζεψα εγώ, όταν στεκόμουν δίπλα σου όσο προσευχόσουν εκείνα που σκούπιζες με το χέρι σου και με το ζωστικό σου. Όλ’ αυτά βρίσκονται μέσα σε τούτο το δοχείο που κρατάω.

Μ’ έστειλε τώρα ο Θεός για να σου αναγγείλω ότι φεύγεις από τον κόσμο αυτό. Φεύγεις για Εκείνον που είπε: «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» και «Μακάριοι οι κλαίοντες νυν, ότι γελάσατε».

Λέγοντας αυτά ο άγγελος, άφησε στα πόδια του π. Θεόφιλου ένα μεγάλο αγγείο απ’ όπου έβγαινε άρρητη ευωδία, κι έγινε άφαντος.

Σε λίγο η ψυχή του αναχώρησε για τον ουρανό.

Το σώμα του το έθαψαν δίπλα σου π. Ιωάννη. Τότε ο ηγούμενος, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του, έδωσε εντολή να περιχύσουν πάνω του το περιεχόμενο του αγγελικού δοχείου. Αμέσως γέμισε ο χώρος από μεθυστική ευωδία.

Ύστερα άδειασαν επάνω του και τα δάκρυα του δικού του δοχείου, τα δάκρυα εκείνα που πότισαν τον αγρό της ψυχής του, για να θερίσει στον αγρό τ’ ουρανού τα στάχυα της αιώνιας ευδαιμονίας.