Ένας γέροντας, Νικόλας τ’ όνομα του, έμενε στη μονή του αββά Πέτρου, κοντά στον άγιο Ιορδάνη. Αυτός μας αφηγήθηκε την παρακάτω ιστορία:
» Έμενα κάποτε στην Ραϊθου, όταν τρείς αδελφούς μας έστειλαν στη Θηβαΐδα για διακονία. Καθώς περνούσαμε την έρημο, χάσαμε τον δρόμο και περιπλανιόμασταν πέρα-δώθε. Σαν ξοδέψαμε λοιπόν το νερό μας και για μέρες δεν βρίσκαμε άλλο, οι δυνάμεις μας άρχισαν τότε να μας εγκαταλείπουν από τη δίψα και τον καύσωνα. Τότε μη μπορώντας να συνεχίσουμε το βάδισμα βρήκαμε στην ίδια την έρημο κάτι στεγνούς θάμνους κι εκεί παρατήσαμε τον εαυτό μας, ο καθένας όπου βρήκε σκιά, περιμένοντας πια να πεθάνουμε από τη δίψα.
Για μια στιγμή εγώ ανακάθισα λίγο και πέφτω σε έκσταση. Βλέπω μια κολυμπήθρα γεμάτη νερό, ξεχειλισμένη. Ήταν και δύο άντρες πάνω στο χείλος της κολυμπήθρας κι έπαιρναν νερό μ’ ένα ξύλινο κύπελο.
Άρχισα τότε να παρακαλώ τον ένα λέγοντας:
– Δείξε μου αγάπη, κύριε, δώσ’ μου λίγο νερό, πάω να σβήσω.
Εκείνος όμως δεν ήθελε να μου δώσει. Τότε του λέει ο άλλος:
– Δωσ’ του λιγάκι.
Κι ο πρώτος αποκρίνεται:
– Να μην του δώσουμε, γιατί είναι ράθυμος ( βαριέται και δεν κάνει τις δουλειές που πρέπει) και παραμελεί τον εαυτό του.
Απαντάει ο δεύτερος:
– Ότι είναι ράθυμος , σίγουρα ναι, είναι ράθυμος. Όμως τώρα είναι ξένος, ας του δώσουμε».
Έτσι μου δώσανε νερό και πρόσφερε, λέει, και στους άλλους. Ήπιαμε λοιπόν και κάναμε και άλλες τρείς μέρες δρόμο χωρίς νερό. Και τότε φτάσαμε σε μέρος κατοικημένο.
Γεροντικό του Σινά